Τον βρήκε φοβερή καταιγίδα και πάλευε με τα ορμητικά ρεύματα που πλημμύρισαν τους δρόμους. Όταν το νερό έφτασε ως τη μέση του, τον πλησίασε μία αυτοσχέδια βάρκα και ο βαρκάρης τον κάλεσε να μπει μέσα.
-Όχι απάντησε εκείνος. Είμαι πιστός. Και ο Θεός δε θα με αφήσει.
Αργότερα, όταν το νερό έφτασε ως το στήθος του ξανάρθε ο βαρκάρης.
-Φύγε, του είπε και πάλι. Είμαι πιστός και ο Θεός θα με σώσει.
Όταν το νερό έφτασε πλέον ως το λαιμό του, ξανάρθε ο βαρκάρης αλλ΄εκείνος και πάλι αρνήθηκε και σε λίγο πνίγηκε.
Όταν έφτασε στον Παράδεισο ρώτησε το Θεό γιατί δεν ήρθε να τον σώσει.
– Ήρθα του είπε. Ήρθα τρεις φορές σαν βαρκάρης και μ’ έδιωξες.