Του Πρωτ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου
Έξω από τον Ιερό Ναό βρίσκεται το κωδωνοστάσιο με τις καμπάνες. Κάθε Ιερός Ναός έχει τις δικές του καμπάνες, το δικό του καμπαναριό. Ναός χωρίς καμπάνα είναι κάτι πολύ σπάνιο. Ακόμα και για κάποια απομακρυσμένα έξωκκλήσια, στις κορυφές των βουνών, έρημα και εγκαταλελειμμένα, ο λαός εκδηλώνει ενδιαφέρον.
Το θεωρεί αμαρτία μία Εκκλησία να μην έχη καμπάνα. Γι᾿ αυτό και τοποθετούν έστω και μια μικρή. Αρκεί να υπάρχει και πότε-πότε να χτυπά, ακόμα και από τον αέρα.
Καί το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής:
Υπήρχαν πάντοτε καμπάνες στις Εκκλησίες μας;
Όχι, απαντά η Ιστορία. Τον καιρό που οι χριστιανοί καταδιώκονταν από τους ειδωλολάτρες, δεν υπήρχαν καμπάνες. Οι χριστιανοί, όταν επρόκειτο να συγκεντρωθούν κάπου και να λατρεύσουν τον Πανάγιο Θεό, με άλλον τρόπο ειδοποιούντο. Ειδοποιούντο μυστικά. Δηλαδή, υπήρχαν έμπιστα πρόσωπα, που είχαν αποστολή να ειδοποιούν τους χριστιανούς, προσέχοντας να μη μάθουν τίποτα οι ειδωλολάτρες. Γιατί, αν μάθαιναν που θα συγκεντρώνονταν, θα τους έστηναν καρτέρι, θα τους έπιαναν, θα τους φυλάκιζαν, θα τους σκότωναν ή θα έβαζαν φωτιά και θα τους έκαιγαν, καθώς ήταν μαζεμένοι μέσα στις σπηλιές, στις τρύπες, στις Κατακόμβες. Φοβερή εποχή!
Εκείνοι που αναλάμβαναν το δύσκολο και πολύ επικίνδυνο αυτό έργο, να ειδοποιούν τους χριστιανούς, ονομάζονταν “θεοδρόμοι” δηλαδή άνθρωποι χριστιανοί, που έτρεχαν στους δρόμους, στα χωριά και στις πόλεις, για να εκτελέσουν θεική εντολή. “Θεοδρόμοι”δηλαδή ταχυδρόμοι του Θεού. Ονομάζονταν ακόμα και “λαοσυνάκται”, γιατί σύναζαν, συγκέντρωναν τον λαό, για να λατρεύση τον Θεό.
Από τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα πολλοί χριστιανοί έφευγαν από τις πόλεις και τα χωριά, πήγαιναν στην έρημο, έστηναν εκεί καλύβες και μακριά από τον κόσμο, ζούσαν αυστηρή ζωή, μια ζωή αφιερωμένη στο Θεό. Ήταν οι πρώτοι μοναχοί.
Αυτοί ήσαν απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον. Ειδοποιούνταν για να μαζευτούν και από κοινού να λατρεύσουν τον Θεό με κάτι ξύλα, που τα χτυπούσαν με έναν ιδιαίτερο τρόπο, όπως γίνεται ακόμα και σήμερα στα μοναστήρια, όπου οι μοναχοί την νύχτα καλούνται για τις ιερές ακολουθίες με τα λεγόμενα “τάλαντα”.
Στο μοναστήρι που ίδρυσε ο Άγιος Παχώμιος, οι μοναχοί εκαλούντο στις συνάξεις της Θείας Λατρείας με σάλπιγγα. Δικαιολογώντας ο Άγιος τον τρόπο αυτό της ειδοποιήσεως, έλεγε ότι και η παλαιά συναγωγή των Εβραίων εκαλείτο στη σύναξι με σάλπιγγες (Αριθμ. ι΄: 2-3).
Αλλά όταν ήλθε ο Μέγας Κωνσταντίνος με το τέλος των διωγμών οι χριστιανοί ειδοποιούντο πλέον με επισημότητα. Ο πρώτος τρόπος με τον οποίον ειδοποιούντο, ήταν με σιδερένια σήμαντρα, που τα χτυπούσαν με σφυρί (Καντιώτου Αυγ. Μητρ. Φλωρίνης, “Ορθόδοξος Ναός”, Αθήνα 1992, σελ. 71). Ακόμα και σήμερα αυτά ηχούν στο Άγιον Όρος και σε πολλά μοναστήρια μετά το τάλαντο ακούγεται το σήμαντρο και μετά το σήμαντρο ηχούν οι καμπάνες.
Καμπάνες στην Ορθόδοξη Ανατολή δεν υπήρχαν. Προϋπήρχαν όμως στη Δύσι. Γιά πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στην Κωνσταντινούπολι το 865μ.Χ,, πολύ μετά το κτίσιμο της Αγίας Σοφίας. Τότε ένας άρχοντας της Βενετίας έστειλε στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως δώδεκα καμπάνες, ως δώρο για τον Ναό της Αγίας Σοφίας. (Καμπάνες ωνομάστηκαν επειδή ήταν κατασκευασμένες από εκλεκτό μέταλλο, προερχόμενο από τα ορυχεία της Καμπανίας, επαρχίας της Ιταλίας.)
Όταν δε για πρώτη φορά χτύπησαν οι καμπάνες στην Πόλι, μας λένε οι ιστορικοί της εποχής, ο ευσεβής λαός ξεχύθηκε στους δρόμους, αισθάνθηκε μεγάλη χαρά, έκανε πανηγύρι. Νόμισε πως οι Άγγελοι κατέβηκαν στη γη, σάλπιζαν και καλούσαν τους πιστούς χριστιανούς στην Εκκλησία. Οι καμπάνες αυτές της Αγίας Σοφίας χτυπούσαν για 600 περίπου χρόνια. Αλλά όταν η Πόλι έπεσε, το 1453μ.Χ., τότε και οι καμπάνες σταμάτησαν να χτυπούν. Τις ξεκρέμασε ο κατακτητής, τις έλιωσε και τις έκανε κανόνια και βόλια… Σ᾿ όλα τα χριστιανικά μέρη, που κατέλαβαν οι Τούρκοι, απαγορεύτηκαν οι καμπάνες, γιατί, όπως έλεγαν, ο ήχος της καμπάνας ετάραζε τον ύπνο των νεκρών τους!
Τότε, στα φοβερά εκείνα χρόνια, οι σκλαβωμένοι χριστιανοί ειδοποιούντο πάλι με μυστικό τρόπο. Παρουσιάστηκαν και πάλι οι θεοδρόμοι, που τώρα ονομάζονταν “κράχτες”. Αυτοί, μέσα στις φοβερές εκείνες νύχτες της τουρκοκρατίας, έτρεχαν και ειδοποιούσαν τους χριστιανούς, το σκλαβωμένο γένος των Ελλήνων, με κίνδυνο της ζωής τους, για να εκκλησιαστούν και να μάθουν γράμματα.
Ελευθερώθηκε όμως η Πατρίδα μας και οι καμπάνες επανήλθαν στα κωδωνοστάσια των Ναών. Άρχισαν δε να κτυπούν ξανά θριαμβευτικά.
Κάποτε, ζούσε ένας νεωκόρος, ο οποίος είχε πολύ σεβασμό, πολλή ευλάβεια, πολύ φόβο Θεού. Ήταν από εκείνους τους νεωκόρους, που τους ζητάμε και τους θέλουμε ως υπηρέτες και βοηθούς στον Ναό.
Ο Ναός ήταν κτισμένος προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου. Χτυπούσε λοιπόν ο νεωκόρος τις καμπάνες του Ναού – ήταν τρεις, τέσσερις οι καμπάνες – και ο νεωκόρος τις χτυπούσε με τα δυό του χέρια.
Έπεσε όμως και τραυματίστηκε στο αριστερό του χέρι και δεν μπορούσε να χτυπήση τις καμπάνες με το ένα χέρι μονάχα. Καί ήταν γι᾿ αυτό πολύ στενοχωριμένος. Ερχόταν μεγάλη γιορτή και δεν θα χτυπούσε γλυκά, ρυθμικά, όπως συνήθως, πότε τη μία, πότε την άλλη, πότε δύο δύο, πότε τρεις και μία, όπως κάνουν στο Άγιον Όρος.
Λοιπόν, τι να κάνη, πηγαίνει στον Τίμιο Πρόδρομο και του λέει:
— Ακουσέ με, Άγιε! Ο Ναός σου είναι αυτός, το χέρι μου το είδες, δεν μπορώ με το ένα χέρι. Γιά έλα δω. (Τον παίρνει λοιπόν από το χέρι – κατέβηκε ο Τίμιος Πρόδρομος από την εικόνα του! – και τον πηγαίνει έξω στο καμπαναριό.) Γιά δείξε μου τώρα πως θα χτυπάω τις καμπάνες!
Παίρνει ο Τίμιος Πρόδρομος κάνει θηλιές τα σχοινιά, βάζει τη μια θηλιά στο ένα χέρι και την άλλη θηλιά στον αγκώνα, και του έδειξε με ποιόν θερμό τρόπο θα χτυπάη τις καμπάνες.
— Ευχαριστώ πολύ, είπε ο νεωκόρος στον Άγιο!
Καί χτυπούσε τις καμπάνες όπως του έδειξε ο Τίμιος Πρόδρομος! (Από τις προσωπικές μου σημειώσεις).
Τω Θεώ δόξα.! Αμήν.