Μια φορά, ρώτησα κάτι μαθητές σε μια γ’ λυκείου τι περιμένουν από ένα παπά. “Βλέπετε έναν παπά στο δρόμο, τι σκέφτεστε, ποια είναι η πρώτη σας σκέψη”; Οι περισσότεροι μαθητές απάντησαν ότι ταυτίζουν τον παπά μ’ ένα σύνολο απαγορεύσεων: τι πρέπει να κάνουν, τι πρέπει να μη κάνουν. Μια άλλη φορά, χειμώνα, σ’ ένα περίπτερο, περίμενα να ψωνίσω πίσω από μια μανούλα που το παιδί της έσκουζε και ζητούσε παγωτό.
Όταν είδε ότι πίσω της περίμενε ο παπάς, γύρισε στο παιδί σοβαρότατα και είπε: “Ησύχασε επιτέλους! Θα σε μαλώσει ο πάτερ!” κι έδειξε προς το μέρος μου. Εγώ τηνε κοίταξα απλώς με μια σχετική απορία και τ’ άφησα ασχολίαστο.
Σήμερα πήγα να βγάλω κάτι φωτοτυπίες κι ήταν εκεί μια άλλη μάνα με το τουλάχιστον εξάχρονο κοριτσάκι της. Το παιδί με κοιτάει με το ράσο και γουρλώνει τα μάτια. Τραβάει το ρούχο της μαμάς και ρωτάει: Μαμά! Γιατί αυτός ο κύριος είναι έτσι ντυμένος;;”. Η μαμά μου χαμογέλασε συγκαταβατικά και μ’ ελαφρύ μειδίαμα μου ‘πε “παιδί είναι… Που να ξέρει…;”.
Σ’ εκείνη τη γ’ λυκείου κανείς δε μίλησε ούτε για ψυχή, ούτε για Θεό: όχι γιατί τα παιδιά αυτά είναι κακά ή άσχετα με τη θεολογία, αλλά γιατί φτάνοντας στην γ’ λυκείου μεγάλωσαν μέσα σε μια κοινωνία που στο πρόσωπο του ιερέα συχνότερα έβλεπε τον τηρητή της Τάξεως και της Ηθικής παρά τον κήρυκα του Ευαγγελίου. Ίσως γιατί άθελά μας παραφράσαμε το Ευαγγέλιο σ’ ένα κατάλογο κανόνων, για το τι πρέπει να κάνουμε και τι να μην κάνουμε ώστε να μην πάμε στη Κόλαση.
Μια φορά, έκανα κάπου κήρυγμα και μιλούσα για την κόλαση ως κενό και παντελή απουσία Θεού και ότι “τα καζάνια κι οι φωτιές δεν είναι πραγματικά αλλά συμβολικά”.
Τότε μια κυρία, πάνω από ογδόντα χρονών, ξεσηκώθηκε φωνάζοντας “είσαι σε πλάνη! Ο παπάς είναι σε πλάνη! Στη κόλαση θα έχει καζάνια και φωτιές και διαόλους να χορεύουνε” κι έφυγε απ’ την εκκλησία. Όταν μετά από καιρό την κήδεψα, πρόσεξα στη κάσα ότι όλο το χέρι της ήταν καμένο καθώς διακρίνονταν ένα φρικτό έγκαυμα.
Τότε, ρώτησα κάποιον γνωστό αν ήξερε τι ήταν αυτό στης νεκρής το χέρι. Ευθύς, εκείνος μου είπε ότι όταν ήταν νέα το έκαψε δουλεύοντας σ’ ένα εργοστάσιο. Η θεωρία της φωτιάς ταίριαζε στους φόβους της μακαρίτισσας γάντι. Αναζητούσε τέλος πάντων μια δικαίωση. Στη τελική, ήταν καλός άνθρωπος, απλά κολλημένη…
Όπως και να ‘χει, σήμερα στεναχωρέθηκα που το κοριτσάκι στις φωτοτυπίες δεν είχε πάει ποτέ -μάλλον- στην εκκλησία και δεν είχε δει ποτέ μπροστά του παπά και γι’ αυτό ρωτούσε για ‘μενα τη μαμά του.
Ας μη κρίνουμε όμως με τη μια τη “κακή” μάνα που δε κοινωνάει το παιδάκι της κάθε Κυριακή. Η μάνα αυτή μεγάλωσε μέσα στην ίδια κοινωνία που έφτιαξε έναν Χριστό τιμωρό, που εξευμενίζεται με δωρεές σε ναούς και μόνο.
Θυμάμαι την εμμονή μιας κυρίας που εχάρισε ένα καντήλι στο ναό, να βάλει ταμπελάκι να κρέμεται να φαίνεται, καλά χαραγμένο, τ’ όνομά της αφού το δώρισε στην εκκλησιά. Να βλέπει κανείς λοιπόν τον Χριστό σαν εισαγγελέα που δέχεται πεσκέσια είναι βλασφημία τεράστια στ’ όνομά Του.
Αν μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με “το φόβο του πάτερ” -όπως η κυρία στο περίπτερο- τότε ας μην περιμένουμε, όταν φτάσουνε τα παιδιά στη γ’ λυκείου, ν’ αναζητούν ψυχή και Θεό. Ό, τι τους δώσουμε, έτσι θα πράξουνε. Κι είναι καλά τα παιδιά μας.
Ιάσονος ιερομονάχου