«Αμαρτάνω» στην αρχαία ελληνική γλώσσα σημαίνει «αστοχώ, αποτυγχάνω» και «αμαρτία», ορίζεται ως «Ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἀποτυχία» (=η αποτυχία να πράξουμε το σωστό –Λεξικό Σούδα).
Ο στόχος του ανθρώπου ήταν να φτάσει στη θέωση, όπως δηλώνεται με το «καθ’ ὁμοίωσιν», ήδη από την αρχή της Αγίας Γραφής.
Απέτυχε να φτάσει αυτόν το στόχο και με την επιλογή του αντί για ζωή γνώρισε το θάνατο. Ο Θεός, όμως, δεν άφησε τον άνθρωπο αβοήθητο. Έγινε ο ίδιος άνθρωπος, «για να γίνει ο άνθρωπος θεός» όπως λέει ο Μ. Αθανάσιος.
Με την ενανθρώπηση ο Χριστός δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να ενταχθούν στο σώμα του (με το μυστήριο του βαπτίσματος και του χρίσματος) και ως μέλη του σώματός του να τρέφονται από τον ίδιο (Θ. Ευχαριστία) κλπ. Στο βαθμό που συνειδητοποιεί κανείς το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή αποτελεί μέλος του σώματος με κεφαλή τον Χριστό, επηρεάζεται ο τρόπος ζωής του.
Αν είμαι μέλος του σώματος του Χριστού τότε μπορεί να συμβούν δύο πράγματα:
α) Δεν μπορώ –δε μ’ αφήνει η συνείδησή μου και η αγάπη μου προς το Χριστό- να κάνω κάτι που δε θα έκανε ο Χριστός στη θέση μου. Αφού είμαι μέλος του, δεν μπορώ ως μέλος του να κάνω κάτι που Εκείνος δεν εγκρίνει. Αυτός είναι ο προβληματισμός του απ. Παύλου σχετικά με την αμαρτία στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή (Α΄ Κορ 6,15)
β) Στην περίπτωση που τελικά πράξω χωρίς την έγκριση «της κεφαλής» (δηλ. του Χριστού), αναγκαστικά ξεκόβω τον εαυτό μου από το Χριστό που είναι ο «στόχος» μου, αυτός που μου εξασφαλίζει τη θέωση, επομένως «αμαρτάνω» με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η «αμαρτία» συνδέεται με το «θάνατο» (Ιακ. 1,15), ενώ αντίθετα ο Χριστός εξασφαλίζει τη ζωή (Ρωμ 6,22-23). Για αυτό και οι πατέρες της Εκκλησίας την αντιμετωπίζουν ως ασθένεια που πρέπει να θεραπεύσουμε, κι όχι ως ζήτημα ηθικής που αφορά μια «καλύτερη» κοινωνία ή «καθώς πρέπει» ανθρώπους.
Επειδή, όμως, όσο και αν προσπαθήσουμε, σίγουρα θα υπάρξουν στιγμές που θα παρεκκλίνουμε από το στόχο μας, ο Χριστός κατανοεί την ασθένειά μας, ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και πάλι στο σώμα του και μας αποκαθιστά πλήρως με το μυστήριο της μετάνοιας (εξομολόγηση) που για το λόγο αυτό ονομάστηκε από τους πατέρες της Εκκλησίας δεύτερο βάπτισμα.
Για τις «Ορθόδοξες Απαντήσεις»
Σοφία Χασιώτη, Δρ. Θεολογίας, Ιούλιος 2010