Μια μέρα ο Πονηρός έκανε μια βόλτα για να δει πώς προσεύχονται οι άνθρωποι. Ήταν ένα θέμα που πολύ τον ενδιέφερε γιατί η πείρα του τον είχε διδάξει ότι ήταν πολύ σπουδαίο για την εργασία του.
Η περιοδεία του υπήρξε σύντομη, αλλά ικανοποιητική. Οι προσευχές που άκουσε ήταν ανούσιες και ακίνδυνες! Οι άνθρωποι προσεύχονταν λιγότερο απ’ ό,τι τα μυγάκια!
Ευχαριστημένος επέστρεφε στο σπίτι του, όταν στην τελευταία στροφή του κάμπου είδε ένα γεωργό να χειρονομεί πολύ παράξενα. Περίεργος να μάθει τι συμβαίνει, κρύφτηκε πίσω από έναν λοφίσκο κι άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά. Ο άνθρωπος πάλευε με τον Θεό! Συμπεριφερόταν χωρίς σεβασμό και χρησιμοποιούσε σκληρό λεξιλόγιο!
Στην αρχή ο Πονηρός έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον, αλλά- σιγά σιγά άρχισε να μην του αρέσει καθόλου αυτή η εικόνα και μάλιστα να τον ενοχλεί. Ενώ συνέχισε το δρόμο του με αυτές τις σκέψεις, πέρασε από δίπλα του ένας ιερέας, που βλέποντας τον γεωργό τον ρώτησε:
«Τέκνον μου, γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι; Δεν γνωρίζεις ότι είναι ασυγχώρητη αμαρτία να υβρίζεις τον Θεόν;»
«Πάτερ μου, απάντησε ο γεωργός, αν γίνομαι «έξω φρενών» με το Θεό μου, είναι γιατί Τον πιστεύω και Τον νιώθω κοντά μου∙ αν του λέω ό,τι νιώθω, είναι γιατί Τον αγαπώ πολύ∙ αν φωνάζω ξέρω ό,τι με ακούει».
«Τέκνον μου, παραλογίζεσαι» είπε ο ιερέας του Θεού και ξεμάκρυνε…
Ο διάβολος, όμως, που γνώριζε περισσότερα από τον ιερέα, απομακρύνθηκε πολύ αναστατωμένος! Μόλις είχε ανακαλύψει έναν άνθρωπο που ήξερε πώς να προσεύχεται!