Χατζήδες: Η λέξη προέρχεται από το αραβικό «χατζ» που σημαίνει «ταξίδι σε ένα ιερό μέρος» και πρόκειται για ένα προσωνύμιο που δίδεται εθιμοτυπικά σε όποιον πηγαίνει να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους και «βαπτιστεί» στον Ιορδάνη ποταμό.
Δεν είναι υποχρεωτικό βέβαια για κάποιον να λέγεται Χατζής για αυτό τον λόγο, απλά είναι μια ένδειξη για κάποιον ότι έχει πάει εκεί. Παλαιότερα που ήταν δύσκολες οι μετακινήσεις, το να πάει κάποιος στους Αγίους Τόπους ήταν πραγματικός «άθλος», έτσι ήταν ας πούμε ένας «τίτλος τιμής» για τον προσκυνητή. Τώρα πια έχει ελλατωθεί κατά πολύ αυτό το προσωνύμιο.
Το προσκύνημα στους αγίους τόπούς είναι πανάρχαια ευλαβική συνήθεια των χριστιανών. Από πόθο και ευλάβεια με κόπους, θυσίες και κινδύνους, πήγαιναν πολλοί έστω και μία φορά στην ζωή τους να προσκυνήσουν τα μέρη που έζησε και περπάτησε ο Χριστός.
Πρώτη μεγάλη χριστιανή προσκυνήτρια είναι η Αγία Ελένη, η οποία πήγε στους Αγίους Τόπους για να βρει και να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Καππαδοκίας διασώζουν μια παράδοση που λέει πως όταν η Αγία Ελένη πήγαινε στην Παλαιστίνη πέρασε από την Καππαδοκία και διανυκτέρευσε στο χωριό Ταρσιάχ (Ταξιάρχης) της Καισαρείας. Εκεί παρουσιάστηκε στον ύπνο της άγγελος Κυρίου και της αποκάλυψε πώς θα βρει τον Τίμιο Σταυρό. Το όραμα αυτό επαληθεύτηκε αργότερα και η αγία δεν λησμόνησε τον τόπο όπου είχε πάρει την χαρμόσυνη αγγελία. Για να δείξει τη χαρά και την ευγνωμοσύνη της, έχτισε κατά την επιστροφή της στο χωριό Ταξιάρχης μία εκκλησία, την οποία αφιέρωσε στο όνομα των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Από αυτό πήρε και το χωριό το όνομα Ταξιάρχης.
Επειδή από την πολυκαιρία η παλιά εκκλησία είχε ερειπωθεί, οι χριστιανοί του Ταξιάρχη έχτισαν στη θέση της παλιάς μια καινούργια μεγαλόπρεπη εκκλησία στα τέλη του περασμένου αιώνα με την ίδια ονομασία. Η εκκλησία αυτή σώζεται μέχρι σήμερα και ο τρούλλος της είναι γκρεμισμένος. Δεν έχει πόρτες και παράθυρα και σκιάζει την διάρκεια του καλοκαιριού (1982) διάφορα οικόσιτα ζώα. Στους εσωτερικούς τοίχους της διακρίνονται θαμπά αρκετές αγιογραφίες. Από τους κατοίκους της περιοχής η εκκλησία αυτή ονομάζεται «Γιανάρ τάς κιλισεσί», που σημαίνει «Εκκλησία του λάμποντος λίθου». Η ονομασία αυτή έχει δοθεί στην εκκλησία, επειδή κατά την οικοδόμηση της στο ανατολικό στρογγυλό παράθυρο, πάνω από το ιερό, είχε τοποθετηθεί μια πέτρα που έλαμπε τη νύχτα και φαινόταν από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Οι Τούρκοι της περιοχής λένε σήμερα, ότι κάποιος τοπάρχης διέταξε το γκρέμισμα του τρούλλου ψάχνοντας τη λαμπερή αυτή πέτρα, η οποία όμως είχε κλαπεί πριν από το γκρέμισμα.
Η Αγία Ελένη και ο Άγιος Κωνσταντίνος θεωρούνται από τους χριστιανούς της Καππαδοκίας σαν προστάτες και βοηθοί εκείνων που πηγαίνουν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Οι ευχές που δίνονται στους αναχωρητές έχουν πάντα την αναφορά τους στους δύο αγίους:
“Με τη βοήθεια της αγίας Ελένης να πάτε και μη τη βοήθεια του αγίου Κωνσταντίνου να γυρίσετε”. “Οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη να σας έχουν στη σκέπη τους”.
Τους παλιούς καιρούς τα μεγάλα ταξίδια είχαν και μεγάλους κινδύνους. Για τον λόγο αυτόν το χατζηλίκι δικαιολογημένα θεωρούνταν πράξη αφιερωτική, που προϋποθέτει θερμή πίστη, ισχυρή θέληση, αυταπάρνηση, θάρρος και οικονομική θυσία.
Το σπουδαιότερο και δυσκολότερο μέρος για την εκπλήρωση του τάματος ήταν να συμπληρώσουν το απαραίτητο χρηματικό ποσό για να ανταπεξέλθουν στις δαπάνες που χρειάζονταν για ένα μεγάλο ταξίδι, που κρατούσε περίπου δυο μήνες. Ο άνδρας με τον τρόπο του και η γυναίκα με τον δικό της προσπαθούσαν, από πολλά χρόνια πριν, να γεμίσουν, δεκάρα τη δεκάρα, το πουγκί που προοριζόταν να δώσει τη δυνατότητα της μετάβασης για προκύνηση και εξαγνισμό στους Αγίους Τόπους.
