Υπακοή: Η υπακοή είναι μία από τις πιο παρεξηγημένες έννοιες των ημερών μας.
Για τους περισσότερους, η υπακοή ισοδυναμεί με την πειθαρχία στην οποία μας υποχρεώνουν αυτοί που βρίσκονται σε θέση εξουσίας, και παραπέμπει σε μια στείρα κατάσταση που καταργεί την ανθρώπινη ελευθερία και δημιουργικότητα.
Δεν είναι όμως αυτό το αληθινό νόημα της υπακοής.
Η ετυμολογία της λέξης υπακοή είναι από τις λέξεις “υπό” και “ακούω”. Σημαίνει δηλαδή να ακούω τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ταπεινό, με τρόπο προσεκτικό, με τρόπο – σε τελική ανάλυση – ανοικτό. Το αντίθετο της υπακοής – όπου ακούμε τους άλλους ταπεινά, είναι η υπεροψία – όπου βλέπουμε τους άλλους αφ’ υψηλού.
Η υπακοή λοιπόν, δεν είναι μια σκέτη συμπεριφορά την οποία μας επιβάλλουν γονείς, καθηγητές, αστυνομικοί και συνταγματάρχες. Είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος για να προσεγγίζουμε τον κάθε συνάνθρωπό μας, μεγαλύτερο, μικρότερο ή συνομήλικο.
Με την υπακοή, την καλή ακρόαση, οι ορίζοντές μας ανοίγουν ώστε να μπορούμε να δούμε πέρα από τα στενά πλαίσια του δικού μας ατομισμού, και γινόμαστε πιο ευαίσθητοι στους πόθους, τις προσδοκίες αλλά και στα βάσανα των άλλων.
Υπακοή σημαίνει, όταν συναντώ κάποιον άνθρωπο, να ξεχνώ τις δικές μου σκέψεις και τις δικές μου επιθυμίες, ώστε να προσηλωθώ σε εκείνον, ώστε να αφουγκραστώ τις δικές του σκέψεις, τις δικές του επιθυμίες. Ο άνθρωπος που γνωρίζει το αληθινό νόημα της υπακοής, είναι σε θέση να ανακαλύψει και το πραγματικό νόημα της αγάπης.
Η υπακοή με την πιο συνηθισμένη έννοια – το να κάνω δηλαδή έμπρακτα αυτό που μου ζητά ο άλλος – είναι και αυτή χρήσιμη, αλλά μόνο στο βαθμό που ετοιμάζει τον ψυχικό μας κόσμο ώστε να προσεγγίζουμε τους άλλους ανθρώπους πιο ταπεινά, πιο ανοικτά, ώστε δηλαδή να κατορθώσουμε την “πνευματική υπακοή”.
Διότι αν απλά το έχουμε ως ιδεολογία να είμαστε ανοικτοί άνθρωποι, στην πράξη όμως αρνούμαστε να κάνουμε και τα παραμικρά χατίρια για τους άλλους, δεν πρόκειται να κατορθώσουμε το σκοπό μας – θα μείνουμε κλεισμένοι στον ατομισμό μας.