υπό Δημ. Κ. Αναγνώστου, θεολόγου
Κατά τη χθεσινή συζήτηση στην ολομέλεια για την Παιδεία
Απογοητευτική η εικόνα των Ελλήνων Πολιτικών που εκθέτει το Ελληνικό Κοινοβούλιο!
● Κατώτερη των περιστάσεων η στάση του Πρωθυπουργού.
● Ο Γεν. Γραμματέας του Κ.Κ.Ε.έμεινε να υπερασπισθεί τους εθνικούς αγώνες της Εκκλησίας!
●Ακατάλληλος, τελικώς, ο Υπουργός Παιδείας.
Χρειάζονταν μεγάλη υπομονή για να παρακολουθήσει κανείς ολόκληρη την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων, σε επίπεδο Αρχηγών κομμάτων, για την Παιδεία. Διήρκεσε περισσότερο από 7 ολόκληρες ώρες! Χωρίς, όμως, κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Το ενδιαφέρον ήταν αυξημένο (και) λόγω του σάλου που έχει τελευταίως προκληθεί περί του νέου προγράμματος σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών στην Α΄βάθμια και Β΄θμια εκπαίδευση στη Χώρα μας, το οποίο μάλιστα απεφασίσθη από το Υπουργείο Παιδείας να εφαρμοσθεί από την τρέχουσα σχολική χρονιά, παρά (και) τις προφανείς ελλείψεις των στοιχειωδών προϋποθέσεων για κάτι τέτοιο.
Σ’ αυτό το σημείο θα επικεντρώσουμε την αναφορά μας σε τούτο τον σχολιασμό. Σχολιασμός που γίνεται προκειμένου να επισημανθεί ότι, όπως επιβεβαιώθηκε, δυστυχώς, ο Ελληνικός λαός δεν έχει να προσδοκά σχεδόν τίποτε από τους Έλληνες πολιτικούς, τουλάχιστον για τέτοια σοβαρά ζητήματα.
Πρώτος, ο κύριος Πρωθυπουργός ξεκίνησε με μία σοβαρή παρατυπία, αφού επέλεξε στα υποτίθεται 25΄ λεπτά της πρωτολογίας του να αναφερθεί επί μακρόν σε άλλα θέματα από την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, με αποτέλεσμα να παραταθεί η τοποθέτησή του σε κάτι περισσότερο από 45΄ λεπτά.
Στο επίμαχο θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών επανέλαβε, με ήπιους τόνους, τη γνωστή επωδό του Υπουργού, περί της ανάγκης αλλαγής του χαρακτήρος του μαθήματος από ομολογιακό σε μάθημα γνώσεως των θρησκειών, με την επίσης συμπληρωματική επωδό ότι δήθεν θα δίνεται έμφαση στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα!
Ούτε λέξη για το και διά γυμνού οφθαλμού ακατάλληλο περιεχόμενο του νέου προγράμματος, το οποίο πόρρω απέχει από τη συνετή παροχή γνώσεων περί των άλλων θρησκειών, συνιστά δε σαφέστατη συγκρητιστική διαθρησκειακή προπαγάνδα, στην οποία αναμιγνύεται διαστρεβλωτικά προς το πνεύμα και την ταυτότητά της η Ορθόδοξη Πίστη και Εκκλησία.
Η αίσθηση ήταν εξ αρχής ότι ο Πρωθυπουργός επιθυμεί να πέσουν οι τόνοι, αλλά και να στηρίξει τις επιλογές του Υπουργού του. Πέραν, όμως, αυτού, εκείνο που επίσης διακρινόταν και το οποίο δεν περιποιεί τιμή στον ίδιο, είναι το πόσο επιφανειακά αντιμετώπιζε το θέμα, με προφανή άγνοια και έλλειψη προσωπικής γνώσεως ενός τόσο σοβαρού ζητήματος. Διότι, εάν δεν ισχύουν αυτές οι εκτιμήσεις, τότε αναπόφευκτα ισχύει η περιφρονητική και διεκπεραιωτική αντιμετώπιση του ζητήματος, συνοδευομένη από την κλασσική πλέον διπλωματία και υποκρισία των πολιτικών.
Μεγαλύτερη, όμως, απογοήτευση προξένησε η στάση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως, ο οποίος είχε προκαλέσει με αίτημά του τη συγκεκριμένη συζήτηση και υποτίθεται ότι θα ήταν επαρκώς προετοιμασμένος και, κυρίως, σαφής και ουσιαστικός στην τοποθέτησή του. Περιορίσθηκε να επαναλάβει και αυτός την γνωστή φράση “κλισέ” περί ανάγκης αλλαγής του μαθήματος των θρησκευτικών, χωρίς καν να νοιώθει την υποχρέωση να εξηγήσει το γιατί και το πως.