Όταν με το καλό περάσουν τα χρόνια και ελαφρυνθούν τα οικογενειακά βάρη, έρχεται καιρός να γίνει πραγματικότητα το τάμα. Από τη στιγμή που οι περιστάσεις το επιτρέπουν και παίρνεται η τελική απόφαση, ο υποψήφιος χατζής ή χατζίνα πρέπει να κάνει την ηθική, την κοινωνική και την ψυχική του ετοιμασία. Έπρεπε οπωσδήποτε να εξοφληθούν τα υπάρχοντα χρέη και να τακτοποιηθούν υπάρχουσες κτηματικές ή άλλου είδους διαφορές με όλους τους συνανθρώπους και στο ίδιο χωριό και σε άλλα χωριά. Δίνονται οι πρέπουσες οδηγίες στα παιδιά, τις νύφες και τακτοποιούνται τα κληρονομικά.
Αυτά όλα γίνονται γιατί υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μη γυρίσει ποτέ ο προσκυνητής και να ταφεί στους Αγίους Τόπους, πράγμα που για την πλειονότητα των χριστιανών της Καππαδοκίας θεωρείται καλή τύχη και ευτυχισμένος θάνατος.
Εκείνοι που έχουν τις δυνάμεις και απολαμβάνουν του αναλόγου σεβασμού, μια εβδομάδα πριν αποχωρίσουν, κάνουν τραπέζι σε όλους τους χωριανούς και τους συγγενείς, για να αναδεχτούν τη συχώρεση και την άφεση τυχόν ανθρωπίνων πταισμάτων και να πάρουν την ευχή για το καλό κατευώδιο.
Στα τραπεζώματα αυτά οι πολύ στενοί φίλοι και συγγενείς μπορεί να δώσουν μια μικρή ή μεγάλη χρηματική βοήθεια και να ζητήσουν να πιάσει η προσευχή του προσκυνητή για το καλό και την ευημερία τους. Η πράξη αυτή εμπεριέχει και την ελπίδα για κάποιο δώρο από τους Αγίους Τόπους, που θα φέρει με την επιστροφή του ο Χατζής.
Κατά το τέλος της γιορταστικής αυτής εκδήλωσης, συνηθίζεται ο υποψήφιος Χατζής να πετάει με τα χέρια του κέρματα και κουφέτα προς τους εορτάζοντες, οι οποίοι το θεωρούν καλοτύχισμα να σκύβουν και να παίρνουν για τον εαυτό τους κάποιο κέρμα και λίγα κουφέτα. Ο συνηθισμένος χρόνος αναχώρησης των προσκυνητών είναι οι αρχές της μεγάλης Σαρακοστής. Ο χρόνος αυτός έχει άμεση συνάρτηση με την απόσταση των Άγιων Τόπων από τον τόπο εκκίνησης, από το μέσον που θα χρησιμοποιηθεί για την πορεία, από τις καιρικές συνθήκες και το δρομολόγιο που πρόκειται να ακολουθηθεί.
Μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα, η πορεία γινόταν πεζή με φορτωμένα τα διάφορα μεταφορικά ζώα με εφόδια που ήταν αναγκαία για το ταξίδι. Ένας συνήθης τόπος που δεχόταν πολλούς προσκυνητές από τον Πόντο και την Καππαδοκία ήταν το λιμάνι της Μερσίνας, απ” όπου με πλοία συνεχιζόταν το ταξίδι προς τα λιμάνια της Παλαιστίνης. Μεγαλύτερη αξία και αποδοχή είχε η πράξη του προσκυνητή όταν η μετάβαση και η επιστροφή γίνονταν με πεζοπορία, οπότε ο χρόνος διάρκειας της προσκυνηματικής διαδικασίας αύξανε κατά πολύ. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί και διάφοροι. Ασθένειες, δυσμενείς καιρικές συνθήκες και ληστείες συχνά γίνονταν αιτίες βασάνων και απογοητεύσεων για τους Χατζήδες.
“Όταν οι περιστάσεις είχαν πολέμους, αναταραχές και δυστυχίες, οι κίνδυνοι ήταν περισσότεροι. Οι πληροφορητές μας θυμούνται και περιγράφουν πολλά δυσάρεστα περιστατικά που έχουν συμβεί κατά καιρούς σε άμεσους συγγενείς και χωριανούς, που έπαθαν στο χατζηλίκι και στον δρόμο του πηγαιμού και του Ερχομού. Η πρόνοια για την αποφυγή ενδεχομένων ατυχιών υποχρέωνε τους οδοιπόρους να πηγαίνουν παρέες πέντε και περισσοτέρων ανθρώπων, για να έχουν αλληλοϋποστήριξη και συμπαράσταση ο ένας προς τον άλλο.
Σε διαδρομές επικίνδυνες για ληστείες αναγκάζονταν να παίρνουν ειδικούς οδηγούς και αγωγιάτες οπλισμένους για προστασία και ασφάλεια. Οι οδηγοί, που ήταν άνθρωποι,από τίς γύρο περιοχές, ήξεραν να υπερασπίζοντα τους ανθρώπους που οδηγούσαν και για τον πρόσθετο λόγο που γνώριζαν τις κινήσεις των ληστοσυμμοριτών με τους οποίους είχαν συνήθως γνωριμίες και συνεργασία σε πολλά θέματα. Πολύ επικίνδυνα ήταν τα βουνά και οι περιοχές του όρους Ταύρος και Αντίταυρος.
Την προηγουμένη της αναχώρησης ημέρα, οι προσκυνητές πηγαίνουν στον εκκλησιασμό, όπου παίρνουν τις ευλογίες του παπά και τις ευχές των συνανθρώπων τους. Ζητάγανε συχώρεση για τα παραπτώματα τους και δίνουν άφεση σε εκείνους που τους έβλαψαν και έχουν ηθικό βάρος.
Ο αναχωρητής λέει: “Αν έβλαψα κάποιον ή έκανα κακό, ας με συχωρέσει” και οι άλλοι απαντούν: “Ας είναι συχωρεμένα από τον Θεό. Με το καλό να πάτε και να γυρίσετε”. “Αλλάχ γκαμπούλ ετσίν” (“Ο θεός να κάνει ευπρόσδεκτη την προσφορά σας”).
Το χρηματικό ποσό που έπαιρνε ο καθένας ήταν ανάλογο με τις δυνάμεις του και ανάλογο με τα δώρα που σκεφτόταν να φέρει και τα αφιερώματα που θα έκανε στους Αγίους Τόπους.
Μετά τις απαραίτητες ετοιμασίες, ερχόταν η μέρα της αναχώρησης, όπου συγγενείς και χωριανοί, μαζί με τον παπά και τους χατζήδες που είχαν κάνει το καθήκον αυτό από τα περασμένα χρόνια, ξενόβγαζαν σε αρκετή απόσταση από το χωριό του ταξιδιώτες για το μεγάλο ταξίδι. Κάποια στιγμή ερχόταν η ώρα του αποχωρισμού και δίνονταν οι τελευταίες ευχές και παραινέσεις.
Η Καθαρά Δευτέρα ήταν η πιο συνηθισμένη μέρα αναχώρησης των Καππαδόκων για τους Αγίους Τόπους. Το ξεκίνημα γίνεται την πρώτη μέρα της μεγάλης Σαρακοστής, που αρχίζει η νηστεία και η προσευχή. Ο κανόνας επιβάλλει στον προσκυνητή την κοινωνία και τη μετάληψη να την πάρει στους Αγίους Τόπους την ημέρα της Ανάστασης.
Όσο πλησιάζουν προς την παλαιστίνια χώρα τόσο το ποτάμι των προσκυνητών, που έρχονται από διάφορες χώρες, μεγαλώνει. Η διαμονή στον τόπο προορισμού δεν παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, Οι Άραβες χριστιανοί και μουσουλμάνοι είναι συνηθισμένοι από πολλά χρόνια πριν και έχουν κάνει τις ανάλογες ετοιμασίες.
Οι προσκυνητές από την πλευρά τους δεν είναι απαιτητικοί και δύσκολοι. Αρκούνται δυο – δυο, τρεις – τρεις, να μοιραστούν τα μικρά και μισοσκότεινα δωμάτια των φτωχόσπιτων της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων της. Εκείνοι που θέλουν περισσότερες ανέσεις και ησυχία έχουν τη δυνατότητα να βρουν ακριβά σπίτια ή ξενοδοχεία, αφού διαθέσουν το ανάλογο χρηματικό ποσό.
Η παραμονή και οι περιηγήσεις είναι στο πρόγραμμα των προσκυνητών, οι οποίοι πράττουν ανάλογα με τις επιθυμίες τους να δουν, να προσκυνήσουν και να γνωρίσουν τους τόπους που συνδέονται με τη ζωή και τα έργα του Ιησού Χριστού. Είναι καθήκον και υποχρέωση κάθε προσκυνητή να επισκεφτεί τον Ιορδάνη ποταμό και να πάρει το βάπτισμα στα νερά του. Το τυπικό σ” αυτήν την ιεροτελεστία δεν απαιτεί πολλά και έχει συμβολικό χαρακτήρα. Ανάλογα με τον καιρό, την περίσταση και την ψυχική διάθεση του πιστού, μπορεί να λογιστεί βάπτισμα και όταν τρεις χούφτες νερό χυθούν στο κεφάλι του προσκυνητή, πράγμα που μπορεί να κάνει ο ίδιος με τα χέρια του, αφού σταυροκοπηθεί τρεις φορές και επικαλεστεί άλλες τόσες: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησαν με”.
Αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να τηρηθεί στην άτυπη ιεροτελεστία της βάπτισης στον Ιορδάνη είναι η ψαλμωδία της βάπτισης του Κυρίου, την οποία ψέλνει ο βαπτιζόμενος ή εκείνος που ρίχνει στο κεφάλι νερό για να περιχυθεί σ” όλο το σώμα, που φέρει κατά κανόνα έναν άσπρο επενδύτη:
“Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις. Του γαρ γεννήτορας η φωνή προς σε μαρτύρησε, αγαπητόν σε υιόν ονομάζουσα. Και το πνεύμα εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου το ασφαλές. Ω επιφανής Χριστέ ο θεός και τον κόσμο φωτίσας δόξα σοι”.
