Ένας πατέρας με μεγάλη οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό.
Πέρασαν τρεις μέρες μαζί με την οικογένεια. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:
– Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;
– Ωραία απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
– Και τι έμαθες; συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.
Ο γιος απάντησε:
– Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
– Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές…
– Εμείς εισάγουμε φαναράκια από το εξωτερικό για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι…
– Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα…
– Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας, αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό…
– Εμείς ακούμε cd. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο
χωράφι…
– Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ότι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα…
– Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους…
– Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους
καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους.
Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του…
Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση: «Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά, που μας δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε…»