Σε γενικές εθνικές εκλογές πρόκειται να οδηγήσει τη χώρα η κυβέρνηση στην περίπτωση που η Κοινουλευτική Ομάδα του Λαϊκού Συνδέσμου παραιτηθεί από την Βουλή σε ένειξη διαμαρτυρίας για τον διωγμό που δέχεται το κόμμα.
Αυτό είναι ουσιαστικά μονόδρομος από την στιγμή που προκηρυχθούν εκλογές στις περιφέρειες που έχει εκλέξει έδρα ο Λαϊκός Σύνδεσμος.
Αυτό γιατί η διεξαγωγή των επαναληπτικών εκλογών στις περιφέρειες που έχει εκλέξει βουλευτή (Λάρισα, Μαγνησίας, Σερρών, Κορινθίας, Μεσσηνία, Β’ Θεσσαλονίκης, Α’ Θεσσαλονίκης, Εύβοια, Αχαΐα, Α’ Αθήνας, Β’ Αθήνας, Α’ Πειραιώς, Β’ Πειραιώς, Αττικής, Αιτωλοακαρνανίας, Ηλείας, Φθιώτιδα” αντιπροσωπεύουν πρακτικά το 75% του εκλογικού σώματος.
Μια τέτοια εκλογική διαδικασία είναι αδύνατον να μην συμπαρασύρει την χώρα σε εκλογές και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά στο Μαξίμου που πλέον αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο ως υπαρκτό.
Άλλωστε όπως επισημαίνουν κύκλοι του Μαξίμου “Τι νόημα έχει να πας στείλεις το 75% του εκλογικού σώματος χωρίς να προκηρύξεις γενικές εκλογές;”.
Τι γίνεται αν παραιτηθούν οι βουλευτές του Λαϊκού Συνδέσμου: Αναγκαστικά προκηρύσσονται εκλογές στις περιφέρειες που έχουν εκλεγεί. Ερώτημα υπάρχει για τον βουλευτή Επικρατείας Χ.Παππά. Αν δηλαδή η παραίτησή του οδηγήσει σε γενικές εκλογές, ακριβώς επειδή είναι Επικρατείας.
Πάντως στις επαναληπτικές, το βέβαιο είναι ότι ο Λαϊκός Σύνδεσμος θα βρεθεί εκτός Βουλή, αφού τις έδρες θα τις κερδίσει το πρώτο κόμμα σε κάθε περιφέρεια και δεν υπάρχει μέχρι στιγμής δημοσκοπικό εύρημα που να δίνει σε κάποιο νομό τον Λαϊκό Σύνδεσμο πρώτο κόμμα. Δεύτερο κόμα, ναι, πρώτο όχι.
Το οποίο πρώτο κόμμα όμως μπορεί να είναι σε πολλές περιφέρειες ο … ΣΥΡΙΖΑ που να δημιουργήσει κλίμα εκλογών!
Τι κερδίζει η ΧΑ σε αυτή την περίπτωση: Την λαϊκή ψήφο και επιβεβαίωση στην λαϊκή συνείδηση. Και την “σφραγίδα” του διωγμένου κόμματος που πλέον θα δρα στην παρανομία…
Σε μία μόνο εκλογική περιφέρεια, στη μεγαλύτερη, όμως της χώρας, το 1992 έγιναν επαναληπτικές εκλογές για μία βουλευτική έδρα: αυτή του Δημήτρη Τσοβόλα στη Β’ Αθηνών.
Κι ήταν αυτή η εκλογική διαδικασία για μία μόνο έδρα που κατάφερε, πάντως, να φέρει τα πάνω – κάτω στον πολιτικό χάρτη και να αναδείξει ένα κόμμα και έναν πολιτικό αρχηγό: Τον Βασίλη Λεβέντη με την «Ένωση Κεντρώων».
Η καταδίκη του Δημήτρη Τσοβόλα από το Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, προκάλεσε αναστάτωση στην πολιτική ζωή και «άνοιξε» της κάλπες.
Πέραν της ποινής των δυόμιση ετών, στον τότε βουλευτή επιβλήθηκε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων: του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Αυτομάτως εξέπεσε της βουλευτικής του ιδιότητας και η έδρα έμεινε κενή.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την, κατά τη γνώμη τους, άδικη δίκη και καταδίκη του Τσοβόλα, οι επιλαχόντες του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι κατά το Σύνταγμα της Ελλάδας θα λάμβαναν τη θέση του, αρνήθηκαν να ορκιστούν βουλευτές μέχρις εξαντλήσεως του αριθμού τους.
Έπρεπε να γίνουν επαναληπτικές εκλογές. Κι έπρεπε οι ηγεσίες των κομμάτων να τις διαχειριστούν πολιτικά και επικοινωνιακά χωρίς να κινδυνέψουν να παρασυρθούν από το έντονα διχαστικό κλίμα της εποχής.
Οι εκλογές αυτές εξελίχθηκαν σε παιχνίδι για δύο αντιπάλους. Από τη μια το ΠΑΣΟΚ, αξιωματική αντιπολίτευση, που επαναδιεκδικούσε την έδρα.
Από την άλλη, ένα άγνωστο, τότε, κόμμα, με έναν ακόμη πιο άγνωστο αρχηγό: Η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη, που όχι μόνο δεν ήταν στη Βουλή, δεν ήταν καν στο πολιτικό προσκήνιο.
Τα υπόλοιπα κόμματα δεν συμμετείχαν.
Η μεν ΝΔ, επειδή είχε μια ισχνή πλειοψηφία μίας έδρας (μόλις 152 έδρες), διέβλεψε τον κίνδυνο να χρεωθεί την κατηγορία ότι επιδίδεται σε πολιτικές διώξεις προκειμένου να ενισχυθεί στο κοινοβούλιο, έτσι προτίμησε να μην διεκδικήσει την έδρα.
Από τις εκλογές αυτές απείχαν ακόμα το ΚΚΕ, ο Συνασπισμός και η Δημοκρατική Ανανέωση, του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου.
Την έδρα μπορεί τελικά να κατέλαβε ο αείμνηστος Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, που έλαβε 397.721 ψήφους, όμως ο πραγματικός κερδισμένος ήταν ο Βασίλης Λεβέντης ο οποίος έλαβε περισσότερες ψήφους από όσες είχε λάβει στο σύνολο της Επικράτειας κατά τη διάρκεια της αμέσως προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης: 114.942 ψήφοι.
Πρακτικά ήταν μια μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ που ενίσχυσε το ρεύμα του στις εκλογές της επόμενης χρονιάς.