Το ότι οι περισσότεροι Καππαδόκες ήταν τουρκόφωνοι δεν τους απότρεπ να γνωρίζουν από στήθους την ψαλμωδία του βαπτίσματος, την οποία από μικρά παιδιά μαθαίνουν σαν προσευχή καθημερινή, στην ίδια γλώσσα του ευαγγελίου.
Στην ακολουθία της Ανάστασης πήγαιναν όλοι ανεξαιρέτως οι προσκυνητές. Ήθελαν και ήταν ηθική επιταγή να μη λείψει κανείς από τη μεγάλη ακολουθία της Ανάστασης του Κυρίου. Περίμεναν με αγωνία να βγει το Άγιο Φως και να λαμπρυνθούν οι καρδιές, γιατί πιστεύουν πως, αν συμβεί και δεν βγει το άγιο φως, περιμένουν τους ανθρώπους μεγάλες δυσκολίες.
Μόλις έβγαινε ο δεσπότης από την κρύπτη με τη λαμπάδα αναμμένη, ακούγοταν από όλους τους προσκυνητές βαθύς και δυνατός στεναγμός ανακούφισης και τα πρόσωπα χαμογελούσαν πασχαλινά. Χιλιάδες πιστοί, που μιλάγανε διαφορετικές γλώσσες, έκαναν απέραντη υπομονή, για να ανάψουν τη λαμπάδα τους από τη γνήσια πηγή φωτός. Όταν ερχόταν η ώρα και ακουστεί το “Χριστός Ανέστη”, οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα και το ποδοβολητό των χριστιανών έσειε τον περίχωρα του ναού.
Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν κροτίδες και βεγγαλικά. Τα όπλα που κρατούν δυνατά, ούτε υπάρχουν ούτε επιτρέπονται. Σε αντικατάσταση όλων αυτών η χαρά εκδηλώνεται με ισχυρό ποδοβολητό που έχει τον συμβολισμό του. Ο ολοκληρωμένος χρόνος παραμονής στους Αγίους Τόπους είναι μέχρι την Πεντηκοστή. Οι περισσότεροι όμως προσκυνητές αρχίζουν το ταξίδι του γυρισμού μετά την Κυριακή του Θωμά.
Στο διάστημα της παραμονής και προσκύνησης, πρέπει να γίνουν και άλλες δουλειές. Η πιο δύσκολη είναι να αγοραστούν τα δώρα που περιμένουν οι δικοί και οι φίλοι. Για τους φίλους και συγγενείς ξεχωριστά, για τα αγαπημένα πρόσωπα ξεχωριστά. Μαζί με αυτά έρχεται και η υποχρέωση να εκτελεστούν οι παραγγελίες των πολύ δικών ανθρώπων, που έχουν με τον τρόπο τους προπληρώσει το δώρο που περιμένουν.
Ένα σπουδαίο και συνηθισμένο δώρο είναι το σάβανο με τους σταμπωτούς σταυρούς και την παράσταση της ανάστασης του Κυρίου. Αυτό προορίζεται για πολλούς ηλικιωμένους, που το περιμένουν ή το έχουν παραγγείλει.
Μετά ερχόταν το δώρο για τον παπά και την εκκλησία του χωριού. Εδώ έπρεπε να είναι κάτι που χρησιμεύε και άρμοζε στο έργο του ιερέα. Για την εκκλησία μπορούσε να είναι κάποιο εικόνισμα, κάποιο εκκλησιαστικό βιβλίο ή κάποιο καντήλι ασημένιο, να στέκει κα( να φωτίζει μπρος στο εικόνισμα του αγίου, που ερχόταν από τα άγια χώματα.
Τα δώρα που έρχονται από τους Αγίους Τόπους είναι πολλά και διάφορα. Όλα όμως αυτά δεν πρέπει να έχουν μεγάλο όγκο και βάρος, γιατί θα είναι δύσκολη η μεταφορά. Ανάλογα με τον βαθμό συγγενείας και εκτίμησης είναι και τα δώρα που έρχονται. Σταυροί σε διάφορα μεγέθη και από διάφορα υλικά, εικόνες, κομπολόγια, διαφορετικών υλικών και χρωμάτων, κομποσκοίνια, θυμίαμα γιά την εκκλησία και για τα σπίτια, ιερά σκεύη για την εκκλησία και άλλα πράγματα που συνδέονται με τη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων. Πολλές φορές έπαιρναν μαζί τους και το Άγιο Φως.
Ο δρόμος του γυρισμού δεν ήταν απαλλαγμένος από τους κινδύνους που είχε και ο δρόμος του πηγαιμού. Για τον |λόγο αυτό παίρνονταν οι απαραίτητες προφυλάξεις και γίνονταν οι αναγκαιες συνεννοήσεις μεταξύ των προσκυνητών, ως πρός τον τρόπο που θα μπορούσαν να αποκλείσουν τίς κακοτοπιές.
Η επιστροφή όμως είχε τη διαφορετικότητα της, γιατί οι Χατζήδες ήταν προς τον εαυτό τους και προς τους γύρω συνανθρώπους τους κάτι πιο σεβαστό και αξιότιμο, αφού είχαν πάρει το χρίσμα του προσκυνητή. Κάποτε το ταξίδι του γυρισμού πλησίαζε στο τέλος του. Οι συγγενείς και οι δικοί έχουν γνώση και τελούν σε αναμονή. Τότε έρχεται στο χωριό η καλή αγγελία ότι οι Χατζήδες έφτασαν στην κοντινή πόλη. Ο αγγελιοφόρος που θα φέρει το νέο δικαιούται το καλό δώρο και από εκείνους που έρχονται και από εκείνους που περιμένουν τους Χατζήδες.
Οι συγγενείς και οι αγαπημένοι που πρόσμεναν τους οδοιπόρους συνεννοούνται και έβγαιναν να τους προϋπαντήσουν. Το αντάμωμα γινόταν σε ένδειξη χαράς και αγαλλίασης για το ότι “βοήθησε ο Θεός και ξανασμίγουν οι αγαπημένοι”. Κατά κανόνα, στην τελετή υποδοχής των Χατζήδων πήγαινε ο ίδιος ο παπάς του τόπου και όλοι οι επίσημοι. Ήταν το μεγάλο “καλώς ορίσατε” και συνέβαινε πολλές φορές να υπάρχουν εξαπτέρυγα της εκκλησίας και ο ιερέας να φέρει το πετραχείλι με την επίσημη λειτουργική ενδυμασία του. Μετά το πρώτο καλωσόρισμα στον τόπο υποδοχής, εκείνοι που βγήκαν να προϋπαντήσουν μαζί με τους προσκυνητές πορεύονται εν πομπή στην εκκλησία του χωριού, όπου χτυπούσε η καμπάνα χαρούμενα και γινόταν μικρή δοξολογία προς τιμή των Χατζήδων, οι οποίοι αξιώθηκαν να γίνουν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους.
Από την εκκλησία πορεύοταν ο κάθε προσκυνητής στο σπίτι του μαζί με τους δικούς και τους φίλους του. Εκεί θα γίνει πάλι το καλωσόρισμα από τους ανθρώπους του σπιτιού, θα περάσουν όλοι κατά σειρά ηλικίας να φιλήσουν το χέρι του Χατζή και να πάρουν τα κεράσματα που από πριν έχουν ετοιμαστεί.
Ακολουθούσαν οι ερωτήσεις για το ταξίδι, τους τόπους, τα αγιάσματα και τις εντυπώσεις από το ταξίδι. Οι απαντήσεις δίνονται αργά και ήρεμα και όλοι ακούνε με προσοχή τον ευλογημένο δούλο του Θεού, που είχε την τιμή να γνωρίσει και να περπατήσει εκεί που βάδισε ο Υιός του θεού και Σωτήρας Χριστός. Για αρκετές μέρες ο Χατζής παρέμενε στο σπίτι του, όπου θα πηγαίνουν να τον καλωσορίσουν πολλοί δικοί και φίλοι. Σ” αυτό το καλωσόρισμα θα δίνονται στον καθένα τα δώρα που ήρθαν από μακριά.
Για τους Καππαδόκες ο τίτλος του Χατζή ήταν τιμητικός στην οικογένεια και την κοινωνία (“Όλοι άγγιζαν τα ρούχα του Χατζή και της Χατζήνας, για να λάβουν λίγη από την καταξίωση και την ιερότητα”)”. Η λέξη «χατζής» έμπαινε προοδευτικά στα ονόματα των προσκυνητών, όπως Χατζηγιώργης, Χατζηγιοβάν, Χατζηδέσποινα, Χατζηάνα-Χατζημάνα, και με το πέρασμα των χρόνων έμπαινε προοδευτικά και στα επώνυμα, όπως Χατζηγεωργιάδης, Χατζηιωαννίδης, Χατζησάββας κ.λπ. Το όνομα αυτό το κληρονομούσαν και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Η γυναίκα του Χατζή ήταν «Χατζέσκα» ή «Χατζίνα» ή «Χατζάνα» (οι ηλικιωμένες ) και τα παιδιά και τα εγγόνια του ήταν «Χατζούδες». Ο ιερέας, όταν μνημόνευε τα ονόματα των Χατζήδων, πρόσθετε και το προσκυνητής ή προσκυνήτρια. Π.χ. Ερμιόνης προσκυνήτριας.
Οι άγραφοι εθιμικοί κανόνες ήθελαν τον Χατζή άνθρωπο αφοσιωμένο, δίκαιο και αμερόληπτο μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία. Έπρεπε να σκέφτεται και να ενεργεί έτσι, που να αποτελεί υπόδειγμα πιστού και αφοσιωμένου ανθρώπου, με προθυμία στην κάθε είδους προσφορά.
Για να μην περιπλέκεται στους πειρασμούς και τα πταίσματα της ζωής, δεν έπρεπε ποτέ να λέει ψέμματα και να πιάνει στα χέρια του ζυγαριά ή να μετράει ο ίδιος χρήματα στίς δοσοληψίες του. Ήταν υποχρεωμένος να εκκλησιάζεται τακτικά και χωρίς να φαίνεται έπρεπε να βοηθά τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Δεν συχωρούνταν ποτέ να διώχνει ζητιάνο που ζητούσε ελεημοσύνη στην πόρτα του.
Οι Χατζήδες με το προσκύνημα τους δεν άλλαζαν μόνο το όνομά τους αλλά και την ζωή τους. Αφιερώνονταν περισσότερο στην Εκκλησία με πιο τακτικό εκκλησιασμό, νηστείες, προσευχές, εξομολόγηση και θεία Κοινωνία αλλά περισσότερο απ” όλα πρόσεχαν να είναι δίκαιοι. Απέφευγαν πάρα πολύ τη αδικία. Το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι σ” όλη τους την ζωή δεν έπιαναν ζυγαριά να ζυγίσουν για να μην αδικήσουν στο ζύγι. Ακόμη και τα παιδιά τους δεν ζύγιζαν. Ζύγιζαν οι άλλοι και αυτοί γύριζαν το κεφάλι τους να μην βλέπουν αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο να αδικηθούν. Μάλιστα στο ζυγισμένο σιτάρι άνοιγαν το τσουβάλι και έβαζαν και δυο χούφτες επιπλέον. Ή όταν κάτι αγόραζαν πάντα πλήρωναν κάτι παραπάνω από το κανονικό.
Κάποτε, σ” ένα χωριό ένας καρβουνιάρης περνούσε με το κάρο του πουλώντας κάρβουνα. Πήγε ένας να αγοράσει. Λέγει ο καρβουνιάρης. «Τα κάρβουνα εσύ θα τα ζυγίσης, επειδή εγώ είμαι Χατζής και δεν ζυγίζω» Του απαντά και ο άλλος: « Και εγώ δεν ζυγίζω. Και εγώ είμαι χατζής». Έτσι περίμεναν στον δρόμο μέχρι που πέρασε ο πρώτος περαστικός και ζύγισε εκείνος τα κάρβουνα.
Σε περίπτωση που δεν τηρούνταν οι άγραφοι αυτοί κανόνες, ο κοινωνικός περίγυρος και οι καιροφυλακτούντες ηθικολόγοι ήταν έτοιμοι να εξακοντίσουν τα φαρμακερά βέλη τους (: “Αυτός πήγε στο χατζηλίκι με έναν διάβολο και γύρισε με δέκα” ή “Αυτόν με μια φορά δεν τον ξεπλένει ο Ιορδάνης ποταμός”) Για εκείνους που έδειχναν σεβασμό στους κανόνες, είχαν τον καλό και επαινετικό λόγο (: “Αυτός άφησε στ” αλήθεια τα αμαρτήματα του εκεί και γύρισε καθαρός”),
Οι γραπτές πηγές και οι πληροφορητές επισημαίνουν μια ενρυπωσιακή πτυχή του θέματος Χατζής – Χατζηλίκι. Στους κακούς και κατατρεγμένους καιρούς, όπου επικρατούσε ο φόβος, η φτώχεια και η αβεβαιότητα, το χατζηλίκι περιπέφτει σε μαρασμό και σχεδόν κανένας δεν αποτολμάει το μεγάλο ταξίδι.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι από τα χρόνια που άρχισαν οι βαλκανικοί πόλεμοι μέχρι τα χρόνια της μεγάλης μετοικεσίας των χριστιανών της Μ. Ασίας (1924), το χατζηλίκι είχε ξεχαστεί από τους ορθοδόξους χριστιανούς της Καππαδοκίας, γιατί οι συνεχείς πόλεμοι που διεξήγαγε η Τουρκία είχαν τις βαριές τους επιπτώσεις στους χριστιανικούς πληθυσμούς και δεν άφηναν περιθώρια για μεγάλους ταξιδεμούς, προς αναζήτηση προσκυνηματικής απολύτρωσης.
Ο εθιμικός κανόνας επέβαλε να ντύνουν άλλοι χατζήδες τον νεκρό χατζή για τελευταία φορά. Εκεί κοντά του καινε στα μανουάλια τα κεριά που είναι φερμένα από τους Αγίους Τόπους και ευωδιάζει το λιβάνι που έχει έρθει από τους κέδρους του Λιβάνου. Μαζί με όλα αυτά τα δείγματα της ελπίδας, που παραστέκουν τον νεκρό, είναι και το πολύτιμο σάβανο που έχει έρθει και φυλαγόταν χρόνια σαν πολύτιμος θησαυρός μέσα στο σεντούκι. Αυτό είναι το ευλογημένο πανί που θα αγκαλιάσει και θα περιτυλίξει εκείνον που πηγαίνει στο τελευταίο του ταξίδι προς τους ουρανούς.
Πολλές φορές οι χατζήδες και εκείνοι που έχουν αποκτήσει ένα σάβανο χωρίς να έχουν πάει στους Αγίους Τόπους, όταν ακόμη βρίσκονται στη ζωή, παραγγέλνουν παρακλητικά στα παιδιά και τις νυφάδες τους: “Αμάν παιδί μ”, κοίταξε να μην ξεχάσεις να με σκεπάσεις με το σάβανο που έφερα. Το έχω φυλαγμένο μέσα στο σεντούκι κάτω βαθιά – βαθιά. Να έχεις την ευχή μου και να σε δουν και σένα τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου χατζή”.
Οι στενοί δεσμοί των Καππαδόκων με τους Αγίους Τόπους (Κουδούς σερίφ) χρονολογούνται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Πρώτος επίσκοπος Καισαρείας γίνεται ο εκατόνταρχος Λογγίνος, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη του τάφου του Χριστού. Βλέποντας με τα μάτια του την ανάσταση του Κυρίου, πίστεψε λέγοντας: “Αληθώς Θεού υιός ην ούτος”.
Ο Άγιος Ευθύμιος είχε πατρίδα του τη Μελιτηνή στην άνω Καππαδοκία. Έγινε ασκητής και το 406 μ.χ. πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου με τη διδασκαλία του και τα θαύματα του βάφτισε πολλούς Άραβες χριστιανούς. Έχτισε ένα μεγάλο μοναστήρι, το οποίο αργότερα ονομάστηκε «Μάρ Σάββα».
Ο Άγιος Σάββας είχε πατρίδα του την Μουταλάσκη (Ταλάς), κοντά στην Καισαρεία. Από μικρή ηλικία αφιερώθηκε στον ασκητισμό και πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα έγινε μαθητής του Αγίου Ευθυμίου. Συγκρότησε και μεγάλωσε το μοναστήρι που είχε κτίσει ο Άγιος Ευθύμιος και βρίσκεται σε απόσταση 12 χλμ. από την Ιερουσαλήμ, στην κοιλάδα του Κεδρώνος, και φέρει το όνομα του.
Στο μέσο της αυλής στη μονή βρίσκεται το κενοτάφιο που είχε τα οστά του Αγίου Σάββα. Το ίδιο μοναστήρι περιέχει τα οστά του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Το έτος 614 μ.Χ., το μοναστήρι είχε 5.000 μοναχούς και στα μετέπειτα χρόνια δέχτηκε τις επιδρομές των Αράβων, των Σαρακηνών και των Τούρκων.
Από τη στιγμή που ο Χατζής αναδέχεται τον τίτλο, αρχίζει σιγά – σιγά να αποδεσμεύεται από τα βασικά προβλήματα και αφοσιώνεται στις ηθικές και θρησκευτικές αρχές της χριστιανικής κοινωνίας. Τελεί σε πολλούς αυτοπεριορισμούς, για να μην αμαρτάνει και επιβαρύνει την ψυχή του. Ετοιμάζει αδιάκοπα τον εαυτό του για την εν Παραδείσω άλλη ζωή.
Η αυτογνωσία, η αυταπάρνηση και η αποχή από τίς πολλές χαρές της επίγειας ζωής, είναι κατά έναν τρόπο συνεχές αγώνισμα προς την θέωση και την άνοδο της κλίμακας προς την άλλη ζωή. Είναι προσέγγιση προς τη θεία φύση και γι» αυτό γίνεται αποδεκτή με σεβασμό και θαυμασμό από τη ζώσα ανθρώπινη κοινωνία.
Η λαϊκή αντίληψη και η εκφραστικότητα των απλών ανθρώπων της Καππαδοκίας δίνει με τον δικό της τρόπο, σε στίχους που τραγουδιούνται, μερικές εικόνες από τους χατζήδες, το χατζηλίκι και την πορεία ζωής που διανύεται για να αξιωθεί κάποιος της μεγάλης κοινωνικής και ηθικής αναγνώρισης. Το τραγούδι που ακολουθεί είναι από το Μιστί της Καππαδοκίας και το παίρνουμε από το βιβλίο του Θανάση Κωστάκη με τον ομώνυμο τίτλο (τόμος 2, σελ. 540):
“Βαρά βαρά ολούρ χατζή ολμαγιαν-λάρ τσεκέρ ατζί.
Τουτανλάρ Χριστοσούν τατζί γκελ εφέντιμ γκοστέρ νουρί.
Χριστοσούν ντογντουγού γερί σι Σαββαμίν ντερεσιντέ.
Μουμλάρ γιανάρ αρασιντά Παναγία χαλβουσουντά.
Σολωμονούν κιλισεσιντέ νούρ τασιόρ ορτασιντά”1
(Πηγαίνοντας πηγαίνοντας γίνονται χατζήδες. “Όσοι δεν γίνονται πικραίνονται.
Όσοι τα καταφέρνουν είναι πιστοί του Χριστού. Έλα αφέντη μου, δείξε μας τη λάμψη.
Ο τόπος που γεννήθηκε ο Χριστός είναι στού αγίου Σάββα μας την κοιλάδα.
Κεριά ανάβουν ανάμεσα του στην αυλή της Παναγίας.
Στον ναό του Σολωμόντα λάμπουν τα φώτα στο κέντρο του)
(μτφρ. Βασ. Φαρασόπουλος)
Χατζήδες από την Κύπρο
Κάθε χρόνο ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι επίδοξοι Κύπριοι προσκυνητές που επιθυμούσαν να επισκεφθούν τους Άγιους Τόπους, ξεκινούσαν από τα χωριά τους με τα ζώα τους για να φθάσουν στην προκυμαία της Λάρνακας λίγο πριν το Πάσχα. Όσοι αποφάσιζαν πως θα επισκέπτονταν το Χατζάτο, όπως αποκαλούσαν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας την Ιερουσαλήμ, προετοιμάζονταν ψυχικά, πνευματικά και σωματικά μέρες πριν. Πριν την αναχώρησή τους, μεταλάμβαναν τη Θεία Κοινωνία και οι καμπάνες των χωριών σήμαιναν. Οι προσκυνητές συνοδεύονταν από τους ιερείς του χωριού μαζί με τα εξαπτέρυγα, τη στολή και τον σταυρό. Η ίδια διαδικασία επαναλαμβανόταν και κατά την επιστροφή του προσκυνητή. Η μετάβαση στους Άγιους Τόπους αποτελούσε ένα μεγάλο γεγονός και όσοι επέστρεφαν έφεραν τιμητικά τον τίτλο του Χατζή ή της Χατζήνας. Και ο τίτλος αυτός αποτελούσε ένα διαβατήριο ήθους και έναν τιμητικό τίτλο, τον οποίο σέβονταν οι υπόλοιποι κάτοικοι. Η βάφτιση στον Ιορδάνη ποταμό και η μετατροπή σε «Χατζή» προσέφερε στο άτομο αίγλη και αναγνώριση. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό «χατζ» (“hajj”)που σημαίνει «στέκομαι μπροστά σε μια θεότητα σε ιερό μέρος» ή «ταξίδι σε ένα ιερό μέρος».
Οι υποψήφιοι προσκυνητές, φτάνοντας στο λιμάνι, έπαιρναν ένα πλοίο το οποίο τους μετέφερε στη Βηρυτό, από εκεί ταξίδευαν στη Δαμασκό, όπου ξεφόρτωναν και φόρτωναν πάλι για Αμμάν. Πέρναγαν στην Ιεριχώ και τέλος έφταναν στα Ιεροσόλυμα. Το ταξίδι στοίχιζε δύο λίρες για τους προσκυνητές και μία λίρα για τους κληρικούς. Οι ταξιδιωτικοί πράκτορες διευκρίνιζαν πως το ποσό κάλυπτε την πληρωμή του βαποριού, και τα αχθοφορικά, τα λεμβουχικά, τα σιδηροδρομικά από την Γιάφα μέχρι την Ιερουσαλήμ, το εισιτήριο για την επιστροφή και την υπόσχεση «ότι θα μείνωσι καθ’ ολα ευχαριστημένοι». Έως και το 1967 βέβαια, απαγορευόταν η επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ για αυτό οι Κύπριοι επιτρεπόταν να επισκεφθούν τους Άγιους Τόπους ίσα με το «Φρέαρ του Ιακώβ» και τη Βηθλεέμ.
Καίριο μέλημα των προσκυνητών ήταν η βάφτιση στον Ιορδάνη Ποταμό. Η βάφτιση μπορούσε να γίνει είτε ομαδικά είτε ατομικά, όπου ο ιερέας διαβάζοντας ευχές ράντιζε τρεις φορές με νερό τους χατζήδες. Αν όμως δεν έριχνε το νερό ο ιερέας, το έριχνε ένα τρίτο άτομο, η νονά. Οι χατζήδες, έπρεπε να φορούν μία άσπρη πουκαμίσα, της οποίας το χρώμα συμβόλιζε το φως και τον εξαγνισμό. Μάλιστα, μαζί με την άσπρη πουκαμίσα βαφτίζονταν και τρεις κουρούκλες, ένα ζεύγος κάλτσες, ένα σεντόνι και τα εσώρουχα του προσκυνητή, τα οποία όταν έφευγε από τη ζωή τα χρησιμοποιούσαν ως σάβανο οι δικοί του.
Με την επιστροφή τους οι Χατζήδες και οι Χατζήνες, για να θεωρούνται αντάξιοι του τίτλου τους, έπρεπε να ολοκληρώσουν το προσκύνημά τους στην Κύπρο στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και στο μοναστήρι του Κύκκου. Μαζί τους έφεραν και ένα ενθύμιο από τα Ιεροσόλυμα, τα «αϊταφίτικα» που ήταν μικροί σιντεφένιοι σταυροί, κομπολόγια και ένα είδος άσπρα σαπούνια πλουμιστά με την βούλα του Αγίου Τάφου, που τα έλεγαν «μουσκοσάπουνα». Τα αντικείμενα αυτά μπορούσαν να προσδώσουν τόση αίγλη στον Χατζή, που του εξασφάλιζαν μια θέση εκκλησιαστικού επιτρόπου στην ενορία τους. Αντιστοίχως, οι γυναίκες Χατζήνες, μετατρέπονταν στα πιο σεβαστά πρόσωπα της ενορίας, από τις οποίες οι υπόλοιπες γυναίκες ζητούσαν συμβουλές για σοβαρά ζητήματα και όταν της συναντούσαν στην εκκλησία, σηκώνονταν για να προσφέρουν τον σκάμνο τους.
Επίλογος
Το προσκύνημα των Χατζήδων έδειχνε την αγάπη και την ευλάβεια τους προς τον Χριστό, αποτελούσε σταθμό στην ζωή τους, συγχρόνως δε και αφετηρία για καινή και πνευματική πολιτεία. Η ενθύμιση του προσκυνήματος συντηρούσε και έτρεφε όπως το λάδι την φλόγα του καντηλιού, την αγάπη τους προς τον Χριστό και την Παναγία, των οποίων αξιώθηκαν να προσκυνήσουν τον τόπο όπου έζησαν και πάτησαν τα άχραντα πόδια Τους.
Έρευνα, συγκέντρωση, επεξεργασία, επιμέλεια και παράθεση υλικού Χώρα Του Αχωρήτου