Προφήτης: Όταν ακούμε την λέξη προφήτης ο νούς μας πηγαίνει στον άνθρωπο που έχει προφητεύσει ένα γεγονός πριν αυτό πραγματοποιηθεί.
Ασφαλώς ο προφήτης είναι και αυτό. Όμως αυτή είναι η μόνη έννοια του όρου στην Αγία Γραφή;
Ενώ η σύνθετη λέξη πρόφημι ετυμολογικά προέρχεται από τα «προ» και «φημί» δεν ερμηνεύεται ως προλέγω αλλά λέγω αντί κάποιου άλλου. Πράγματι, ο προφήτης μιλά αντί του Θεού, είναι το στόμα του Θεού στη γη.
Ο καθηγητής Σ.Καλαντζάκης αναφέρει: «Ο ελληνικός όρος «προφήτης» και ο αντίστοιχος εβραικός «nabhi’» δηλώνουν πρωτίστως αυτόν που ομιλεί εξ ονόματος κάποιου άλλου και δευτερευόντως αυτόν που προλέγει τα μέλλοντα.
Εντεύθεν ο προφήτης, ως άνθρωπος του Θεού, είναι αυτός που ομιλεί αντ᾽ αυτού και διερμηνεύει τις βουλές εξ ονόματός Του. Είναι άλλως το «στόμα του Θεού» και ο «ερμηνευτής του Θεού», κατά τον Ι.Χρυσόστομο δηλ. ο φορέας της θείας Αποκαλύψεως.
Σαφή επ᾽αυτού μαρτυρία έχουμε από το βιβλικό κείμενο, όπου ο Θεός, απευθυνόμενος στο Μωϋσή, του αναγγέλλει την επικείμενη εμφάνιση ενός νέου προφήτη, στο στόμα του οποίου θα εναποθέσει τους θείους λόγους του για να τους ανακοινώσει κατ᾽εντολήν του στο λαό του· «προφήτην αναστήσω αυτοίς…ώσπερ σε και δώσω το ρήμά μου εν τω στόματι αυτού, και λαλήσει αυτοίς καθ᾽ότι αν εντείλωμαι αυτώ».(Δευτ.18,18)».
Οι προφήτες, «οι χαρισματούχοι αυτοί άνθρωποι», με την ίδια ή παρόμοια έννοια, παρουσιάζονται στα ιερά κείμενά μας και ως «ορώντες», «άνθρωποι του Θεού», «άγγελοι του Κυρίου» σε αρκετά εδάφια και περικοπές.
Η έννοια της προφητείας ξεκινά τον 11 αιώνα π.Χ. και απαντά στο ευρύτερο περιβάλλον της αρχαίας Ανατολής. Ιδρυτής θεωρείται ο προφήτης και κριτής Σαμουήλ, ενώ αργότερα θα συνεχίσουν το έργο αυτό οι Ηλίας, Ελισσαίος, και άλλοι «κύκλοι προφητών».
Η περίοδος όμως με την ιδιαίτερη άνθιση της προφητείας είναι μεταξύ 8ου και 5ου π.Χ. αιώνων. Την περίοδο αυτή μεγάλες προφητικές μορφές όπως ο Ησαίας, ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ αποτελούν τους λεγομένους μεγάλους και μικρούς προφήτες.
Το πλήθος αυτό των προφητών αναδεικνύονται σπουδαίες πνευματικές προσωπικότητες εξαιτίας της πνευματικότητάς τους και την υψηλή θεολογική τους διδασκαλία.
Τελευταίος προφήτης θεωρείται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αν και η έννοια της προφητείας δεν έλειψε ποτέ και υφίσταται μέχρι και σήμερα. Σημειώνουμε ακόμη ότι ο τίτλος «προφήτις» ελήφθη από σπουδαίες γυναίκες όπως η Δεββώρα και ο Ολδά.
Χαρακτηριστικά γνήσιας προφητείας
Είναι ανάγκη να αναφερθεί ότι εκτός των γνησίων προφητών υπήρχαν και οι λεγόμενοι ψευδοπροφήτες, οι οποίοι αλλοίωναν και διεστρέβλωναν τις αλήθειες του Θεού.
Έτσι, είναι απαραίτητο να καταγραφούν τα βασικά χαρακτηριστικά της γνήσιας προφητείας.
Πρώτο χαρακτηριστικό μπορούμε να αναφέρουμε τον τρόπο κλήσης τους στο αξίωμα.
Οι γνήσιοι προφήτες καλούνται από τον Θεό «δι᾽ενυπνίων, δι᾽εκστάσεως, δι᾽οραμάτων, εν εγρηγόρσει δι᾽εξωτερικών αισθήσεων( Εξοδ. 3,2) ή δι᾽εσωτερικής αποκαλύψεως εν εγρηγόρσει άνευ τινός εικόνος, αλλά διά της φωνής του Θεού αισθητής γενομένης διά της ακοής της ψυχής».
Οι ίδιοι στην συνέχεια, πληροφορηθέντες το θέλημα του Θεού, έχοντας την ακλόνητη πίστη ότι δεν μιλούν αφ᾽εαυτού τους, το ανακοινώνουν στους ανθρώπους προφορικώς, μέσω συγγραφής ή και συμβολικών πράξεων.
Πιό συγκεκριμένα έλεγαν «Λάλει Κύριε, ότι ο δούλός σου ακούει» και στην συνέχεια ξεκινούσαν την ομιλία τους λέγοντας: «Τάδε λέγει Κύριος». Το ίδιο έκαναν πιθανόν και στις ομάδες των μαθητών που τους είχαν πλαισιώσει.
Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι ο πραγματικός προφήτης βλέπει τα γεγονότα μέσα από την πίστη στον Θεό. Κινείται και κηρύττει με βάση αυτά που ο Θεός θέλει από τους ανθρώπους. Ο Β.Βέλλας αναφέρει: «Ο προφήτης τα πάντα βλέπει διά της θρησκείας και τα πάντα θέλει συνεργούντα προς την θρησκείαν και εν τη θρησκεία τα πάντα συγκεφαλαιοί».
Πράγματι, οι γνήσιοι προφήτες κήρυτταν αυτά που ζούσαν χωρίς φόβο για τις συνέπειες των λόγων τους, χωρίς δισταγμό να ασκούν κριτική όχι μόνο στον απλό λαό αλλά και σε αυτούς ακόμα τους βασιλείς. Σε αντίθεση με τους ψευδοπροφήτες, που προφήτευαν έναντι δώρων και συμφερόντων, οι γνήσιοι προφήτες έλεγχαν τα κακώς κείμενα των επιφανών ακόμα και δημόσια με μεγάλη παρρησία, όπως για παράδειγμα ο προφήτης Ηλίας και ο Ωσηέ.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο λόγος τους επισφραγιζόταν με ένα θαυμαστό σημείο από την μια και από την άλλη με το ίδιο τους το αίμα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των γνησίων προφητών ήταν η εκπλήρωση των λεγομένων τους. Όσα φωτίζονταν και έλεγαν θα πραγματοποιούνταν, γιατί, όπως προείπαμε, τα στόματά τους ήταν το στόμα του Θεού. Όχι ως άβουλα όντα αλλά έχοντες «προφητική συνείδηση» σύμφωνα με την οποία, ταυτίζεται το ανθρώπινο εγώ με το θείο.
Κάποιες φορές ο λόγος τους δεν εκπληρωνόταν, γιατί έτσι το ήθελε ο Θεός. Ήταν τότε που ο Θεός βλέποντας την πραγματική μετάνοια των ανθρώπων «άλλαζε» την βούλησή Του.
Ως τελευταίο χαρακτηριστικό των αληθινών προφητών υπήρξε ο μεσσιανικός τους προσδιορισμός και ειδικώς ο Χριστολογικός τους προσδιορισμός.
Κηρύττοντας, προετοίμαζαν τους ανθρώπους για την έλευση του Μεσσία, δίνοντας για αυτόν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σχεδόν διαζωγραφίζοντάς τον. Ξένοι και ημέτεροι ερμηνευτές έχουν ταυτοποιήσει τον Μεσσία αυτόν με το πρόσωπο του Χριστού, αν λαι άλλοι, μέχρι και σήμερα, εγείρουν ζωηρές αμφιβολίες ως προς την χριστολογική αυτή ερμηνεία.
Ο προφητικός λόγος σήμερα
Το κήρυγμα των προφητών δεν πρέπει να λείπει ποτέ από την Εκκλησία αλλά χρειάζονται τα ανάλογα πρόσωπα για να τον εκφέρουν, όχι βεβαίως υποκριτικά, αλλά ως καρπό της πνευματικής τους ζωής. Η προφητεία είναι χάρισμα από τον Θεό και δεν δίνεται σε όλους. Οι προφήτες τόσο της Παλαιάς Διαθήκης όσο και της Καινής είχαν φθάσει στην θέωση και άρα στην θεοπτία.
Αυτοί οι άνθρωποι με τον τρόπο αυτό έκαναν κάτι πολύ σημαντικό· Κατηλλάγησαν με τον Θεό και έγιναν φίλοι Του. Είναι οι ίδιοι που ζώντες μέσα στην θεοπτία μπορούν να γίνουν πραγματικά πνευματικοί αναγεννητές και καθοδηγοί ψυχών.
Εν κατακλείδι, θα αναφέρω ένα περιστατικό που σχετίζεται με το γέροντα Πορφύριο, τον ήδη άγιο της Εκκλησίας μας, τον έμπλεω χαρισμάτων, και αυτού του προφητικού χαρίσματος, τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη. Είχαν επισκεφθεί τον γέροντα μια οικογένεια με το μικρό τους παιδάκι στην αγκαλιά για να το ευλογήσει ο παππούλης.
Ο π. Πορφύριος το έλαβε στα χέρια του και «είδε» ότι το παιδί αυτό για το οποίο τόσο χαρούμενοι ήταν οι νέοι γονείς θα πέθαινε. Πόσο πόνο έλαβε μέσα του από το προφητικό χάρισμα που είχε! Βλέπουμε λοιπόν ότι τα χαρισμάτα δεν είναι για όλους ούτε είναι για εντυπωσιασμό.
Τα θαυμαστά γεγονότα των χαρισματούχων ανθρώπων συμβαίνουν για να εμπιστευτεί ο πιστός περισσότερο τον Θεό. Χρειάζεται μεγάλη πνευματικότητα για μπορέσεις να το έχεις και να το αντέξεις.
Χρειάζεται να δίνεις καθημερινά αίμα για να λαμβάνεις Πνεύμα!
Ας κλείσουμε τα προαναφερθέντα με την ευχή να ζήσουμε τη ακόλουθη φράση του μεγάλου θεολόγου π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «Όταν έχουμε την εμπειρία της θεώσεως στην άλλη ζωή, δεν χρειάζεται ούτε η Αγία Γραφή ούτε η νοερά προσευχή ούτε οι θεολογικές γνώσεις και τα δόγματα…», και τα χαρίσματα θα προσθέταμε εμείς!