Φάνηκε και αυτός εξίσου επιδερμικώς αντιμετωπίζων το όλον ζήτημα, αδυνατών καν να προβάλλει, με υπευθυνότητα και αξιοπιστία, ένα σοβαρό αντίλογο απέναντι στην υπουργική αυθαιρεσία. Καίτοι είχε στα χέρια του ένα δυνατό όπλο, το οποίο μάλλον έφθασε καθυστερημένα στους παραλήπτες του, τη νέα εμπεριστατωμένη και δυναμική επιστολή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, δεν φάνηκε να θέλει να αγωνισθεί για το ζήτημα, για να μη πω ότι φάνηκε ότι δεν το ζεί και δεν τον πολυ-ενδιαφέρει!
Ψέλλισε κάτι, διάβάζοντάς το μέσα από το Αρχιεπισκοπικό έγγραφο, το οποίο όμως ήταν εντελώς αποσπασματικό και χωρίς εξηγήσεις. Ίσως, να μην είχε προλάβει να το διαβάσει. Δεν θέλω να τον αδικώ. Ωστόσο, ούτε στη δευτερολογία και τη συνολική τοποθέτησή του δεν φάνηκε να έχει κατανοήσει ούτε τη σημασία, ούτε τις διαστάσεις του ζητήματος. Κρίμα!
Περί των υπολοίπων Αρχηγών των υπολοίπων Κομμάτων δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που να αξίζει να αναφερθεί. Η αντιπολιτευτική τους θέση και στάση, δηλαδή η αντιπαράθεση προς την Κυβέρνηση, φαίνεται ότι προείχε γι’ αυτούς και υπερτερούσε της σοβαρότητος του θέματος. Γι’ αυτό και η βάση της συλλογιστικής των ήταν ότι περιττεύουν στις ημέρες που ζούμε οι διχασμοί και μάλιστα με την Εκκλησία, την οποία όλοι σχεδόν φαίνεται να αντιμετωπίζουν με ένα σεβασμό ανοχής περισσότερο, παρά εκτιμήσεως, ή αγάπης.
Κανείς δεν βρέθηκε να έχει μελετήσει το θέμα, να έχει κατανοήσει τις διαστάσεις που έχει πάρει και να έχει αισθανθεί την ανάγκη να υπερασπισθεί με σοβαρότητα και ουσιαστικό λόγο την θέση της Εκκλησίας και των εκπαιδευτικών θεολόγων και γενικώς των πιστών.
Διότι το θέμα είναι απλό και μπορούσε να τεθεί το πραγματικό πλαίσιό του με μόλις τρεις προτάσεις-ερωτήσεις: α) Προηγήθηκε διάλογος επί του νέου προγράμματος, με ποιους, πως και που κατέληξε; β) Ποια είναι τα επιστημονικά, εκπαιδευτικά και θεολογικά εχέγγυα για την καταλληλότητα και αρτιότητα του νέου προγράμματος; και γ) Υπάρχουν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την άμεση εφαρμογή του, δηλαδή το απαραίτητο εγχειρίδιο διδασκαλίας και η επιμόρφωση των διδασκόντων;
Εάν οι πολιτικοί μας είχαν γενικότερα κάποιο αξιόλογο επίπεδο, τουλάχιστον στη διαφαινόμενη και διακρινόμενη στις συζητήσεις τους συγκρότηση και παιδεία τους, θα έλεγα ότι απαξιώνουν περιφρονητικά το ζήτημα, επειδή προφανώς διαφοροποιούνται πλήρως από την παράδοση της Ορθοδοξίας. Όμως, φοβάμαι ότι συμβαίνει κάτι ακόμη πιο ανησυχιτικό.
Η πλειοψηφία των πολιτικών μας, όλων των αποχρώσεων, συμπεριφερόμενοι ως επαγγελματίες Βουλευτές που ασκούν την πολιτική ως τέχνη να εξαπατούν μπροστά στα μάτια του τον λαό που τους ανέχεται, μετρούν και υπολογίζουν τα πάντα με ένα και μοναδικό κριτήριο, την κομματική τους ταυτότητα! Και αυτήν ακόμη την υπηρετούν όχι βάσει ιδεολογικών αρχών και πατριωτικής ευσυνειδησίας, αλλά με, επίσης, ένα κριτήριο και σκοπό, την επανεκλογή των!
Γι’ αυτό, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μεταξύ των ομιλησάντων πολιτικών Αρχηγών, τελικώς ο μόνος που βρέθηκε να σταθεί με αντρίκεια ειλικρίνεια και πολιτική ευθύτητα και να λάβει θέση, στο πλαίσιο βεβαίως της δικής του κοσμοθεωρίας, απέναντι στην υπουργική ιταμότητα αρνήσεως της προσφοράς της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες, ήταν ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος, ο κ. Δημήτριος Κουτσούμπας. Αίσθηση δε προκάλεσε, η μαρτυρία της αντιστασιακής δράσεως του δολοφονηθέντος υπό των Γερμανών κατακτητών Ιερέως παππού του, την οποία με αληθινό σεβασμό κατέθεσε.
