Τα άνθη της ερήμου, από την Εκκλησιαστική ιστορία του Σωκράτους.
Η ιστορία αυτή, ενός βαθύτατα ευσεβούς και πνευματικού ανθρώπου που λεγόταν Σωκράτης και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, περιλαμβάνει γεγονότα που συνέβησαν στην Εκκλησία ανάμεσα στα έτη 305 και 439.
Όποιος θέλει να τη διαβάσει, μπορεί να τη βρει στον 67ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας του Migne.
Παρακάτω δίνουμε σε μετάφρασι μερικές ωραίες πληροφορίες που αναφέρει ο ιερός ιστορικός για τους μεγάλους ασκητάς της Αιγύπτου μαζί με κάποια θαυμάσια λόγια τους που διέσωσε.
Ένας μοναχός που τον έλεγαν Δίδυμο και που έζησε ενενήντα χρόνια, ποτέ δεν είχε κάνει συντροφιά με κανένα άνθρωπο.
Άλλος, ονομαζόμενος Πίωρ, έτρωγε περπατώντας. Και σαν τον ρώτησε κάποιος γιατί τρώγει μ’ αυτόν τον τρόπο, αποκρίθηκε: «Δεν θέλω νάχω σαν έργο το φαγητό, αλλά σαν πάρεργο». Και σ’ έναν άλλο που του έκανε την ίδια ερώτηση, είπε: «Για να μην αισθάνεται η ψυχή καμμιά σωματική ευχαρίστηση».
Ο ασκητής Ισίδωρος έλεγε πως είχε σαράντα χρόνια που έννοιωθε την αμαρτία στη διάνοιά του, χωρίς ποτέ να συγκατατίθεται στους πειρασμούς της με την επιθυμία.
Ο Παμβώς, που ήταν αγράμματος, πήγε σε κάποιον για να μάθη κανένα ψαλμό του Δαυίδ. Σαν άκουσε, λοιπόν, τον πρώτο στίχο του τριακοστού ογδόου ψαλμού που λέγει: «Είπα· φυλάξω τας οδούς μου, του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου», δεν θέλησε ν’ ακούση παρακάτω και σηκώθηκε κι έφυγε λέγοντας: «Μου αρκεί αυτός ο στίχος, αν μπορέσω να τον αποστηθίσω στην πράξη». Και σαν του παραπονέθηκε ο δάσκαλος, γιατί έκανε έξη μήνες να ξαναφανεί, εκείνος αποκρίθηκε: «Δεν έμαθα ακόμα το στίχο του ψαλμού στα έργα». Πέρασαν κατόπιν πολλά χρόνια και κάποιος γνωστός του μια μέρα τον ρωτά αν έμαθε τον στίχο. Κι εκείνος είπε: «Κάπως τον έμαθα στα δέκα εννιά χρόνια που διάβηκαν».
Ο ίδιος, σαν τον κάλεσε ο Μέγας Αθανάσιος, που ήταν επίσκοπος, ήλθε από την έρημο στην Αλεξάνδρεια. Έτυχε, λοιπόν, εκεί να ιδή κάποια βαμμένη γυναίκα και τον πήραν τα δάκρυα. Και σαν ζήτησαν οι γύρω του να μάθουν γιατί έκλαιγε, τους είπε: «Δυο λόγοι μου έφεραν δάκρυα· πρώτα η απώλεια αυτής της γυναικός· ύστερα, γιατί εγώ δεν έχω τόση έγνοια ν’ αρέσω στο Θεό όπως έχει αυτή για ν’ αρέση στους ανθρώπους».
Ήσαν δύο περιβόητοι ασκηταί που είχαν το ίδιο όνομα. Ο Μακάριος από την Αίγυπτο και ο Μακάριος από την Αλεξάνδρεια. Ο πρώτος ήταν αυστηρός σ’ εκείνους που έρχονταν να τον συμβουλευθούν. Ο δεύτερος, που σε όλα τα άλλα έμοιαζε ακριβώς με τον πρώτο, σε τούτο ήταν διαφορετικός, στο ότι δηλαδή σ’ εκείνους που τον πλησίαζαν ήταν γλυκόθωρος και ιλαρός και με χαριτωμένους τρόπους τραβούσε τους νέους στην άσκηση.
Ένας μαθητής του, ο περίφημος Ευάγριος, που ανεδείχθη κατόπιν πολύ, κάποιον μοναχό που ταρασσόταν από νυχτερινές φαντασίες, τον πρόσταξε να υπηρετή αρρώστους νηστεύοντας. Και είπε, σε σχετική ερώτηση: «Αυτά τα πάθη με τίποτε άλλο δεν σβύνουν παρά μονάχα με το έλεος».
Στον Μέγα Αντώνιο, ήλθε κάποιος σπουδασμένος και του είπε: «Πώς υπομένεις, πάτερ, στερούμενος την παρηγοριά των βιβλίων;» Και ο Άγιος Αντώνιος του αποκρίθηκε: «Το δικό μου βιβλίο είναι η φύση και τόχω πάντα ανοιχτό μπροστά μου για να διαβάζω τον λόγο του Θεού».
Μεταφρ. Βασ.
Περιοδικό Κιβωτός, Απρίλιος 1953, ΑΦ 16