Του π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι φοβόμαστε την θλίψη, τη δοκιμασία, τον πόνο, το κακό.
Μας θυμίζουν την ήττα και τον θάνατο. Έτσι, όταν νιώθουμε ότι μας περιμένει μία δυσάρεστη αλλαγή στη ζωή μας είτε καταφεύγουμε στον Θεό είτε αισθανόμαστε ότι υπάρχει μπροστά μας η οδός της απελπισίας.
Η πίστη όμως δε βλέπει έτσι την πραγματικότητα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους «η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. 5, 3-5). «Ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. Μαρτυρεί γι’ αυτό η αγάπη του Θεού, με την οποία το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε, γέμισε και ξεχείλισε τις καρδιές μας».
Πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική θέαση της ζωής. Αντί να μιλά για την υπομονή ως φάρμακο στις δοκιμασίες, μιλά για τις δοκιμασίες που οδηγούν στην υπομονή. Δε θεωρεί τις δοκιμασίες απορριπτέες στη ζωή, αλλά ως την οδό που οδηγεί στην υπομονή. Η υπομονή χτίζεται με τις δοκιμασίες, δεν είναι έτοιμη κατάσταση. Και χρειάζεται η υπομονή στη ζωή μας, διότι γεννά χαρακτήρα δοκιμασμένο, δηλαδή χαλυβδωμένο και δυνατό, όχι ηττημένο, αλλά ανθεκτικό στην ήττα και τον πόνο και τον θάνατο. Αυτό βεβαίως δε συνεπάγεται αποδοχή τους, δηλαδή μοιρολατρία, αλλά επίγνωση των ορίων μας. Ότι δεν είμαστε αυτοί που ελέγχουμε τον κόσμο και τη ζωή, αλλά ο Θεός, ο οποίος επιτρέπει, για λόγους που Εκείνος γνωρίζει, συνήθως για τις αμαρτίες μας, να περνάμε δυσκολίες, να χάνουμε, να αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε εμείς που ελέγχουμε και κυβερνάμε την οδό μας, αλλά όλα ανήκουν αλλού. Ακόμη και εκείνοι που ζούνε με την ψευδαίσθηση ότι είναι πανίσχυροι, συνειδητοποιούν το εφήμερο της δυναστείας τους. Και μόνο έτσι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Να βρει την ελπίδα, δηλαδή την επίγνωση ότι τα πάντα είναι στον Θεό και Εκείνος θα βάλει το τελικό όριο τόσο στη δοκιμασία όσο και στην ήττα μας. Γιατί ακόμη και αυτά δείχνουν την αγάπη του Θεού, η οποία πλούσια έχει δοθεί στον καθέναν μας, δια του Αγίου Πνεύματος, και γεμίζει και ξεχειλίζει με περίσσεια ζωής τις καρδιές μας.
Οι άνθρωποι σκεπτόμαστε διαφορετικά. Παρασυρμένοι από τον πονηρό και από το κοσμικό πνεύμα θεωρούμε ότι δικαιούμαστε μία αμέριμνη ζωή ή μία ζωή στην οποία τα πάντα θα έρχονται όπως μας αξίζουν. Το αντίθετο είναι αδικία. Και αυτό το μεταφέρουμε και στη σχέση μας με τον Θεό. Ζητούμε από Εκείνον την εκπλήρωση των ονείρων μας για ευτυχία. Θεωρούμε ότι είναι Δίκαιος όταν μας δίνει αυτό που μας αρέσει. Και αναρωτιόμαστε συνεχώς γιατί να συμβαίνει το αντίθετο. Δε θέλουμε έναν Θεό που δε μας ευχαριστεί, που δεν επιτρέπει στη ζωή να πορεύεται σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Δε θέλουμε έναν Θεό που αφήνει να φαίνεται ένας τρόπος προβληματισμού για το εφήμερο και υπέρβασής του. Θέλουμε έναν Θεό που να καταφάσκει στο εδώ και τώρα μας, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε τα πάντα στην προοπτική της στιγμής, της ευχάριστης στιγμής. Και γι’ αυτό είτε λησμονούμε τον Θεό, είτε Τον απορρίπτουμε, είτε Τον θυμόμαστε στις δοκιμασίες μας, όχι για να μας βοηθήσει να αντέξουμε, αλλά για να τις πάρει από μας.
Δεν είναι όμως αυτό το νόημα της χριστιανικής πίστης και γι’ αυτό οι πολλοί στέκουν αδιάφοροι έναντί της. Η πίστη που γεννιέται στην καρδιά αυτού που θέλει να αγαπήσει αληθινά τον Θεό δεν κοιτά το αποτέλεσμα, την ωφέλεια, το ευχάριστο, αλλά τη σχέση καθαυτή με Αυτόν που μας αγαπά. Η πίστη πηγάζει από την εμπιστοσύνη και είναι εμπιστοσύνη. Εμπιστεύομαι σημαίνει ότι αφήνω κατά μέρος κάθε προσανατολισμό προς τα έξω ή προς τον εαυτό μου και εργάζομαι σε ό,τι έχω κληθεί να παλέψω, υλικό, πνευματικό, κοινωνικό, με κριτήριο και έκβαση το θέλημα του Θεού. «Χαρά και λύπη ένα, ένα κι εγώ μαζί Σου» (Σταμάτης Σπανουδάκης), λέμε στον Θεό. Αν οι ανθρώπινες σχέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τις παίρνουμε στα σοβαρά, γίνονται αφορμή περάσματος από την δοκιμασία στην υπομονή, από την υπομονή στον δυνατό χαρακτήρα, από τον δυνατό χαρακτήρα στην ελπίδα ότι η σχέση και η αγάπη θα κρατήσουν για πάντα ή για όσο περισσότερο γίνεται, πόσο μάλλον η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό περνά από αυτόν τον δρόμο. Αν μέσα από την πείρα των ανθρώπινων σχέσεων, βρίσκουμε νόημα και αξία στη ζωή μας, διότι υπερβαίνουμε την μοναξιά μας, πόσο μάλλον μέσα από την πείρα της σχέσης με τον Θεό βρίσκουμε νόημα και αξία αιωνιότητας, καθώς υπερβαίνουμε ακόμη και τις ήττες μας και τους φόβους μας και αγκαλιάζουμε Αυτόν που δε θα μας αφήσει ποτέ.
Η πίστη χτίζεται. Ο δρόμος που περιγράφει ο Παύλος είναι ο τρόπος της. Οι πολλοί δεν τη θέλουν. Τη φοβούνται ή τη θεωρούν ξεπερασμένη. Υποταγμένοι στο εφήμερο βλέπουν στο υλικό, στις επιθυμίες, στα μέσα της ζωής τις απαντήσεις στους φόβους και τις δοκιμασίες ή υποτάσσονται στα μεγάλα και αναπάντητα γιατί. Η Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος και της εμπειρίας της μάς δείχνει την οδό της αποδοχής του θελήματος του Θεού, της αποδοχής των ορίων μας, της αποδοχής της αγάπης του Θεού που χτίζει επιπλέον πίστη, μας κάνει να νικούμε τα άγχη μας ή να τα διαχειριζόμαστε και τελικά να μην νικιόμαστε, καθώς έχουμε αιωνιότητα εντός μας και μπορούμε να χαρούμε ό,τι ωραίο μας δίδεται στη ζωή, χωρίς να το υποτάσσουμε στη δύναμη της αμαρτίας, του κακού, της εφήμερης απόλαυσης. Κι εδώ τελικά βρίσκεται η αληθινή δύναμη!