Το είχε στείλει το μήνυμα ο Βύρων Πολύδωρας μέσω του “Αγιορείτικου βήματος”, αλλά οι καρεκλοκένταυροι δεν τον έλαβαν υπόψην.
“Δεν μπορούμε να πληρώσουμε άλλο πεθαίνουμε” είχε πει στη συνέντευξή του στις 12 Οκτωβρίου στο “Αγιορείτικο βήμα” και χθες με το ξεκάθαρο ΌΧΙ του στη Βουλή για το νομοσχέδιο του φόρου ακινήτων έκανε πράξη όσα υποστήριζε. Σήμερα με απόφαση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά ο Βύρων Πολύδωρας τέθηκε εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ, αλλά όσοι τον γνωρίζουν καλά είναι βέβαιοι πως αυτό αποτελεί λύτρωση για τον ευπατρίδη πολιτικό.
Στην πρόσφατη συνέντευξή του στο “Αγιορείτικο βήμα” με αφορμή και το βιβλίο του “Ποια Ευρώπη” έλεγε:
“Όλα τα γραπτά μου ήσαν/είναι κωδωνοκρουσίες συναγερμού. Εναγώνια μουσική υπόκρουση του στίχου «μπήκαν στην πόλη οι εχθροί…».
Γι’ αυτό σημαίνω συναγερμό. Γι’ αυτό ζητώ εθνική συνεννόηση. Γι’ αυτό προτείνω να εκδοθεί ένα ομόφωνο Ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων, με το οποίο θα γνωστοποιείται σε όλες τις Βουλές και Κυβερνήσεις του κόσμου ο κίνδυνος ανθρωπιστικής κρίσης που αντιμετωπίζει ένας λαός, ο Ελληνικός, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της βαθειάς ύφεσης, στην οποία τον οδηγεί αφεύκτως η ακρισία και απληστία των δανειστών του. Η ομοφωνία απαιτείται για να δηλωθεί προς επίρρωση της αλήθειας πως στο Ψήφισμα δεν περιέχεται μια κομματική άποψη αλλά η αγωνία ολόκληρου του λαού. Γιατί η Πατρίδα κινδυνεύει. Και μετρά τα παιδιά της και τους φίλους της, και καλεί πάντες τους δυναμένους να φέρουν όπλα θάρρους, ήθους και αγωνιστικής διάθεσης για τη σωτηρία του Λαού και τους Έθνους!
Μιλάω για και επιδιώκω τη στιγμή κατά την οποία μια υπεύθυνη πολιτική ηγεσία, έστω ανανήψασα, με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, χωρίς διαιρέσεις, διχαστικές τάσεις και κομματικούς εγωϊσμούς και άλλες ιδιοτέλειες, θα πει στους δανειστές μας: «Basta! Φθάνει πια, ως εδώ και μη παρέκει. Δεν μπορούμε να πληρώσουμε άλλο. Πεθαίνουμε!»
Αυτό το βιβλίο είναι μια ελάχιστη πράξη αντίστασης. Αν δεν έχει αξία ως τέτοιο, πιθανόν να έχει ως βοήθημα στους «Ευρωδούλους» του μέλλοντος ή στους μοριακούς «μαζανθρώπους» της παγκοσμιοποίησης, για να τους δείχνει πώς εσκέπτοντο ή ακόμη καλύτερα πώς ένοιωθαν κάποιοι Έλληνες στα χρόνια της δυστυχίας, κάποιοι που δεν ξέχασαν ούτε ξέμαθαν να αγαπούν το έθνος τους, τον λαό τους, τις αξίες τους, γλώσσα, θρησκεία, παράδοση, κοινωνική αλληλεγγύη, με αίσθημα αυτοεκτίμησης, «πλην χωρίς μίσος για κανέναν και με ευσπλαχνία για όλους»”