Η αποκορύφωση της απογοητεύσεως ήταν για άλλη μία φορά η παρουσία και τοποθέτηση του Υπουργού Παιδείας, ο οποίος, εμφανώς δυσαρεστημένος και θα έλεγε κανείς καταβεβλημένος από τις επιθέσεις που δέχεται, εν πολλοίς δικαιολογημένες, για τις “πρωτοβουλίες” του, μετέτρεψε τις παρεμβάσεις του σε προσωπική απολογία για όσα του καταμαρτυρούν, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως την αμετανόητη εμμονή του σ’ αυτές, συνοδευόμενη με τα δύο-τρία χιλιοειπωμένα σαθρά επιχειρήματά του.
Γνωρίζοντας προφανώς το περιεχόμενο της συντριπτικής τοποθετήσεως, έναντι των αυθαιρεσιών του και της σαθρότητος του περιεχομένου του νέου προγράμματος σπουδών, στο Αρχιεπισκοπικό έγγραφο, προφασίσθηκε την άγνοια του περιεχομένου του (εάν είναι κάτι τέτοιο δυνατόν σε μία διαδικασία που διήρκεσε περισσότερο από 7 ώρες, κατά την οποία είχε όλη την ευχέρεια να τη διαβάσει και επί τόπου να την αντικρούσει) δεν έδειξε ίχνος μεταμέλειας ή προβληματισμού για το σάλο που δημιούργησε, φθάνοντας σε μία σχεδόν καταθλιπτική στάση και εικόνα, επικαλούμενος τον Χριστό και τη διδασκαλία Του (!) για να καταδικάσει τις εναντίον του καυστικές, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμη και απρεπείς είναι η αλήθεια, επιθέσεις και αποδοκιμασίες.
Η συζήτηση στην ολομέλεια έκλεισε με την τριτολογία του Πρωθυπουργού ο οποίος μάλλον με δυσθυμία, αλλά και χωρίς καμμία ουσιαστική μετατόπιση (ίσως λόγω της ιδιαιτέρως δυσχερούς θέσεως του Υπουργού του) επανέλαβε το έωλο επιχείρημα της ανάγκης αναμορφώσεως του μαθήματος των Θρησκευτικών από ομολογιακό (δηλαδή ορθόδοξο;) σε θρησκειολογικό, επικαλούμενος την επ’ αυτού συμφωνία και του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως.
Με έναν, δε, πλήρως ασαφή και πρόχειρο τρόπο, ενδεικτικό της αντιμετωπίσεως του θέματος, έκανε αναφορά σε δοκιμαστική εφαρμογή για την τρέχουσα περίοδο του νέου προγράμματος, το οποίο στο τέλος του έτους θα αξιολογηθεί και θα ληφθεί υπ’ όψιν και η γνώμη της Εκκλησίας (για τυχόν παρατηρήσεις), αφού όπως αποστομωτικά ανέφερε “δεν ήταν αρκετή για την Εκκλησία η μία φορά που ήδη αυτό έγινε ” (!) αδειάζοντας κατά το κοινώς λεγόμενο και τον κυβερνητικό εταίρο του, ο οποίος είχε προηγουμένως κατά τη δική του πολιτικάντικη παρέμβαση σπεύσει να καθησυχάσει, μάλλον παραπλανητικώς, το Κοινοβούλιο ότι υπάρχει σύγκλιση μεταξύ Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου για έναρξη διαλόγου από μηδενική βάση στο επίμαχο ζήτημα.
Έτσι, για άλλη μια φορά, ο Ελληνικός λαός έμεινε εμβρόντητος, παρακολουθώντας από τηλοψίας τους (ανυποψίαστους, αδιάφορους ή υποκριτές άραγε;) κυβερνώντες και ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, να αποδεικνύεται όχι μόνο κατώτερο των περιστάσεων, αλλά και σε πλήρη αναντιστοιχία, όπως πιστεύουμε, με τα φρονήματα του απλού λαού και την ιστορία αυτού του τόπου.
Ένα πολιτικό προσωπικό που ομιλεί για την παιδεία και τη μάθηση, ανεπίδεκτο το ίδιο μαθήσεως από τα παθήματά του, τα οποία έγιναν πάθη οδυνηρά για τον Ελληνικό λαό. Έναν λαό, ο οποίος οφείλει να αναλάβει επιτέλους τις δικές του ευθύνες απέναντι στην Πίστη, πρωτίστως, αλλά και την Πατρίδα του. Για να μη παραδέρνει διαρκώς από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη!