Κάποτε δύο άνθρωποι πέθαναν…
Έφτασαν και οι δύο μπροστά στο Κύριο…
Ο Κύριος φυσικά δεν είναι τιμωρός ή δικαστής μα η ψυχή με τις πράξεις τις δίνει την απάντηση στην ερώτηση που μας κάνει ” Θες να σε σωσω;”
Έφτασαν λοιπόν μα οι ψυχές ξέρουν που να πάνε. Και η πρώτη πήγε από τη δεξιά θύρα τη φωτεινή.
Εκείνη τη στιγμή ο από πίσω ένιωθε πως έπρεπε να πάει στη σκοτεινή. Μα πριν πάει αναρωτήθηκε και είπε στο Χριστό που με λύπη τον κοιτούσε.
” Κύριε, Κύριε γιατί να μη σωθώ;”
” Δεν θα σωθεί μόνο αυτός που μου φωνάζει Κύριε, Κύριε αλλά αυτός που θα τηρεί το θέλημα του Πατρός μου.” Είπε ο Χριστός και δάκρυα μαζεύτηκαν στα μαγουλά του.
” Μα Κύριε την ψυχή πριν την ήξερα. Δεν έκανε αυτός αίσχη; Εγώ πάντα τηρούσα το θελημά σου.”
Ο Χριστός σηκώθηκε από το θρόνο και με ένα βλέμμα έκανε τα Χερουβείμ να φύγουν και να του φέρουν δύο βιβλία.
Έδωσε το ένα στην παραπονεμένη ψυχή. Όλες οι άλλες ψυχές απορούσαν. Η ψυχή το ξεφύλισε. Που και που σημεία των σελιδών ήταν μαύρα και τα γράμματα βαμμένα με κόκκινο αλλά το περισσότερο ήταν λευκό με γαλάζιο. Στη τελευταία σελίδα υπήρχε μόνο μαύρο με μιά λέξη μόνο ” Υπερηφάνεια”.
” Εντάξει Κύριε μα αυτός γιατί μέχρι σήμερα ήταν χάλια…”
Ο Χριστός έδωσε το βιβλίο της άλλης ψυχής και όλοι προσέχανε.
Όλες οι σελίδες ήταν μαύρες και σπάνια να έβλεπες μια λέξη λευκή. Μα πριν γυρίσει τη τελευταία σελίδα του είπε ο Λόγος.
” Αυτή γράφτηκε σήμερα, την μία ώρα που δεν τον είδες πριν πεθάνει εως ότου 5 λεπτά μετά πέθανε αυτός.”
Και γύρισε τη σελίδα και έλαμψε τόσο πολύ που τυφλώθηκε στην αρχή.
Μετά όμως ξεχώρισε τα γαλάζια γράμματα ” Μαρτύριο…”
Όσοι είστε αμαρτωλοί μετανοήστε και ελπίδα.
Όσοι νομίζετε ότι άγιοι είστε μετανοήστε και ταπεινωθείτε.