Του Πατέρα Στεφάνου Αναγνωστόπουλου
Στη δεκαετία που ήμουν στον Άγιο Βασίλειο Πειραιώς, γύρω στα 1975-76, σε μιά Μαιευτική κλινική, μεταβαίνει μιά νεαρά κυρία, 27 περίπου ετών, και συναντά τον Διευθυντή της κλινικής, που ήταν γνωστός Γυναικολόγος, και του ζητά να κάμει τη γνωστή επέμβαση της εκτρώσεως έναντι μεγάλης αμοιβής. Ο γιατρός-μαιευτήρας, που ήταν άνθρωπος του Θεού, αρνήθηκε και της είπε:
Κυρία μου, η κλινική μου είναι φωλιά ζωής και δεν θα την κάνω σήμερα «σφαγείο». -Είναι δικαίωμά μου, εγώ το ορίζω και εγώ θα το ρίξω.. Άλλωστε, σεις θα πληρωθείτε καλά. Μου φτάνει το ένα παιδί, άλλο δεν χρειάζομαι. -Δεν γίνομαι συνένοχος στην αμαρτία σας.
Μου το απαγορεύει ο όρκος που έδωσα ως γιατρός και η συνείδησίς μου! Ανταπάντησε ο ευσυνείδητος Γυναικολόγος. Και η ευκατάστατη κυρία έφυγε νευριασμένη, για να βρει άλλο γιατρό για την άμβλωση. Από τότε πέρασαν δύο χρόνια. Ένα πρωϊνό ο γιατρός δέχθηκε στο ιατρείο του την επίσκεψι μιάς μαυροφορεμένης γυναίκας. Του φάνηκε γνωστή και την θυμήθηκε. Μαζί της ήταν και ο σύζυγός της, γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας. -Γιατρέ, με θυμάστε; Είπε αργά και με πόνο η κυρία. -Ναι, σας θυμάμαι. Αλλά γιατί φοράτε μαύρα και είστε τόσο καταβεβλημένη; -Γιατρέ, με τιμώρησε ο Θεός! Μετά την έκτρωση, που έκανα τότε σε άλλη κλινική, ύστερα από ένα δίμηνο έχασα το μονάκριβο παιδί μου, τριών ετών, από καλπάζουσα λευχαιμία. Και που δεν πήγαμε, μέχρι την Αμερική φθάσαμε χωρίς κανένα αποτέλεσμα.. Αργότερα είδα και τα χειρότερα. Λόγω της εκτρώσεως, υπέστη ζημιά η μήτρα μου και τώρα δεν μπορώ να κάνω παιδί, γι’ αυτό και ήρθα σε σας, για να με βοηθήσετε. Έσκυψε το κεφάλι της και άρχισε να κλαίει. -Μη κλαίς κυρία μου. Θα προσπαθήσω ως γιατρός να σας βοηθήσω. Επιθυμώ όμως να κάνετε κάτι, που είναι σοβαρό και που θα βοηθήσει αποτελεσματικά στην ψυχοσωματική σας θεραπεία. -Ό,τι θέλετε γιατρέ! -Θα πάτε εντός της εβδομάδος πρώτα σ’ ένα καλό Πνευματικό, Εξομολόγο και μετά θα κάμετε αυτές τις ιατρικές εξετάσεις.
Πράγματι η κυρία πήγε (τότε ήταν ο Πνευματικός πατήρ Γεώργιος Πικριδάς, πολύ γνωστός και με κύρος) και τους έβαλε «κανόνα» : με την κληρονομιά που θα έδιναν στο τρίχρονο αγοράκι που έχασαν, θα έκτιζαν μια νέα πτέρυγα σ’ ένα νοσοκομείο, όπου ήθελαν. Θα έκαναν όσα παιδιά θα τους χάριζε ο Θεός, χωρίς αναστολές και δισταγμούς. Θα εκκλησιάζονται, θα προσεύχονται, θα μελετούν την Αγία Γραφή, και θα μετέχουν στα μυστήρια της εκκλησίας, επίσης θα κάνουν αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων στις επιχειρήσεις τους. Πράγματι τήρησαν τις υποδείξεις του Πνευματικού και ύστερα από πέντε μήνες έμεινε έγκυος η κυρία και γέννησε ένα αγοράκι που πήρε το όνομα του πρώτου παιδιού της. Ακολούθησαν και άλλα τέσσερα. Συνολικά τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Και από τότε η κυρία αυτή κλαίει.. από χαρά και ευτυχία!
Από το βιβλίο «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΥΣ»