Ο Αναστάσιος Γκιουζέλης γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, στη μικρή Προτεσταντική αίρεσι των “Εργατών”, η οποία έχει πολλά ονόματα όπως “Εκκλησία χωρίς Όνομα”, “Χριστιανοί”, “Η Αλήθεια”, “Χριστιανοί άνευ Δόγματος”, “Ο Δρόμος του Θεού”, “Ανώνυμοι Χριστιανοί”, “Φίλοι και Εργάτες”, “Εκκλησία των Δύο-Δύο (2χ2)”, “Εκκλησία του Jack Carroll”, “Ανώνυμη κατ’ Οίκον Εκκλησία”, “Εκκλησία της Καινής Διαθήκης” και τουλάχιστον 20 ακόμη. Ιδρύθηκε στην Ιρλανδία το 1897 απ’ τους William Irvine, Edward Cooney και Jack Carroll.
Γι’ αυτό, επίσης, είναι γνωστοί οι οπαδοί της και ως “Κουνίτες”(Cooneyites), “Ιρβινίτες”(Irvinites) και “Καρρολλίτες”(Carrollites), απ’ τα ονόματα των ιδρυτών τους Cooney, Irvine και Carroll.
Ως το 1997, 16 ετών, πήγαινε σταθερά στις συναθροίσεις των “Εργατών” πιστεύοντας ότι αυτή είναι η Αλήθεια. Στο σπίτι του αλλά και σ᾽ ολόκληρη την πολυκατοικία στην οποία έμενε, πολύ συχνά φιλοξενούνταν απ’ όλο τον κόσμο κήρυκες οι οποίοι αυτοονομάζονταν “Εργάτες”(Workers) και “Εργάτριες” και δίδασκαν ότι είναι συνεχιστές των πρώτων Αποστόλων. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να φαντασθή ότι υπήρχαν και “ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις Αποστόλους Χριστού”(Β´ Κορ 11, 13), οι οποίοι μάλιστα χειροτονούσαν και γυναίκες σε “Αποστόλους”, κάτι το οποίο δεν μαρτυρείται στην Καινή Διαθήκη.
Το 1997, στη Β´ Λυκείου, άρχισε να βρίσκη βαρετές τις συναθροίσεις των “Εργατών” και έτσι σταμάτησε να πηγαίνη σ’ αυτές. Οι μήνες περνούσαν και άρχισε να αισθάνεται απέχθεια για το “Χριστιανισμό” αυτό τον οποίο είχε γνωρίσει εκ γενετής. Η απέχθεια για το Χριστιανισμό έδωσε τη σκυτάλη στην πλήρη αδιαφορία για το Θεό και η αδιαφορία για το Θεό τον οδήγησε στην αθεία. Η ψυχή και η ζωή του, όμως, στην ουσία ήταν άδειες. Αισθανόταν ένα κενό μέσα του το οποίο ήθελε με κάτι να το γεμίση. Καί έτσι προσπάθησε να το γεμίση με τη rock μουσική, προσπαθώντας να μιμηθή κατά κάποιο τρόπο τη ζωή των χίππηδων της δεκαετίας του 1960, έχοντάς τους ως πρότυπο στο ντύσιμο, στη μουσική και στις ιδέες πιστεύοντας ότι δεν υπάρχουν αμαρτίες και ότι όλα επιτρέπονται. Όποτε έρχονταν διάφοροι “Εργάτες” επίσκεψι στο σπίτι του, έβαζε επίτηδες στη διαπασών rock μουσική θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να τους δείξη ότι έχει ξεκόψει απ’ την ομάδα τους· απ’ το “Χριστιανισμό” τους.
Βαθειά η ψυχή του, όμως, επιθυμούσε την πίστι στο Θεό. Πλέον, όμως, μισούσε, ένιωθε μια απέχθεια, για το Χριστιανισμό. Έτσι άρχισε να ασχολήται με την αρχαία Αιγυπτιακή θρησκεία των Φαραώ, τοποθετώντας στο δωμάτιό του διάφορα Αιγυπτιακά είδωλα.
Ο παλαιός “νέος των συναθροίσεων” είχε αλλάξει. Προσπάθησε να κάνη νέους φίλους που δεν θα γνώριζαν εκείνο τον παλαιό “νέο των συναθροίσεων”. Ύστερα από ένα χρόνο, το 1998, 18 ετών γνώρισε κάποια Ορθόδοξα άτομα, ηλικίας 20-21 ετών, 2-3 χρόνια μεγαλύτερά του, απ’ το ΤΕΙ Αθηνών, το οποίο βρίσκεται στη γειτονιά του, νιώθοντας πολύ ευχαριστημένος που βρήκε αυτή την καλή παρέα όπου ο ένας βοηθούσε και στήριζε τον άλλο σε κάθε δύσκολη στιγμή. Ο Αναστάσιος απόφευγε να συζητήση μαζί τους περί Θεού. Είχε βαρεθή τις συζητήσεις περί Θεού. Οι “Εργάτες” κατά διαστήματα τον ρωτούσαν τι σκεπτόταν για το μέλλον του και μεταξύ σοβαρού και αστείου, τους απαντούσε ότι θέλει να γίνη Χίππης. Καί εκείνοι προσπαθούσαν να του εξηγήσουν τι ακριβώς ήταν οι Χίππης και ότι αυτό δεν είναι καλή επιλογή για τη ζωή κάποιου.
Το Σεπτέμβρη του 1999 στην Αθήνα, όπου και έμενε, έγινε ένας μεγάλος σεισμός, κάτι το πρωτόγνωρο γι’ αυτόν. Γιά αρκετές ημέρες γίνονταν μετασεισμοί και ημέρα με την ημέρα όλο και συσσωρευόταν μέσα του ο φόβος για κάτι χειρότερο με αποτέλεσμα τα βράδια να μη μπορή, όχι να κοιμηθή, αλλά ούτε καν να ξαπλώση στο κρεββάτι. Κάποιο βράδυ, ενώ ήταν ξύπνιος και οι υπόλοιποι στην οικογένειά του κοιμόνταν, σκέφθηκε να τακτοποιήση τη βιβλιοθήκη του και έτσι όπως έβγαλε απ’ αυτήν όλα τα βιβλία και τα λοιπά πράγματα, στο βάθος ενός ραφιού και μέσα σε σκόνες βρήκε μια μικρή Κ. Διαθήκη την οποία του την είχαν δώσει αρκετά χρόνια πριν.
Τακτοποίησε τη βιβλιοθήκη και, μιάς και είχε όλο το βράδυ μπροστά του, σκέφθηκε να διαβάση λίγο Κ. Διαθήκη, αφού και δεν κοιμόταν ούτε έκανε κάτι άλλο. Με το που την άνοιξε σε τυχαία σελίδα και άρχισε να διαβάζη έμεινε έκπληκτος. Η καρδιά του γέμισε ηρεμία, θάρρος και χαρά. Όλη η τρομάρα την οποία είχε συσσωρευμένη μέσα του απ’ τον πρώτο σεισμό και τους επανειλημμένους μετασεισμούς εξαφανίσθηκε αμέσως. Πλέον δεν αισθανόταν φόβο για τους μετασεισμούς. Αμέσως σκέφθηκε ότι υπάρχει Θεός και ότι μόλις του το έδειξε!
Το επόμενο πρωί πήρε χαρούμενος τηλέφωνο την παρέα του και τους είπε: “Ξέρετε τι να κάνετε για να μη φοβάσθε τους σεισμούς; Να διαβάζετε Κ. Διαθήκη!”. Έμειναν έκπληκτοι μ’ αυτό το οποίο άκουσαν. Δεν περίμεναν να ακούσουν κάτι τέτοιο, διότι ποτέ ο Αναστάσιος δεν είχε αφήσει να φανή η Χριστιανική του πλευρά. Έτσι ο ίδιος άρχισε να ξαναπιστεύη ότι υπάρχει Θεός και την Κυριακή για πρώτη φορά ύστερα από 2 χρόνια ξαναπήγε στις Προτεσταντικές συναθροίσεις των “Εργατών”. Όλοι εκεί χάρηκαν που τον ξαναείδαν και τον καλωσόρισαν μ’ ένα θερμό “καλωσήλθες”. Έτσι από τότε πήγαινε κανονικά πάλι στις Προτεσταντικές συναθροίσεις των “Εργατών” και μάλιστα πρώτος απ’ όλους.
Κάποια ημέρα προσπάθησε να μιλήση σε κάποιο άτομο απ’ την παρέα του περί των Προτεσταντικών συναθροίσεων των “Εργατών” όπου πήγαινε, λέγοντάς του ότι κάθε Κυριακή γίνονται στην πολυκατοικία όπου έμενε, στο διαμέρισμα της γιαγιάς του, κάποιες “συναντήσεις” όπου διαβάζεται το Ευαγγέλιο και ψέλνονται διάφοροι Χριστιανικοί ύμνοι, προτείνοντάς του να έλθη αν θέλη. Το άτομο αυτό με τη σκέψι ότι ο Αναστάσιος βρίσκεται σε κάποια Χριστιανική αίρεσι και ότι προσπαθεί τώρα να του κάνη προσηλυτισμό στην αίρεσι, έφυγε συγκλονισμένο, γεμάτο ταραχή, βιαστικά, μη ξέροντας τι να του πη και πως να αντιμετωπίση την πρόσκλησί του στις αιρετικές συναθροίσεις. Ο Αναστάσιος δεν μπορούσε να καταλάβη το γιατί έφυγε έτσι. Το ρώτησε την επομένη ημέρα και δεν έλαβε καμμιά απάντησι.
Κάποια ημέρα το ίδιο άτομο απ’ την παρέα τον ρώτησε αν είναι βαπτισμένος Ορθόδοξος Χριστιανός. Ο Αναστάσιος έπεσε σε αμηχανία. Φοβόταν να πη την αλήθεια γιατί δεν ήξερε πως θα το πάρη ο άλλος. Καί έτσι είπε πως δεν γνωρίζει. Το άτομο αυτό του απάντησε πως δεν γίνεται να μη γνωρίζη αν είναι βαπτισμένος Ορθόδοξος ή όχι. Γεμάτος και πάλι αμηχανία ο Αναστάσιος είπε ότι θα τηλεφωνήση στο σπίτι του να ρωτήση… Ρώτησε τη μητέρα του αν είναι βαπτισμένος Ορθόδοξος και αυτή του απάντησε: “Δεν ξέρεις; Τι είναι αυτό που ρωτάς; Φυσικά και δεν είσαι”. Το είπε στο άτομο αυτό και εκείνο έδειξε ότι συγκλονίσθηκε και στενοχωρήθηκε γι’ άλλη μια φορά μαθαίνοντας και επίσημα ότι δεν είναι Ορθόδοξος.
Την επομένη ημέρα η παρέα του με ήρεμο τρόπο προσπάθησε να του μιλήση λέγοντάς του ότι βρίσκεται στην πλάνη της αιρέσεως και ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Αλήθεια την οποία άφησε ο Χριστός. Ο ήρεμος “νέος των συναθροίσεων” γέμισε οργή. Ξεχνώντας ότι συζητάει με άτομα που τον αγαπούν πραγματικά, απ’ την παρέα του, γεμάτος οργή άρχισε να μιλά εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατηγορώντας την ότι δεν έχει σωστούς κληρικούς, μη γνωρίζοντας ότι υπάρχουν και ευλαβείς και σωστοί κληρικοί. Η παρέα του στενοχωρημένη για τη συμπεριφορά του φίλου τους σταμάτησαν τη συζήτησι και προσπάθησαν να ηρεμήσουν.
Την επομένη ημέρα κατά την οποία ο Αναστάσιος είχε ηρεμήσει, η παρέα του με ήρεμο πάλι και διακριτικό τρόπο ξαναπροσπάθησε να του εξηγήση ότι βρίσκεται στη πλάνη της αιρέσεως. Εκείνος τους απάντησε πάλι γεμάτος οργή, μιλώντας με μίσος και με πολύ άσχημο τρόπο κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας με αποτέλεσμα η παρέα του να στενοχωρηθή πολύ για την άσχημη συμπεριφορά του φίλου τους. Ο Αναστάσιος καταλάβαινε ότι μίλησε άσχημα αλλά ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να το παραδεχθή.
Στη συνέχεια η παρέα του με ήρεμο πάλι τρόπο και αγάπη Χριστού ξαναπροσπάθησε να του εξηγήση ότι βρισκόταν σε πλάνη. Ήταν, όμως, δύσκολο διότι δεν γνώριζαν αγιογραφικά χωρία. Ενώ άρχισαν με ηρεμία να του μιλούν όπως μπορούν για την Ορθόδοξη Εκκλησία και ενώ πάλι γεμάτος οργή ο Αναστάσιος ετοιμαζόταν να τους απαντήση, συλλογίσθηκε από μέσα του λέγοντας στον εαυτό του: “Βρε Τάσο, γνωρίζεις ότι τα άτομα αυτά σε αγαπάνε πραγματικά και στο έχουν αποδείξει πάρα πολλές φορές σε διάφορα προβλήματα και δυσκολίες, στη σχολή κλπ.. Επίσης, ποτέ δεν σού έχουν πεί ψέμματα. Ποτέ δεν σε έχουν κοροιδέψει. Όσον αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία για την οποία προσπαθούν να σού μιλήσουν δεν γνωρίζεις τίποτε. Πως είσαι σίγουρος πως όλα αυτά που σού λένε είναι λάθος; Πρώτα πήγαινε να δης τι είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία για την οποία σού μιλάνε και ύστερα βγάλε κάποιο συμπέρασμα…”. Καί έτσι αντί να τους απαντήση οργισμένος, με ηρεμία διαβεβαίωσε την παρέα του ότι θα το ψάξη το θέμα για το ποιά είναι η Αλήθεια, πηγαίνοντας να δη τι είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Τον ρώτησαν αν ήξερε να κάνη το σταυρό του και τους απάντησε “νομίζω”, αλλά επειδή δεν ήξερε να τον κάνη σωστά του έδειξαν το πως ακριβώς πρέπει να τον κάνη. Από δεξιά προς τ᾽ αριστερά και όχι από αριστερά προς τα δεξιά όπως τον έκανε εκείνος.
Ύστερα από μερικές μέρες αποφάσισε να πάη μόνος του στον Ορθόδοξο ναό της γειτονιάς του και στεκόμενος μπροστά σε κάποια Εικόνα του Χριστού και της Παναγίας έκανε το Σταυρό του και είπε τα εξής λόγια από μέσα του προς το Χριστό:
“Χριστέ μου δεν γνωρίζω αν ο τόπος στον οποίο βρίσκομαι αυτή τη στιγμή, δηλαδή ο Ορθόδοξος Ναός, είναι σωστός. Ούτε ξέρω αν ο τρόπος με τον οποίο αυτή τη στιγμή προσεύχομαι, δηλαδή ότι προσεύχομαι μπροστά σε μία Εικόνα Σου και ότι κάνω τον Σταυρό μου, είναι σωστός. Γνωρίζω, όμως, ότι λες μέσα στο Ευαγγέλιο, ‘Όποιος Μού κτυπήση, θα του ανοίξω’. Απ’ τη στιγμή που υπάρχεις Χριστέ μου και λες, ‘Όποιος Μού κτυπήση, θα του ανοίξω’, δείξε μου ποιά είναι η Αλήθεια· αυτό το οποίο πιστεύουν οι γονείς μου ή αυτό το οποίο πρεσβεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία; Δείξε μου ποιά είναι η Αλήθεια και δεν θα Σε αρνηθώ. Καί πριν μου δείξης ποιά είναι η Αλήθεια δεν θα συζητήσω ούτε με κάποιο Ορθόδοξο κληρικό για να μου εξηγήση τι διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε με κάποιον ‘Εργάτη’ για να μου πη τι πιστεύουν εκείνοι. Θα περιμένω να μου δείξης Εσύ ποιά είναι η Αλήθεια. Δείξε μου, Χριστέ μου, ποιά είναι η Αλήθεια και δεν θα Σε αρνηθώ! Αμήν”.
Από εκείνη την ημέρα η παρέα του δεν του ξαναείπε τίποτε περί Ορθοδοξίας. Κάποια ημέρα μόνο του είπαν ότι πρέπει να κάνη το σταυρό του όποτε περνάει μπροστά από κάποια εκκλησία. Καί εκείνος το δέχθηκε. Καί άρχισε να πηγαίνη μόνος του μία Κυριακή στην Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία προσευχόμενος θερμά να του δείξη ο Θεός την Αλήθεια και μία Κυριακή εναλλάξ στις συναθροίσεις των “Εργατών” προσευχόμενος πάλι θερμά να του δείξη ο Θεός ποιά είναι η Αλήθεια. Επίσης, κάθε βράδυ γονάτιζε στο κρεββάτι του πριν ξαπλώση, προσευχόμενος και πάλι στο Θεό να του δείξη την Αλήθεια. Οι φίλοι του δεν του έλεγαν τίποτε για το θέμα αυτό, αλλά γνώριζαν απ’ τον ίδιο ότι πήγαινε και στις Ορθόδοξες Θ. Λειτουργίες.
Κάποια ημέρα, αρχές του 2000, του πρότεινε η παρέα του αν ήθελε να πάνε μονοήμερη εκδρομή στην Αίγινα για να επισκεφθούν τη Μονή του Αγ. Νεκταρίου. Καί απάντησε “πάμε”, σκεπτόμενος ότι δεν έχει να χάση τίποτε.
Πάνω στο Μοναστήρι του Αγ. Νεκταρίου τους ζήτησε να μείνη λίγο μόνος. Έκανε μια βόλτα και πήγε στο μέρος στο οποίο ήταν ο τάφος του Αγ. Νεκταρίου. Έβλεπε κάποιους πιστούς να γονατίζουν μπροστά στον τάφο του Αγίου και να προσεύχωνται. Τού φάνηκε παράξενο αυτό, αλλά του έκανε και εντύπωσι. Όταν άδειασε ο χώρος και έμεινε μόνος του γονάτισε και είπε στον Άγιο: “Αγ. Νεκτάριε, αν υπάρχης και μ’ ακούς και αν η Ορθοδοξία είναι η Αλήθεια, βοήθησέ με και δείξτο μου…”. Ύστερα από λίγα λεπτά σηκώθηκε και πήγε να βρη τα παιδιά τα οποία τον περίμεναν στην έξοδο του Μοναστηριού για να φύγουν. Μόλις τον είδαν ξαφνιάσθηκαν, νομίζοντας ότι κάτι άσχημο του συμβαίνει. Καί με ενδιαφέρον τον ρωτούσαν, “Είσαι καλά; Φαίνεσαι κάπως… Σού συμβαίνει κάτι καλό ή κάτι άσχημο;”. Γεμάτος απορία τους διαβεβαίωσε ότι είναι καλά διαπιστώνοντας, όμως, ότι αισθανόταν μία παράξενη ηρεμία την οποία μάλλον την είχαν διακρίνει τα παιδιά που ανήσυχα επέμεναν να τον ρωτάνε αν είναι καλά ή όχι. Τα διαβεβαίωσε γι’ άλλη μια φορά ότι είναι μια χαρά και ότι το μόνο το οποίο έκανε ήταν προσευχή όπως έκαναν όλοι εκεί στο Μοναστήρι. Την παράξενη ηρεμία την οποία αισθανόταν δεν την ερμήνευσε, ούτε την ανέφερε στα παιδιά, απλά γνώριζε ότι την είχε αισθανθή.
Την επομένη ημέρα ευρισκόμενος πίσω στην Αθήνα πήρε τηλέφωνο την παρέα του για να τους πη εντυπώσεις απ’ την Μονή του Αγ. Νεκταρίου. Πριν πάρη τηλέφωνο γνώριζε πολύ καλά ότι την προηγούμενη ημέρα είχαν πάει στον Αγ. Νεκτάριο της Αίγινας. Με το που πήρε, όμως, τηλέφωνο άρχισε να λέη χωρίς να το καταλάβη ότι είχαν πάει στον… Αγ. Ανδρέα της Αίγινας!
Η παρέα του νόμιζε ότι τους έκανε πλάκα και απορούσε πως γίνεται να μη θυμάται που είχαν, μόλις την προηγούμενη ημέρα, πάει. Είχε ξεχάσει εντελώς το όνομα του Αγ. Νεκταρίου και επέμενε ότι είχαν πάει στον Αγ. Ανδρέα της Αίγινας. Όταν το άλλο άτομο του θύμισε ότι είχαν πάει στον Αγ. Νεκτάριο της Αίγινας και όχι σε Αγ. Ανδρέα, θυμήθηκε αμέσως το που είχαν πάει και με την απορία πως γίνεται να το ξεχάση, ζήτησε συγγνώμη.
Οι μήνες στη συνέχεια περνούσαν με το να πηγαίνη μία Κυριακή στην Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία και μία Κυριακή εναλλάξ στις συναθροίσεις των “Εργατών”, προσευχόμενος πάντα θερμά να του δείξη ο Θεός ποιά είναι η Αλήθεια.
Όλους αυτούς τους μήνες με την παρέα του δεν είχε καμμία συζήτησι περί του ποιά είναι η Αλήθεια. Η παρέα του δεν ήθελε να τον πιέση. Απλά προσευχόταν δίχως να το ξέρη ο ίδιος, γνωρίζοντας ότι καμμία προσευχή δεν πάει χαμένη. Ακόμη και η πιο μικρή.
Το καλοκαίρι του 2000 η παρέα του, του πρότεινε να πάνε στην Παναγία της Τήνου, αν ήθελε. Δέχθηκε σκεπτόμενος πάλι ότι δεν έχει να χάση τίποτε. Στη Τήνο έμειναν δύο ημέρες επειδή ήταν μακριά. Την πρώτη ημέρα επισκέφθηκαν την Εκκλησία της Παναγίας της Τήνου όπου πήγε μπροστά στην θαυματουργική Εικόνα της Παναγίας που βάσταζε το Χριστό στην αγκαλιά της και μ’ εγκάρδια προσευχή ξαναείπε: “Χριστέ μου, δείξε μου ποιά είναι η Αλήθεια και δεν θα Σε αρνηθώ!”.
Ύστερα, καθώς έφευγαν απ’ την Εκκλησία της Παναγίας της Τήνου, η παρέα του σταμάτησε σ’ ένα πάγκο έξω απ’ την Εκκλησία όπου πουλούσαν Εικονίτσες, κεράκια κλπ.. Ο Αναστάσιος τους περίμενε να ψωνίσουν για να συνεχίσουν τον δρόμο τους και κάποιο άτομο απ’ την παρέα του είπε: “Μην ντρέπεσαι, αν θέλης πάρε και εσύ μία Εικονίτσα”. Έτσι αγόρασε μία μικρή Εικονίτσα της Παναγίας της Τήνου.
Το βράδυ όπου πήγε στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο άφησε την Εικονίτσα μέσα σ’ ένα σακουλάκι πάνω στο κομοδίνο και άναψε στο κηροπήγιο ένα κερί. Ξάπλωσε στο κρεββάτι και τον πήρε ο ύπνος δίχως να το καταλάβη. Στη μέση της νύκτας ξύπνησε ξαφνικά τρομαγμένος κι αμέσως είδε ότι το κερί απέναντι στο κομοδίνο είχε λιώσει μ’ αποτέλεσμα να έχη αρχίσει να πιάνη φωτιά το ξύλινο κομοδίνο. Σηκώθηκε γρήγορα και έντρομος μ’ ένα ρούχο έσβησε τη φωτιά. Καθώς ύστερα κοίταξε το σακουλάκι με την Εικονίτσα πάνω στο κομοδίνο, αυθόρμητα σκέφθηκε ότι πιθανόν η Παναγία να τον βοήθησε να ξυπνήση έτσι ξαφνικά και εγκαίρως προλαβαίνοντας τη φωτιά πριν εξαπλωθή περισσότερο.
Την επομένη ημέρα καθώς επέστρεψαν στην Αθήνα, κρέμασε την Εικονίτσα της Παναγίας στον τοίχο πάνω απ’ το γραφείο του, στο δωμάτιό του. Δεν είχε ακόμη πιστεύσει ότι η Ορθοδοξία είναι η Αληθινή Εκκλησία την οποία άφησε ο Χριστός, αλλά κάτι του έλεγε ότι η Παναγία τον είχε βοηθήσει να ξυπνήση εγκαίρως πριν εξαπλωθή η φωτιά. Καί γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να κρεμάση την Εικονίτσα στο δωμάτιό του. Καί περίμενε με αγωνία πως θα αντιδρούσαν οι γονείς του βλέποντάς την. Όταν την είδαν οι γονείς του, για πρώτη φορά κατάλαβαν ότι ο γιός τους σχετίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Εξαγριωμένοι και ξαφνιασμένοι του είπαν να την πετάξη κι εκείνος προσπάθησε να τους εξηγήση ότι δεν έκανε κάτι κακό και ότι, επίσης, έχει κάθε δικαίωμα να έχη στο δωμάτιό του ο,τι θέλει, όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια του εξάλλου. Οι φασαρίες συνεχίζονταν σε καθημερινή βάσι. Γιά το φόβο μήπως του την πετάξουν όταν έλειπε απ’ το σπίτι την έπαιρνε μαζί του και καθώς επέστρεφε την ξανακρεμούσε.
Ένα βράδυ η μητέρα του επέμενε να πετάξη την Εικονίτσα και εκείνος αρνιόταν. Νευριασμένη εκείνη του είπε ότι αν η ίδια ξυπνήση το πρωί και είναι ακόμη κρεμασμένη η Εικονίτσα θα την πετάξη. Καί εκείνος, αυτή τη φορά, της είπε με ηρεμία “Κάνε ο,τι σε φωτίση ο Θεός…”, σκεπτόμενος από μέσα του ότι αν ο Θεός δέχεται την Ορθοδοξία ως Αλήθεια θα τη φωτίση να μη την πετάξη. Καί αν ο Θεός δέχεται την ομάδα των “Εργατών” ως Αλήθεια θα τη φωτίση να την πετάξη. Καί έτσι θα καταλάβαινε ποιά είναι η Αλήθεια.
Το πρωί που ξύπνησε για να πάη στη σχολή του, οι γονείς του είχαν φύγει για τη δουλειά τους χωρίς να πετάξουν την Εικονίτσα. Χάρηκε που δεν του την πέταξαν χωρίς, όμως, να είναι πεπεισμένος πως το ότι δεν του την πέταξαν είναι απόδειξι ότι η Αλήθεια βρίσκεται στην Ορθοδοξία. Έτσι έφυγε για τη σχολή του αφήνοντας την Εικονίτσα κρεμασμένη στον τοίχο. Το μεσημέρι που γύρισε στο σπίτι, έκπληκτος διαπίστωσε ότι η Εικονίτσα έλειπε. Είχαν γυρίσει τ᾽ αδέλφια του και την είχαν ξεκρεμάσει κρύβοντάς την κάτω από ένα βιβλίο πάνω στο γραφείο του. Δεν τους είπε τίποτε. Η ώρα ήταν 14:00 και στενοχωρημένος επειδή δεν μπορούσε να καταλάβη ποιά είναι η Αλήθεια, άρχισε να ετοιμάζεται για να συναντήση στις 15:00 κάποιο άτομο απ’ την παρέα του, την Π., στο κέντρο της Αθήνας, στην Πλάκα, για μία μεσημεριανή βόλτα. Εν τω μεταξύ, ενώ ο ίδιος θα έλειπε, η μητέρα του στις 15:30 θα επέστρεφε απ’ τη δουλειά στο σπίτι. Καί σκεπτόταν αν θα έπρεπε να αφήση την Εικονίτσα κρεμασμένη στο δωμάτιό του ή θα έπρεπε να την πάρη μαζί του από φόβο μήπως του την πετάξη, όπως του είχε πεί το προηγούμενο βράδυ. Έτσι αποφάσισε να την αφήση στο σπίτι και το αν θα την πέταγε ή όχι θα ήταν μία απόδειξι για το ποιά είναι η Αλήθεια. Με την ελπίδα ότι ο Θεός θα του δείξη ποιά είναι η Αλήθεια, έκαμε τον Σταυρό του, ασπάσθηκε την Εικονίτσα και την άφησε κρεμασμένη στον τοίχο.
Έτσι συναντήθηκαν στην Πλάκα της Αθήνας και καθώς περπατούσαν κάποια στιγμή η Π. του είπε ότι δεν αισθάνεται καλά και ότι ζαλίζεται. Όντως είχε χλωμιάσει και ο Αναστάσιος της είπε να κάτση κάτω σ’ ένα πεζούλι που ήταν εκεί κοντά και πήγε να της αγοράση μια πορτοκαλάδα. Καθώς έβαλε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του για να βγάλη χρήματα να πληρώση, γνωρίζοντας ότι στην τσέπη του είχε μόνο λεφτά και τα κλειδιά του, του φάνηκε ότι έπιασε κάποιο αντικείμενο σε σχήμα “Ω”. Πάνω στην αγωνία του, όμως, δεν έδωσε σημασία, έβγαλε γρήγορα τα ψιλά, πλήρωσε την πορτοκαλάδα και την έδωσε στην Π. η οποία την ήπιε και συνήλθε.
Συνέχισαν τον περίπατο στην Πλάκα και ύστερα από ένα μισάωρο, ενώ απλά περπατούσαν χωρίς να συζητούν κάτι συγκεκριμένο, αναρωτήθηκε από μέσα του αν ήταν ιδέα του αυτό που του φάνηκε ότι έπιασε στην τσέπη του πριν μισή ώρα σε σχήμα “Ω” και αυθόρμητα έβαλε το χέρι του στη τσέπη για να δη αν όντως έπιασε κάτι ή ήταν απλά η ιδέα του. Με έκπληξι διαπίστωσε ότι στην τσέπη του βρισκόταν η Εικονίτσα, και το “Ω” το οποίο ως σχήμα έπιασε ήταν το κρικάκι που έχει για να κρεμιέται! Αμέσως είπε στην Π. τι συνέβη αλλά εκείνη δεν τον πίστευε. Τού έλεγε μήπως την πήρε μαζί του όπως τις άλλες φορές, λόγω των φασαριών και δεν το θυμόταν. Καί εκείνος απάντησε ότι δεν την πήρε αυτή τη φορά μαζί του και ότι μάλιστα την άφησε στο σπίτι ως κριτήριο για το ποιά είναι η Αλήθεια. Η Π. δεν τον πίστευε και επειδή ο Αναστάσιος επέμενε ότι 100% δεν την είχε πάρει μαζί του, η Π. του είπε: “Εντάξει, το απόγευμα που θα γυρίσης στο σπίτι ξανακρέμασέ την να δούμε τι θα σού πούν”. Έτσι, το απόγευμα καθώς γύρισε στο σπίτι την ξανακρέμασε και όταν την είδαν οι γονείς του δημιουργήθηκε φασαρία μ’ αποτέλεσμα το βράδυ, πριν ξαπλώση για ύπνο, να την ξεκρεμάση από φόβο μήπως του την πετάξουν.
Το επόμενο πρωί έφυγε για τη σχολή του παίρνοντας μαζί την Εικονίτσα και γύρισε στο σπίτι το βράδυ όπου και την ξανακρέμασε. Βλέποντάς την η μητέρα του, του έκανε μεγάλη φασαρία και νευριασμένη του είπε: “Δεν φθάνουν όλα αυτά τα οποία μας έχεις κάνει, έχεις τόσο πολύ θράσος, που ενώ σού είχα πεί ότι αν την κρεμάσης θα στην πετάξω, εσύ την κρέμασες και στην πήρα και πήγες ύστερα και μου την πήρες μέσα απ’ το μπουρνούζι μου”. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Αναστάσιος, έμεινε έκπληκτος. Γνώριζε ότι κάτι το υπερφυσικό είχε συμβεί, αλλά σε καμμιά περίπτωσι δεν περίμενε ότι θα του το επιβεβαίωνε και η μητέρα του. Καί της είπε τι ακριβώς είχε συμβή, τονίζοντάς της ότι δεν την είχε πάρει, αλλά ότι η Εικονίτσα βρέθηκε θαυματουργικά στην τσέπη του. Η μητέρα του πήγε γρήγορα στο δωμάτιό του και ξεκρέμασε την Εικονίτσα ανοίγοντας το παράθυρο με σκοπό να την πετάξη και φωνάζοντας ότι είναι κάτι το σατανικό αυτή η Εικονίτσα. Ο Αναστάσιος έτρεξε προλαβαίνοντάς την πριν την πετάξη και της την πήρε.
Με όλα αυτά ο Αναστάσιος πίστεψε πως μόλις ο Θεός του έδειξε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Αλήθεια. Καί έτσι αποφάσισε να πάη να μιλήση με τον Ιερέα της ενορίας του. Μίλησε στον εφημέριο πατέρα Ανδρέα διηγούμενος σ᾽ αυτόν όλη την ιστορία του για το πως πίστεψε. Ο πατήρ Ανδρέας τον άκουσε προσεκτικά, λέγοντάς του στο τέλος πως έχει κάθε δικαίωμα να πιστεύη ο,τι ο ίδιος θέλει, όμως, επειδή μένει με τους γονείς του, καλύτερα να έχη την Εικονίτσα μαζί του, να μην την κρεμάη για να μην έχουν φασαρίες στο σπίτι και στο μέλλον, πρώτα ο Θεός, στο δικό του σπίτι θα κάνη ο,τι θέλει. Έκτοτε, είχε συνεχώς την Εικονίτσα μαζί του και κάθε Κυριακή πήγαινε πλέον μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο πατέρας του πριν παντρευθή και κάνει οικογένεια είχε γίνει “Εργάτης”, κήρυκας, μ’ αποτέλεσμα να μπορή να ερμηνεύη την Αγ. Γραφή κατά τον Προτεσταντικό τρόπο, δηλαδή παρερμηνεύοντάς την και παραβλέποντας διάφορα αγιογραφικά χωρία. Έτσι κάλεσε τον Αναστάσιο με σκοπό να του αποδείξη πως μέσω της Αγ. Γραφής αποδεικνύεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι στην πλάνη. Ο Αναστάσιος ήλπιζε ότι θα μπορούσε να του απόδείξη το αντίθετο. Όμως, δεν ήξερε τίποτε από αντιαιρετικά αγιογραφικά επιχειρήματα.
Ο πατέρας του ξεκίνησε με το επιχείρημα ότι οι Ιερές Εικόνες είναι ειδωλολατρία και ο Αναστάσιος του απάντησε ότι δεν είναι, διότι δεν λατρεύουμε ούτε το ξύλο, ούτε τους εικονιζομένους Αγίους και ότι η προσκύνησι είναι τιμητική και όχι λατρευτική, κάτι με το οποίο ο πατέρας του δεν συμφωνούσε. Ύστερα ο πατέρας του άρχισε να του δείχνη διάφορα αγιογραφικά χωρία τα οποία όπως ισχυριζόταν ήταν εναντίον της ιεράς Εξομολογήσεως, της Ιερωσύνης, της νηστείας και, καθώς επίσης, εναντίον των Αγίων και της Θεοτόκου. Δυστυχώς ο Αναστάσιος, αν και γνώριζε πως δεν είναι έτσι, δεν ήξερε πως να του το αποδείξη αγιογραφικά· και προτίμησε να μην απαντήση καθόλου.
Οι ημέρες περνούσαν και καθημερινά ο πατέρας του τον καλούσε για να του δείξη και άλλα αγιογραφικά χωρία τα οποία, όπως λανθασμένα ισχυριζόταν, αποδείκνυαν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι στην πλάνη. Ο Αναστάσιος άλλες φορές πήγαινε για να μιλήση μαζί του, επειδή επέμενε, και άλλες όχι, επειδή γνώριζε ότι ο πατέρας του παρερμηνεύει την Αγ. Γραφή και ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέσι να του το αποδείξη επειδή δεν γνώριζε καλά την Αγ. Γραφή. Ένα πρωινό καθώς ο Αναστάσιος έφευγε για το ΤΕΙ, τον σταμάτησε ο πατέρας του για να του δείξη κάτι στην Αγ. Γραφή. Άρχισε να του φέρνη ξανά επιχειρήματα εναντίον της Ορθοδοξίας, και με τα πολλά αυτή τη φορά κατάφερε να τον πείση οτι η Ορθοδοξία βρίσκεται σε πλάνη.
Έτσι ο Αναστάσιος πεπεισμένος ότι η Ορθοδοξία είναι λάθος ξεκίνησε για τη σχολή του σκεπτόμενος αν πρέπη να πη στην παρέα του ότι τελικά πείσθηκε απ’ τον πατέρα του ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι λάθος. Έτσι, δυναμικά κάνοντας γροθιά το χέρι του και σκεπτόμενος ότι έχει δίκιο ο πατέρας του στο ότι η Ορθοδοξία είναι λάθος πήρε την απόφασι να τους το πη.
Στη σχολή συνάντησε την Π. απ’ τη παρέα του και της είπε ότι πείσθηκε απ’ τον πατέρα του ότι η Ορθοδοξία είναι λάθος. Εκείνη χωρίς θυμό αλλά με έμφασι και δάκρυα στα μάτια του είπε: “Καλά, τα ξέχασες όλα όσα σού έκανε η Παναγία;; Τα ξέχασες όλα;;”. Με το που άκουσε ο Αναστάσιος αυτά τα λόγια ταρακουνήθηκε ολόκληρος ψυχικά και αμέσως είπε από μέσα του στον εαυτό του: “Τάσο έχει δίκιο. Απ’ τη στιγμή που ζήτησες απ’ το Χριστό να σού δείξη ποιά είναι η Αλήθεια και στο έδειξε, γνωρίζοντας ότι θα έχης πόλεμο πρέπει να μείνης σταθερός και θα έλθη και η στιγμή κατά την οποία θα μάθης και το πως μέσα απ’ τη Αγ. Γραφή αποδεικνύεται ότι η μόνη Αλήθεια είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία”. Έτσι ο Αναστάσιος το μεσημέρι που επέστρεψε σπίτι, τα ίδια αυτά λόγια που είπε στον εαυτό του, τα είπε και στον πατέρα του ομολογώντας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Αλήθεια άσχετα αν ο ίδιος αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζει πως να του το αποδείξη με αγιογραφικά χωρία.
Οι ημέρες περνούσαν και ο Αναστάσιος συνέχιζε να πηγαίνη σταθερά κάθε Κυριακή στην Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία. Σε μια Θ. Λειτουργία πρόσεξε ότι προς το τέλος της έβγαλαν κάποιο δίσκο-καλάθι και οι πιστοί έρριχναν λίγα χρήματα μέσα, ο καθένας όσα ήθελε. Ο Αναστάσιος απ’ αυτό σκανδαλίσθηκε και σκέφθηκε: “Τι κάνουν εδώ πέρα· λεφτά μαζεύουν; Μήπως έχουν δίκιο οι ῾Εργάτες᾽ που κατηγορούν τους Ορθοδόξους ότι ασχολούνται όλο με τα λεφτά;”. Αποφάσισε, όμως, να μη βγάλη βιαστικά συμπεράσματα αλλά να το κάνη θέμα προσευχής να του δείξη ο Θεός τι είναι αυτός ο δίσκος γιατί ίσως να είναι κάτι το οποίο απλά ο ίδιος δεν γνωρίζει που αποσκοπεί.
Η απάντησι δεν άργησε να έλθη. Ύστερα από μερικές ημέρες πρόσεξε κάτι το οποίο είτε δεν το είχε δεί, είτε δεν του είχε δώσει σημασία παλαιότερα. Στη μέση του είχε μια μαυρίλα που τον ανησύχησε διότι προσπάθησε να την καθαρίση και δεν έβγαινε. Αρχικά συμβουλεύθηκε τους φίλους του και του είπαν να πάη στο γιατρό για να είναι σίγουρος. Όταν το είπε και στη μητέρα του, εκείνη του είπε να μην ανησυχή, δεν είναι τίποτε. Ο ίδιος, όμως, ανησυχούσε και έτσι πήγε στο γιατρό. Τελικά δεν ήταν κάτι σημαντικό, απλά ένα είδος ελιάς. Όταν ζήτησε ύστερα απ’ τους γονείς του χρήματα για να πληρώση τις εξετάσεις δεν του έδωσαν επειδή, αντί ν’ άκούση τους γονείς του που του έλεγαν ότι δεν είναι τίποτε, άκουσε τους φίλους του. Την επομένη ημέρα ενώ ο Αναστάσιος είχε πάει στην Εκκλησία τον ρώτησε ο πατήρ Ανδρέας για το πως τα πάει με τους γονείς του. Καί ο Αναστάσιος του είπε το περιστατικό με τις εξετάσεις στο γιατρό, χωρίς φυσικά να περιμένη να του δώση ο πατήρ Ανδρέας τα χρήματα. Ο πατήρ Ανδρέας, όμως, τον ρώτησε πόσο κόστιζαν και ο Αναστάσιος του απάντησε. Έτσι ο πατήρ Ανδρέας του είπε “Θα σού δώσουμε εμείς τα λεφτά, αλλά θα μας φέρης την απόδειξι για να τη βάλουμε στο βιβλίο του Φιλοπτώχου Ταμείου”. Με το που το άκουσε αυτό ο Αναστάσιος η σκέψι του πήγε κατευθείαν στο δίσκο-καλάθι με τα χρήματα απ’ το τέλος της Θ. Λειτουργίας. Καί όντως ύστερα έμαθε ότι τα χρήματα αυτά μαζεύονται για τέτοιες περιπτώσεις. Καί έτσι με τη Χάρι του Θεού του έφυγαν και αυτοί οι άσχημοι λογισμοί.
Καθώς περνούσε ο καιρός, αισθανόταν να μεγαλώνη μέσα του όλο και κάποιο φυλλαράκι υπέρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι κάποια ημέρα είπε στον πατέρα Ανδρέα ότι θα ήθελε να βαπτισθή Ορθόδοξος. Ο πατήρ Ανδρέας του απάντησε ότι “για να βαπτισθής Ορθόδοξος θα πρέπη να πιστεύης πραγματικά και όχι να το κάνης π.χ. είτε για να παντρευθής κάποια Ορθόδοξη κοπέλλα είτε για άλλο λόγο”. Καί ο Αναστάσιος τον διαβεβαίωσε ότι πιστεύει πραγματικά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Αλήθεια, δηλαδή η Εκκλησία την οποία ίδρυσε ο Ίδιος ο Χριστός και ότι θέλει με την καρδιά του να μπη στην Εκκλησία Του και ότι δεν το κάνει για άλλο λόγο.
Έτσι ο πατήρ Ανδρέας του είπε ότι θα πρέπη να βρούμε κάποιο νονό. Δυστυχώς, όμως, περνούσαν οι μήνες και δεν βρισκόταν νονός. Ο πατήρ Ανδρέας ήθελε να τον βαπτίση αλλά όπως του είπε ήθελε να βρη κάποιο έμπιστο άτομο για νονό και ο Αναστάσιος του απάντησε ότι “έχει ο Θεός”.
Κάποιο πρωινό στα τέλη Μαρτίου του 2001, ο Αναστάσιος περνούσε έξω από ένα Εκκλησάκι κοντά στη γειτονιά του και σκεπτόμενος ότι δεν έχει μπεί ποτέ σ’ αυτό το Εκκλησάκι αποφάσισε να μπη ν᾽ ανάψη ένα κερί. Το Εκκλησάκι ήταν αφιερωμένο στον Αγ. Απόστολο Ανδρέα. Καθώς προσκυνούσε και τον είδε ο εφημέριος της Εκκλησίας, πατήρ Εμμανουήλ, τον κάλεσε και τον ρώτησε: “Ποιός είσαι; Από ᾽δω είσαι; Δεν σ’ έχουμε ξαναδεί εδώ”. Ο Αναστάσιος έκπληκτος πήρε τη ευχή του και του είπε την ιστορία του, ότι είναι γείτονας, για το πως πίστεψε και ότι θέλει να βαπτισθή Ορθόδοξος. Ο πατήρ Εμμανουήλ έκπληκτος κοίταξε τη νεωκόρο που ήταν και αυτή εκεί και της είπε ότι αν το θέλη πραγματικά μπορούμε να τον βαπτίσουμε εμείς εδώ. Καί ύστερα εξήγησε στον Αναστάσιο ότι για να βαπτισθή πρέπει να πιστεύη πραγματικά και να μην το κάνη για κανένα άλλο λόγο. Καί ο Αναστάσιος τον διαβεβαίωσε ότι κάθε ημέρα όλο και ένα φυλλαράκι μεγαλώνει μέσα του υπέρ της Ορθοδοξίας.
Έτσι με τη Χάρι του Θεού ύστερα από δύο εβδομάδες κατηχήσεως, στις 7 Απριλίου 2001, Σάββατο του Λαζάρου, βαπτίσθηκε Ορθόδοξος Χριστιανός με νονό τον γιό του πατρός Εμμανουήλ, σ’ αυτό τον Ι. Ναό του Αγ. Ανδρέα.
Με αφορμή το ότι βαπτίσθηκε σε Ι. Ναό του Αγ. Ανδρέα και το “Αγ. Ανδρέας της Αίγινας” το οποίο είχε πεί αντί για “Αγ. Νεκτάριος”, σκεπτόταν ότι προφανώς ο Αγ. Νεκτάριος τον είχε βοηθήσει να πιστέψη, όπως του είχε ζητήσει, και να βαπτισθή. Έτσι αγόρασε ένα βιβλίο με το βίο του για να μάθη περισσότερα για τη ζωή του. Καθώς το διάβαζε έκπληκτος διαπίστωσε ότι το λαικό όνομα του Αγίου, πριν γίνη μοναχός, ήταν Αναστάσιος. Όπως και το δικό του. Καί ότι στη συνέχεια όταν ο Άγιος έγινε μοναχός ονομάσθηκε Λάζαρος. Καί ο ίδιος βαπτίστηκε Σάββατο του Λαζάρου. Καί ότι έπειτα που έγινε Ιερέας πήρε το όνομα Νεκτάριος. Σχεδόν αμέσως θυμήθηκε και ένα περιστατικό απ’ την εποχή κατά την οποία πήγαινε στο Γυμνάσιο, 1993 περίπου, 12 ετών. Την ώρα της Γυμναστικής καθόταν με τους συμμαθητές του οι οποίοι κάτι συζητούσαν και τους άκουγε χωρίς ο ίδιος να παίρνη μέρος στη συζήτησι. Ξαφνικά, χωρίς ο ίδιος να το θέλη, απερίσκεπτα, τους διακόπτει απ’ τη συζήτησι ρωτώντας τους έτσι αυθόρμητα: “Παιδιά, πως λέτε να είμαστε όταν γίνουμε 20 ετών;;”. Οι συμμαθητές του άρχισαν να γελάνε για την ξεκάρφωτη αυτή ερώτησί του και ο ίδιος καταλαβαίνοντας ότι είπε κάτι το ξεκάρφωτο με τη συζήτησι, τραυλίζοντας προσπάθησε να το διορθώση λέγοντας “εε… ε… εγώ πως λέτε να είμαι όταν γίνω 20 ετών;”. Καταλαβαίνοντας, όμως, ότι είπε κάτι το άσχετο με τη συζήτησι δεν ξαναρώτησε. Μόλις τώρα, όμως, ύστερα από 8 χρόνια διαπίστωσε ότι αυτό που είχε πεί τότε στο Γυμνάσιο δεν ήταν μια απλή απερισκεψία. Διότι στις 31 Μαρτίου 2001 έκλεισε τα 20 και σε μια εβδομάδα, 7 Απριλίου 2001, βαπτίσθηκε Ορθόδοξος Χριστιανός. Επίσης, έμαθε ότι 7 Απριλίου που βαπτίσθηκε γιορτάζει και ο Αγ. Σάββας της Καλύμνου που ήταν πνευματικοπαίδι του Αγ. Νεκταρίου και ο πρώτος αγιογράφος του.
Σκέφθηκε ότι όλα αυτά δεν μπορεί να είναι απλές συμπτώσεις και ότι πραγματικά ο Αγ. Νεκτάριος τον είχε βοηθήσει να πιστέψη στην πραγματική Αλήθεια. Στην με την αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην Εκκλησία την οποία ίδρυσε ο Ίδιος ο Χριστός. Καί για την οποία είπε “Οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής”(Μθ 16, 18). Θυμήθηκε επίσης ότι μία απ’ τις ονομασίες της αιρέσεως των “Εργατών” ήταν “Η Αλήθεια”. Αλλά εκείνη η “Αλήθεια” ήταν ψευδής.
Με τη Χάρι του Θεού ο Αναστάσιος συνέχιζε να ζη την πνευματική ζωή μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην πραγματική Αλήθεια, συμμετέχοντας στα Ιερά Μυστήριά της. Ο πονηρός, όμως, δεν έμεινε άπρακτος και προτού περάσουν δύο μήνες απ’ τη βάπτισί του, άρχισε να του σπέρνη αιρετικούς λογισμούς εναντίον των πρεσβειών των Αγίων. Έτσι άρχισε να σκέπτεται για ποιό λόγο να προσεύχεται στους Αγίους και να μην προσεύχεται κατευθείαν μόνο στο Χριστό. Παρόλο που γνώριζε ότι οι σκέψεις αυτές ήταν αιρετικές και λανθασμένες, δεν μπορούσε με τίποτε να τις βγάλη απ’ το μυαλό του. Τις έδιωχνε και ξαναέρχονταν. Ένιωθε καθαρά ότι ο διάβολος του κάνει πόλεμο βάζοντάς του όλες αυτές τις σκέψεις, αλλά δεν μπορούσε να κάνη τίποτε. Ζήτησε βοήθεια απ’ το Θεό.
Το απόγευμα της 8ης Μαίου του 2001 ενώ βρισκόταν στην Ακολουθία του Εσπερινού της εορτής του Αγ. Χριστοφόρου και συνεχίζονταν όλοι αυτοί οι αιρετικοί λογισμοί, βλέποντας την Εικόνα του Αγ. Χριστοφόρου άρχισαν να του μπαίνουν λογισμοί και εναντίον του συγκεκριμένου Αγίου. Η Εικόνα του Αγίου έδειχνε τον Αγ. Χριστοφόρο να περνάη ένα ποτάμι έχοντας στην πλάτη του το Χριστό ως παιδί. Ο Αναστάσιος με τίποτε δεν μπορούσε να καταλάβη πως γίνεται αυτό, απ’ τη στιγμή που ο Αγ. Χριστοφόρος έζησε τον 3ο αι. μ.Χ..
Στο τέλος του Εσπερινού μια κυρία έδωσε στον Αναστάσιο μια ίδια μικρή πλαστικοποιημένη Εικονίτσα του Αγίου λέγοντάς του ότι ο Αγ. Χριστοφόρος είναι προστάτης των οδηγών. Ο Αναστάσιος απόρησε και τη ρώτησε να μάθη ποιός είναι ο βίος του. Τού είπε ότι ήταν ειδωλολάτρης και ότι καταγόταν από φυλή ανθρωποφάγων, αλλά ο ίδιος ήταν πολύ καλός και αγαθός άνθρωπος. Επίσης, ήταν μεγαλόσωμος με μεγάλη σωματική δύναμι και έτσι πολύ συχνά βοηθούσε αναπήρους, γέρους και παιδιά να διασχίσουν ένα πολύ ορμητικό ποτάμι της περιοχής όπου ζούσε. Κάποια φορά καθώς προσπάθησε να σηκώση ένα παιδί για να το περάση στην απέναντι όχθη διαπίστωσε έκπληκτος ότι παρόλη τη δύναμί του, δεν μπορούσε να το σηκώση. Ύστερα του αποκαλύφθηκε ότι αυτό το παιδί ήταν ο Χριστός και εμφανίσθηκε για να τον συγχαρή για το καλό έργο βοηθείας και αγάπης το οποίο πρόσφερε στους συνανθρώπους του. Καί στη συνέχεια ο Αγ. Χριστοφόρος πίστεψε στο Χριστό, βαπτίστηκε και αξιώθηκε να μαρτυρήση.
Ο Αναστάσιος χάρηκε για το βίο του Αγ. Χριστοφόρου και καθώς συνεχίζονταν οι αιρετικοί λογισμοί παρακάλεσε τον Αγ. Χριστοφόρο να τον βοηθήση να σταματήσουν. Ο ίδιος δεν επιθυμούσε να κάνη λογισμούς εναντίον των Αγίων. Αισθανόταν ότι κάποιος άλλος του ψιθύριζε διαρκώς στη σκέψι του τους λογισμούς αυτούς. Καί κατάλαβε ότι αυτός ο άλλος ήταν ο διάβολος. Κι ενώ οι λογισμοί όπως “Γιατί να προσεύχεσαι στους Αγίους και όχι στο Χριστό μόνο;” συνεχίζονταν, και με τίποτε δεν μπορούσε να τους σταματήση, παρακαλούσε το Θεό να τον βοηθήση.
Ύστερα από μερικές μέρες, καθώς σχόλασε μεσημέρι απ’ τα Mc Donald᾽s στα οποία δούλευε στο κέντρο της Αθήνας και οδηγούσε για το σπίτι του με το αυτοκίνητό του, κατάλαβε ότι απ’ την κούρασι νύσταζε και τα μάτια του έκλειναν. Καθώς προσπαθούσε να τα κρατήση ανοικτά απερίσκεπτα σκέφθηκε ότι η Λεωφόρος Αθηνών-Κορίνθου απ’ την οποία και θα πήγαινε είναι μια ευθεία και ότι θα κατάφερνε να κρατήση τα μάτια ανοικτά και παράλληλα, τρέχοντας με μεγαλύτερη ταχύτητα για να φθάση πιο γρήγορα, θα έφθανε σ’ ένα τέταρτο στο σπίτι του καλά. Καθώς άρχισε να διασχίζη τη Λεωφόρο και αυξάνοντας ταχύτητα για να φθάση στο σπίτι του πιο σύντομα τα μάτια του έκλειναν και βιαστικά τα άνοιγε. Σκέφθηκε ότι ήταν υπόθεσι ενός τετάρτου που θα έπρεπε να κάνη υπομονή και θα έφθανε. Καθώς άρχισε να ανεβαίνη τη γέφυρα του Κηφισού άκουσε ένα δυνατό κρότο συγκρούσεως, παράλληλα σκέφθηκε ότι κάποιος τράκαρε και ταυτόχρονα άνοιξε τα μάτια του, τα οποία δεν είχε καταλάβει ότι ήταν κλειστά και είδε να πετάγωνται σπασμένα τζάμια. Καί τότε διαπίστωσε ότι είχε τρακάρει ο ίδιος. Αμέσως βγήκε έξω και έμεινε έκπληκτος όταν είδε που βρισκόταν· καθώς ανέβαινε τη γέφυρα του Κηφισού, χωρίς να το καταλάβη τον είχε πάρει ο ύπνος και διέσχισε ολόκληρη τη γέφυρα κοιμισμένος καθώς και το μέρος της Λεωφόρου μετά τη γέφυρα τρακάροντας στα αυτοκίνητα τα οποία ήταν σταματημένα στο πρώτο φανάρι μετά τη γέφυρα προκαλώντας και καραμπόλα. Το καπώ του αυτοκινήτου του στραπατσαρίσθηκε αλλά ο ίδιος δεν είχε πάθει τίποτε. Καί κατευθείαν το μυαλό του πήγε στον Αγ. Χριστοφόρο και γενικά στις πρεσβείες των Αγίων. Αμέσως κατάλαβε ότι τον είχε βοηθήσει ο Αγ. Χριστοφόρος και ότι ο Χριστός δέχεται να προσευχώμασθε στους Αγίους Του, οι οποίοι μετά θάνατον δεν είναι σε λήθαργο όπως λένε οι αιρετικοί, αλλά και μετά θάνατον ζούν, ακούν, βλέπουν, καταλαβαίνουν και βοηθούν τους ανθρώπους. Όπως ο Προφήτης Μωϋσής παρότι είχε πεθάνει (“Καί ετελεύτησε Μωϋσής”(Δευτερονόμιο 34, 5)) εμφανίσθηκε στη Μεταμόρφωσι του Κυρίου (Μθ 17, 3-4) και όπως ο Αβραάμ που παρόλο που κι αυτός πέθανε περίπου το 1800 π.Χ., απ’ τον Ουρανό “είδε και εχάρη”(Ιω 8, 56) την Ενανθρώπησι του Χριστού. Καί έτσι με τη Χάρι και τη βοήθεια του Θεού διαλύθηκαν τελείως απ’ το νού του οι αιρετικοί λογισμοί κατά των Αγίων.
Ο Αναστάσιος άρχισε να νοιώθη την επιθυμία να γνωρίση και άλλους νέους οι οποίοι να είναι συνειδητοί Χριστιανοί μέσα στην Εκκλησία και άρχισε να προσεύχεται στο Θεό να του στείλη τέτοια άτομα. Καί ο Θεός του απάντησε αμέσως, με μια απάντησι την οποία του την είχε “ετοιμάσει” χρόνια πριν. Η οικογενειακή του οδοντίατρος που είχε έλθει και αυτή στη βάπτισί του και έχει πολυμελή οικογένεια, του είπε ότι τα παιδιά της πηγαίνουν σε κάποιον Ιερέα στο κέντρο της Αθήνας, που ασχολείται με το αντιαιρετικό και απολογητικό έργο της Εκκλησίας και ότι κάθε Κυριακή κάνει ομιλία για νέους σε style ερωταπαντήσεων, όπου του κάνουν ερωτήσεις περί πίστεως και απιστίας και εκείνος απαντάει. Καί του πρότεινε αν θέλη να πάη και ο ίδιος στις ομιλίες αυτές όπου θα έχη την ευκαιρία να γνωρίση πολλούς νέους μέσα απ’ την Εκκλησία και ακόμη θα μπορή να ρωτήση τον Ιερέα διάφορες απορίες τις οποίες έχει περί της Ορθοδόξου Πίστεως.
Έτσι ο Αναστάσιος τον Ιούνιο του 2001 πήγε να γνωρίση και να συζητήση με τον Ιερέα εκείνο. Ο Ιερέας του ζήτησε να του διηγηθή την ιστορία του για το πως πίστεψε και βαπτίσθηκε και ευχαρίστως του τη διηγήθηκε. Όταν τελείωσε τη διήγησι ο Ιερέας του είπε: “Εσύ πίστεψες μέσα από θαύματα. Αλλά το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Αλήθεια δεν αποδεικνύεται μόνο μέσα απ’ τα θαύματα αλλά και μέσα απ’ την Αγ. Γραφή. Γιατί θαύματα κάνει και ο διάβολος. Καί οι Βουδιστές κάνουν θαύματα και πολλοί άλλοι με τη δύναμι του διαβόλου”.
Ο Αναστάσιος μ’ αυτό το οποίο άκουσε έμεινε έκπληκτος και ρώτησε τον Ιερέα να του πη πως αποδεικνύονται αυτά μέσα απ’ την Αγ. Γραφή. Επίσης, απορούσε πως γίνεται οι γονείς του να διαβάζουν μόνο την Αγ. Γραφή και να είναι εκτός Εκκλησίας και του απάντησε ο Ιερέας ότι την παρερμηνεύουν.
Ακολούθως του ανέφερε τα λόγια του ίδιου του Χριστού ο Οποίος είπε για την Εκκλησία Του ότι θα Την ιδρύση και δεν θα διακοπή ποτέ το Έργο Της στους αιώνες των αιώνων· “Οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής”(Μθ 16,18). Οι Ρωμαιοκαθολικοί αποσπάσθηκαν απ’ το Σώμα της Εκκλησίας το 1054 μ.Χ και οι Προτεστάντες αποσπάσθηκαν απ’ τους Ρωμαιοκαθολικούς το 1517 μ.Χ. και από τότε ως σήμερα έχουν ιδρυθή τουλάχιστον 33.000 διαφορετικές Προτεσταντικές αιρέσεις όπου η μία δεν παραδέχεται την άλλη και όλες υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία είχε διακόψει το Έργο Της και το ξαναξεκίνησαν οι ίδιοι ιδρύοντας τις Προεσταντικές αιρέσεις τους. Άρα τα λόγια του Κυρίου μας “Οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής”(Μθ 16,18) ταιριάζουν μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στη συνέχεια ο Αναστάσιος άρχισε να πηγαίνη στις ομιλίες για νέους τις οποίες έκανε ο Ιερέας σε style ερωταπαντήσεων και είχε σημειώσει αρκετές καλοπροαίρετες απορίες τις οποίες είχε για το πως όλα αυτά τα οποία διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία και τα οποία έχουν καταργήσει οι Προτεστάντες, όπως τις Ι. Εικόνες, την τιμή προς τους Αγίους και τη Θεοτόκο, την Ιερωσύνη, τη Θ. Εξομολόγησι κλπ., αποδεικνύονται μέσα απ’ την Αγ. Γραφή. Ο Ιερέας του απάντησε σε μερικές ερωτήσεις αλλά επειδή διαπίστωσε ότι είχε πολλές απορίες του είπε να έλθη μετά την ομιλία στο γραφείο του να του δώση ένα αντιαιρετικό βιβλίο. Καί του έδωσε το Αντιχιλιαστικό Εγχειρίδιο του Ν. Σωτηροπούλου στο οποίο αυτός αναιρεί τις αιρετικές διδασκαλίες των Προτεσταντών και των Χιλιαστών μόνο με αγιογραφικά χωρία. Έτσι ο Αναστάσιος διάβασε το αντιαιρετικό αυτό βιβλίο και ο Θεός τον αξίωσε να πιστέψη στην Ορθόδοξη Εκκλησία και μέσα απ’ την Αγ. Γραφή.
Ύστερα από μερικούς μήνες ο Αναστάσιος έμαθε ότι ο Ιερέας αυτός σκοπεύει να ιδρύση μέσα στην Αττική ένα Μοναστήρι, το οποίο θ’ ασχολήται με τη Θεία Εξομολόγησι και την Απολογητική κατά των αιρέσεων και των αθέων με αντιαιρετικά βιβλία. Καί ο Αναστάσιος του είπε ότι επιθυμεί και ο ίδιος να τον ακολουθήση στο Μοναστήρι του. Έτσι ύστερα από δυόμισυ χρόνια, στις 29 Νοεμβρίου 2002, παραμονή του Αγ. Αποστόλου Ανδρέου, προσήλθε επίσημα στη συνοδεία του Ιερέως εκείνου περιμένοντας και κάνοντας καθημερινά προσευχή να τους χαρίση ο Θεός κάποιο μέρος για Μοναστήρι.
Τα καλοκαίρια του 2002 και του 2003, ο Αναστάσιος δούλευε με τον πατέρα του ελαιοχρωματιστής. Τα δύο αυτά καλοκαίρια είχαν πάει με τον πατέρα του στη Μύκονο για να βάψουν. Εκεί ο Αναστάσιος ρώτησε για το αν υπάρχη κάποιος τοπικός άγιος για να τον επικαλήται και έμαθε για τον Αγ. Νεομάρτυρα Μανουήλ της Μυκόνου, τον εκ Σφακίων Κρήτης, ο οποίος ήταν παντρεμένος στη Μύκονο όπου και μαρτύρησε και η μνήμη του είναι στις 15 Μαρτίου (†1792). Έτσι, ο Αναστάσιος ζήτησε απ’ τον π. Ιωάννη να κάνη κάθε μέρα ένα κομποσχοινάκι στον Αγ. Μανουήλ της Μυκόνου. Ο π. Ιωάννης του είπε, “Κάνε και παρακάλεσέ τον να μας βρη μέρος για Μοναστήρι”. Έτσι ο Αναστάσιος άρχισε να επικαλήται τον Αγ. Μανουήλ της Μυκόνου.
Ύστερα από 5 χρόνια, με τη Χάρι του Θεού, βρέθηκε προσωρινό μέρος για Μοναστήρι και στις 25 Νοεμβρίου 2007 ο Αναστάσιος πήγε για δόκιμος μοναχός. Καί για να του δείξη ο Θεός ότι οι Άγιοί Του βοηθάνε και ότι πρέπει να τους επικαλούμαστε χωρίς κανένα δισταγμό, στις 15 Μαρτίου 2008, στη γιορτή του Αγ. Μανουήλ της Μυκόνου, εκάρη μοναχός με το όνομα Άβελ το οποίο του έδωσε ο Επίσκοπος Πειραιώς Σεραφείμ, προς τιμήν του Αγ. Προπάτορος Άβελ, διαπιστώνοντας έκπληκτος ότι στις 29 Νοεμβρίου που πρωτομπήκε στη συνοδεία του Ιερέως εκείνου, το 2002, είναι και η μνήμη του Αγ. Άβελ του διά Χριστόν σαλού του Βαλαάμ (†1831).
Πηγή: Αρχιμ. Ιωάννης Κωστώφ, Τα Ίχνη του Θεού – Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία, εκδ. Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αθήνα 2011