Φώτης Κόντογλου: Στ Άγιον Όρος πήγα πολλές φορές. Τήν πρώτη φορά κάθησα παραπάνω από δυό μήνες κ έκανα γνωριμία μέ πολλούς πατέρες καί λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα καί αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοί καί γεμιτζήδες πού φορτώνουνε κερεστέ (ξυλεία) στά καράβια.
Στή Δάφνη, πού είναι η σκάλα πού πιάνουνε τά βαπόρια, βρισκόντανε καί κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ εκεί γνωρίσθηκα μέ τρείς Αϊβαλιώτες καί περάσαμε πολύ έμορφα. Από κεί πήγα στίς Καρυές, μά δέν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα.
Πήγα στό μοναστήρι τών Ιβήρων μαζί μέ ένα γέροντα πού πουλούσε βιβλία στίς Καρυές καί πού τόν λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ αυτό τό μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιό πολύ μέ τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδή τό μέρος πού βάζουνε τίς βάρκες καί τά σύνεργα τής ψαρικής. Άφησα τά γένεια μου, τά ξέχασα όλα καί γίνηκα ψαράς. Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζί μέ τούς ψαράδες πού ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιό πολλοί Μπουγαζιανοί, δηλαδή από τά μπουγάζια τής Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωή πού πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μέ τρείς. Ο ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλή ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στό κάθε τί κ είχε καλογερέψει από μικρός: τόν λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαράς από τό χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχός τώ πνεύματι», ταπεινός καί τόν λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σάν τόν άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής καί τόν λέγανε Νικάνορα. Ο Βαρθολομαίος διάβαζε καί βιβλία μέ ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σέ άλλα είχε στό κελλί του καί τά δυό τρία βιβλία τού Ιουλίου Βέρν. Μ αυτόν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε καί κοράλλια καί μού έδειχνε πώς νά τά ψαρεύω.
Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στή θάλασσα μέσα σ έναν κόρφο πού τόν αποσκέπαζε ένας κάβος καί γιά κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστά είχε κάτι ξέρες πού σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι από πάνω κατεβαίνανε τά βράχια φυτρωμένα μέ μυρσίνες, μέ πουρνάρια καί κάθε άγριο χαμόδεντρο. Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες (κάμαρες) αραδιασμένες καί μπροστά είχε ένα χαγιάτι πού ακουμπούσε σέ κάτι δοκάρια από αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Από κάτω είχε κάτι χαμηλές καμάρες καί μέσα στίς καμάρες τραβούσανε τίς βάρκες. Τά δίχτυα τά απλώνανε απάνω στά μπαρμάκια (κάγκελα) τού χαγιατιού. Εκεί πού κοιμόμαστε ακούγαμε από κάτω μας τή θάλασσα πού έμπαινε μέσα στίς καμάρες καί κυλούσε τά χαλίκια καί μάς νανούριζε. Παλιά εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στόν αρσανά κ έκαιγε ακοίμητο καντήλι.
Άφησα υγεία στούς Ιβηρίτες καί τράβηξα μέ τά πόδια καί πήγα στό μοναστήρι τού Καρακάλλου. Κ εκεί πέρασα πολύ καλά· οι πατέρες μέ είχανε σάν δικό τους. Αυτό τό μοναστήρι είναι κοινόβιο καί τότες είχανε ηγούμενο έναν άγιο άνθρωπο, τόν Κοδράτο, γέροντα ήσυχον, ειρηνικόν, ποιμένα αληθινόν, η καταγωγή του από τά Αλάτσατα. Ο αρσανάς τού Καρακάλου ήτανε επίσημος, ένας βυζαντινός πύργος χτισμένος απάνω σ έναν βράχο. Κάθησα κ εκειπέρα κάμποσες μέρες. Από κεί πήγα στό Μοναστήρι τής Μεγίστης Λαύρας, πού βρίσκουνται πολλά κειμήλια κ οι θαυμαστές αγιογραφίες τού Θεοφάνη τού Κρητός.
«Τότε σηκώνεσαι καί σύ, καί παίρνεις καί τήν ράβδαν,
περιπατείς καί έρχεσαι εις τήν αγίαν Λαύραν.Καί αναπαύεσαι εκεί όσον καιρόν θελήσεις,όσον νά εύρης συντροφιάν καί πλοίον νά κινήσεις».
Από κεί λοιπόν επήρα κ εγώ τήν ράβδαν καί τράβηξα νά πάγω στά Καψοκαλύβια. Μαζί μου ήρθε κ ένας απλοϊκός καλόγερος, ψηλός κι αδύνατος, μ όλο πού ήτανε ψωμάς στό μοναστήρι. Τό μονοπάτι περνά από άγια κ έμορφα μέρη, ως πού φτάνει απάνω από κάτι θεόχτιστους κάβους, πού κοιτάζουνε κατά τή νοτιά, στ ανοιχτό πέλαγο. Από τό μέρος τής στεριάς στέκεται απάνω από τό κεφάλι σου ο Άθωνας. Σ ένα μέρος βλέπεις τήν ποδιά τού βουνού πού στέκεται κοφτή απάνω από τή θάλασσα, σάν νάναι κομμένη μέ τό μαχαίρι, λές καί ξεκόλλησε πρό λίγη ώρα ένα κομμάτι βουνό κ έπεσε στή θάλασσα. Κι αληθινά, όπως μού είπανε πιό ύστερα οι Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τό βουνό μιά μέρα στά 1900, κ έπεσε μονοκόμματο στή θάλασσα καί πλάκωσε δυό τρία ψαραδόσπιτα μέ καμιά δεκαριά πατέρες. Ο σεισμός κούνησε όλη τή Μακεδονία.
Στά Καψοκαλύβια κάθησα πιό πολύν καιρό από τ αλλά τά μοναστήρια. Τόσο δικό τους μέ είχανε οι πατέρες, πού όποτε κάνανε σύναξη έπρεπε νά καθήσω κ εγώ στό συμβούλιο πού συζητούσανε «τά τής σκήτεως». Μ έχουνε γράψει καί στούς ιδρυτάς καί μέ μνημονεύουνε μετά τής συμβίας καί τών τέκνων. Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μέ τόν πάτερ Ισίδωρο, πού μ είχε στό κελλί του. Άλλη φορά έγραψα πολλά γιά δαύτον. Τότες ήτανε ως τριανταπέντε χρονών κ είχε γιά δόκιμο τόν μπαρμπα-Χαραλαμπο από τό Καστελλόριζο, ως εβδομήντα χρονών, τελώνιο τής θάλασσας, πού έζησε φουΐστρος στά βαπόρια καί ταξίδευε ίσαμε τόν Κίτρινο ποταμό τής Κίνας.
Είχε έρθει μιά μέρα στά Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο πού ήτανε ανάμεσα στόν κάβο Σμέρνα καί στά Καψοκαλύβια, καί τόν φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος, καί γνωρισθήκαμε. Τόν λέγανε Νείλο, κ ήτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μέ προσκάλεσε νά πάγω στό κελλί του. Σέ δυό τρείς μέρες, πήγα. Στό Όρος βλέπει κανένας πολλά ασυνήθιστα πράγματα καί χτίρια, πλήν τό κελλί τού πάτερ Νείλου ήτανε από τά πιό παράξενα. Σ αυτό τό μέρος κατεβαίνανε δυό ραχοκοκαλιές από βράχια καί κάνανε δυό κάβους πού τραβούσανε βαθειά στή θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στόν άλλον, τόσο, πού έλεγες πώς τό νερό πού βρισκότανε ανάμεσά τους ήτανε ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί πού έσμιγε ο ένας κάβος μέ τόν άλλον, σηκωνόντανε δυό ράχες από βράχια κ ήτανε τόσο κοντά, πού σκοτεινιάζανε εκείνο τό μέρος, άς έλαμπε ο ήλιος τό καλοκαίρι.
Σ αυτό τό μέρος, μέσα σ αυτή τήν τρύπα, ήτανε χτισμένος ο αρσανάς τού πάτερ Νείλου. Τά νερά ήτανε άπατα καί σκοτεινά μέσα σέ κείνο τό κανάλι. Τό σπίτι τόχανε χτισμένο λίγο παραπάνω από τή θάλασσα, θεμελιωμένο στό βράχο, μέ χαγιάτια καί μέ καμάρες, όπως συνηθίζεται στό Όρος από τά παληά χρόνια, μέ μαύρες πλάκες αντί γιά κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήτανε χτισμένη η εκκλησιά, μικρή, μέ σκαλιστό τέμπλο καί μέ όλα τά καθέκαστα. Αποπάνω κρεμότανε ένα βουνό δασωμένο καί στήν κορφή είχε ένα βράχο απότομο, μ ένα σπήλαιο. Σ αυτό τό σπήλαιο ασκήτευε πρό λίγα χρόνια ένας γέροντας πού στάθηκε στά νιάτα του οπλαρχηγός στή Μακεδονία. Τώρα είχανε φωλιάσει όρνια μέσα στή σπηλιά καί τάβλεπα πού περνάνε βόλτες γύρω στή ράχη.
Ο Νείλος καί η συνοδεία του είχανε δυό τράτες καί δυό βάρκες. Ήτανε εφτά-οχτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι καί δυό-τρία καλογεροπαίδια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σάν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μιά ησυχία καί μιάν απλότητα πού σέ έκανε νά τόν αγαπήσεις καί νά τόν σεβαστείς. Λιγόλογος, μά ολοένα ήτανε χαμογελαστό τό πρόσωπό του, μέ κάτι χείλια χοντρά σάν τού αράπη, μέ μαύρα καί πυκνά γένεια, πού φυτρώνανε κάτω από τά μάτια του καί σκεπάζανε τά μάγουλά του. Μέ τή σκούφια πού φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δά ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο καί κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τά γόνατα.
Τίς μέρες πού κάθησα εκειπέρα, ο Νείλος κ ένας δόκιμος δέν πηγαίνανε μέ τήν τράτα γιά νά μού κρατήσουνε συντροφιά. Ήτανε κ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, πού φύλαε πάντα τό σπίτι. Σάν γυρίζανε από τό ψάρεμα, βγάζανε τά ψάρια έξω κι αφού διαλέγανε λίγα χοντρά γιά νά φάμε, κι άλλα γιά πάστωμα, τά ψιλά τά κάνανε έναν σωρό καί τ αφήνανε νά σιτέψουν γιά νά τ αλατίσουνε. Από τά χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νάχουνε τό χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα καί σαρδέλλα, παστώνανε πολλά βαρέλια καί τά στέλνανε στή Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στό σωρό καί παστώνανε. Όλο τό σπίτι μύριζε μιά τέτοια ψαρίλα, πού στήν αρχή γυρίζανε άνω κάτω τά στομάχια μου. Μά σιγά σιγά συνήθισα καί δέν καταλάβαινα τήν ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πώς έτσι θά μυρίζανε κι ο Χριστός κ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κι ό,τι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα καί μέσα στήν εκκλησιά ένοιωθες αυτή τή μυρουδιά.
Τίς ώρες πού λείπανε οι άλλοι στό ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μέ τόν πάτερ Νείλο γιά θρησκευτικά καί γιά τά ιστορικά τού σπιτιού του, τί φουρτούνες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε από τότες πού κάθησε σ αυτό τό μέρος κι αλλά λογιώ-λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί πού καλαφάτιζε μιά βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε μέ τή γλυκειά φωνή του, κ έκανε τόν δεξιό ψάλτη κι εγώ τόν αριστερόν. Λέγαμε τίς Καταβασίες τής Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε κείνες οι μέρες τού Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ ανίκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν καί υγρόν βυθόν διελάσαντες», τά Πασαπνοάρια μέ τό δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τόν Πέτρον καί Ιάκωβον καί Ιωάννην», κ ύστερα λέγαμε αργώς καί μετά μέλους τό κοινωνικό «Εν τώ φωτί τής δόξης τού προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εις τόν αιώνα». Στό τέλος όμως ψέλναμε πάντα τό «Ευλογητός εί, Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τούς αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς τό Πνεύμα τό άγιον, καί δι αυτών τήν οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δέν μπορώ νά παραστήσω τό πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σάν άκουγα νά ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, μέ τό κατραμωμένο βρακί, μέ τά φύκια κολλημένα απάνω στά γυμνά ποδάρια του, νά ψέλνει μέ κείνη τήν αρχαία μελωδία καί νά λέγει στίχους ιαμβικούς, καί παραπέρα ν αφρίζουνε τά παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας νά βουΐζει πανηγυρικά απάνω στά θεόχτιστα βράχια καί στά δέντρα!
Μά η πιό βαθειά κι η πιό παράξενη συγκίνηση μ επίανε τήν Κυριακή καί τίς άλλες γιορτινές μέρες πού λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς καί γινότανε ιερεύς τού Θεού τού Υψίστου, αυτός πού τόν έβλεπα τίς άλλες μέρες ν αλατίζει ψάρια, νά καλαφατίζει βάρκες, νά ματίζει σκοινιά, νά γραντολογά καραβόπανα, νά βολεύει άγκουρες, νά μπαλώνει δίχτυα, μαζί μέ τή συνοδεία του! Καί στή λειτουργία γινότανε σάν πατριάρχης, μέ τό επανωκαλύμμαυχο, μέ τό χρυσό φελάνι, μέ τά επιμάνικα, μέ τό επιγονάτιο, καί δεότανε μυστικώς μπροστά στήν αγία Τράπεζα «υπέρ τών τού λαού αγνοημάτων», «ως εν δεδομένος τήν τής ιερατείας χάριν».
Ώ! Τί εξαίσια καί φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή Ορθοδοξία μας! Μά η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σάν στρώνανε γιά νά φάμε κ ευλογούσε τήν τράπεζα ο πάτερ Νείλος μέ τά θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ενώ γύρω στεκόντανε μέ σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τόν κόσμο μέσα σέ κείνη τήν καταβόθρα. Κ έλεγε μέ τήν ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος: «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον τήν βρώσιν καί τήν πόσιν τών δούλων σου, ότι άγιος εί πάντοτε, νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων», ενώ μάς απόσκιαζε η πλώρη τού τρεχαντηριού κ η αρμύρα ερχότανε από τό βουερό τό πέλαγο.
Φώτης Κόντογλου