Γράφει ο Αθανάσιος Γκάτζιος, Φιλόλογος – Θεολόγος
Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που πάντα ονειρευόταν να αγγίξει το φεγγάρι. Δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο και αδιαφορούσε παντελώς για το βασίλειό του.
Μιά μέρα κάλεσε τον ξυλουργό του βασιλείου του και του είπε: «Η επιθυμία μου είναι να αγγίξω το φεγγάρι. Πρέπει να μου κατασκευάσεις έναν πύργο τόσο ψηλό, ώστε να μπορέσω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου».
Ο μαραγκός ήξερε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, αλλά ήταν υποχρεωμένος να κάνει ο,τι διέταξε ο βασιλιάς. Έτσι άρχισε να εργάζεται για την κατασκευή του πύργου. Σύντομα όμως τελείωσαν όλα τα ξύλα των εργαστηρίων του βασιλείου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για τον πύργο. Εξήγησε την κατάσταση στον βασιλιά, αλλά εκείνος επέμενε: «Εγώ πρέπει να αγγίξω το φεγγάρι. Έχω μία ιδέα. Κάθε πρόσωπο του βασιλείου μου θα φέρει στο παλάτι μου όσα κιβώτια διαθέτει και έτσι θα κατορθώσουμε να τελειώσουμε τον πύργο».
Κάθε πολίτης του βασιλείου εφερε τα ξύλινα κιβώτιά του στο παλάτι. Συγκεντρώθηκαν εκατομμύρια κιβώτια και ο ξυλουργός στρώθηκε στη δουλειά τοποθετώντας τα το ένα πανω στο άλλο. Αλλά σύντομα όλα τα κιβώτια χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του πύργου και δεν μπορούσαν να βρεθούν άλλα πουθενά στο βασίλειο. Όταν ο βασιλιάς αντίκρυσε τον πύργο, ούρλιαξε: «Δεν είναι αρκετά ψηλός. Πελεκήστε όλα τα δέντρα του βασιλείου μου και φτιάξτε όσα περισσότερα κιβώτια μπορείτε.» Κάθε δέντρο στο βασίλειο κόπηκε. Όλα έγιναν κιβώτια που τοποθετήθηκαν στον πύργο, ο οποίος έφτασε πλέον ως τα σύννεφα.
Ο βασιλιάς άρχισε να σκαρφαλώνει στον πύργο. Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό, ώσπου μπήκε μέσα στα σύννεφα. Επιτέλους ο βασιλιάς έφτασε στην κορυφή του πύργου. Το φεγγάρι φαινόταν πολύ κοντά. Άπλωσε το χέρι του για να το αγγίξει, αλλά ήταν ακόμη μερικά εκατοστά πιο ψηλά. Ένα ακόμη κιβώτιο και το όνειρό του θα γίνει πραγματικότητα!
Ο βασιλιάς έγινε έξαλλος, μα ξαφνικά ηρέμησε.
– Έχω μία λαμπρή ιδέα! Πάρε το κιβώτιο από το κάτω μέρος του πύργου και φέρε το επάνω σ᾽ εμένα, είπε στον ξυλουργό.
– Τι; Ένα από το κάτω μέρος; απάντησε με κομμένη την ανάσα του ο ξυλουργός.
– Ναί, ένα από το κάτω μέρος και καν᾽ το αμέσως, προτού σού πελεκήσω το κεφάλι, ούρλιαξε ο βασιλιάς απο την κορυφή.
Έτσι, ο ξυλουργός έκλεισε τα ματια του, τράβηξε από τη λαβή το τελευταίο κιβώτιο και απομακρύνθηκε γρήγορα. Ο πύργος σωριάστηκε! Καί κάπου, κάτω από τα εκατομμύρια κιβώτια ήταν εγκλωβισμένος ο βασιλιάς. Κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη με τον βασιλιά! Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά ότι δεν άγγιξε ποτέ το φεγγάρι!
* * *
Θαρρώ ότι δεν διαφέρουμε και πολυ από τη φιγούρα του άφρονα βασιλιά της Καραιβικής Παράδοσης. Πασχίζουμε στη ζωή μας να ακροβατούμε στον απατηλό και ονειρικό παρόντα χωροχρόνο, στηριζόμενοι πανω στα ποικιλόχρωμα «κιβώτιά» μας στα οποία στηρίζουμε την «απογείωσή» μας, για να γίνουν κάποια στιγμή τα «μπάζα» που θα εξαφανίσουν την υπαρξή μας, ακόμη και αυτό το στιγμα μας από τη ζωή!
Γινόμαστε όμως ζωντανό παράδειγμα βαβελικής αλαζονείας για τους γύρω μας και κυρίως για τα παιδιά μας, τα οποία ζυγίζουν και σταθμίζουν κάθε λόγο, κάθε κίνηση, πράξη και συμπεριφορά μας! Την καταγράφουν στον «σκληρό δισκο» της ψυχής τους και όλως ασυνείδητα σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους τη μιμούνται και τρομάζουν με τον ίδιο τον εαυτό τους, καθώς τον συλλαμβάνουν να υιοθετεί συμπεριφορές τις οποίες έχουν απορρίψει και μάλιστα κατηγορηματικά! Εμείς όμως απτόητοι συνεχίζουμε το χτίσιμο του «πύργου» μας για να επαληθευθεί για μία ακόμη φορά και προσωπικά για μας ο λόγος του Θεού: «Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Καί παρήλθον, και ιδού ουκ ην, και εζήτησα αυτον, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού» (Ψα 36,35-37). Είδα τον ασεβή να ανυψώνεται και να υπερηφανεύεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου και ξαναπέρασα από κεί και δεν ήταν και τον αναζήτησα και δεν βρέθηκε ούτε ο τόπος του!