Παναγία: Έδειχνε κουρασμένη η κυρία Στέλλα. Τρείς μήνες στό ίδιο κρεβάτι τού δίκλινου θαλάμου τού μεγάλου Νοσοκομείου. Άν είχε στόμα νά μιλήσει τό κρεβάτι της, δέν θά φταναν ώρες νά διηγείται τούς πόνους καί τά βογγητά της
Άχ, Θέ μου, πότε θά πάρω κι εγώ τό εξιτήριο νά πάω στό σπιτάκι μου, στούς δικούς μου! Όσες άρρωστες ήρθαν στό διπλανό κρεβάτι δέν έμειναν πάνω από μιά βδομάδα, κι εγώ κλείνω σήμερα εδώ μέσα τρείς μήνες!
Σχώρα με, Θέ μου, δέ γογγύζω, μά κουράστηκα. Γι αυτό τά λέω σέ σένα πού σέ νιώθω πατέρα μου στοργικό.
Πρίν αποσώσει καλά καλά τίς σκέψεις της, φέρνουν μ ένα φορείο στό θάλαμο μιά φρεσκοχειρουργημένη νεαρή κοπέλα, πού τήν συνόδευε ένας νεαρός. Καί οι δυό τους είναι κατατρυπημένοι μέ σκουλαρίκια καί γεμάτοι μέ ανατριχιαστικά τατουάζ. Από ό,τι δείχνουν φαίνεται αρκετά δύσκολο νά επικοινωνήσει κανείς μαζί τους.
Τό πρώτο εικοσιτετράωρο ήταν πολύ δύσκολο γιά τή νέα. Οι συνοδοί τής κυρίας Στέλλας πολύ διακριτικά προσπαθούσαν νά τήν βοηθήσουν σέ κάθε της ανάγκη.
Τό δεύτερο βράδυ ο άπειρος καί κατάκοπος νεαρός συνοδός της βγήκε από τόν θάλαμο νά ξεκουραστεί, μά άργησε πολύ νά επιστρέψει. Τότε η κοπέλα, η Ναταλία, ξέσπασε. Εκνευρίστηκε κι άρχισε νά μονολογεί μέ αναφιλητά:
Είμαι μόνη! Είμαι δυστυχισμένη! Δέν μέ νοιάζεται κανείς! Τί τήν θέλω τέτοια ζωή; Φοβάμαι! Δέν θέλω νά ζήσω! Καλύτερα νά πεθάνω! Δέν μπορώ νά ζήσω!
Κάποια στιγμή κουράστηκε καί ησύχασε αναστενάζοντας πού καί πού βαριά.
Η αποκλειστική νοσηλεύτρια τής Στέλλας πλησίασε προσεκτικά τήν κοπέλα καί τής έπιασε τό χέρι. Η κυρία Στέλλα, πού τήν άκουγε δακρυσμένη καί προσευχόταν, πήρε τήν απόφαση καί τής είπε απαλά:
Ναταλία μου, είμαι μάνα καί πονάω μαζί σου. Δέν αντέχω νά σέ βλέπω νά υποφέρεις, παιδί μου. Κάνε λίγη υπομονή, σέ παρακαλώ. Θά περάσουν τά δύσκολα! Θέλεις νά μ ακούσεις; Μπορείς;
Η Ναταλία αιφνιδιασμένη κάρφωσε τά οργισμένα μάτια της στήν άλλη άρρωστη καί περίμενε
Εσύ, Ναταλία μου, φαίνεσαι δυναμικός άνθρωπος. Καί ξέρεις οι δυνατοί μέ τίς δυσκολίες γίνονται δυνατότεροι. Έχεις μέσα σου πολλές ανεξερεύνητες δυνάμεις. Ανακάλυψέ τες καί βγάλε ωφέλεια από τή μεγάλη δυσκολία σου στήν οποία βρίσκεσαι τώρα. Μήν αφήνεις ανεκμετάλλευτη αυτήν τήν ευκαιρία. Μήν αφήνεσαι, παιδί μου. Εσύ θά βοηθήσεις τόν εαυτό σου. Μπορείς!
Όση ώρα μιλούσε η Στέλλα, ο θυμός υποχωρούσε από τή Ναταλία καί ηρεμούσε τό πρόσωπό της. Ζήτησε μάλιστα από τήν Αποκλειστική νά τής ανασηκώσει τό κεφάλι, γιά νά βλέπει καλύτερα τή Στέλλα. Καί η Στέλλα, ξεθαρρεύοντας περισσότερο, συνέχισε:
Άν δέν σέ κούρασα, παιδί μου, επίτρεψέ μου νά σού πώ καί κάτι ακόμη. Δέν είσαι μόνη! Οι άνθρωποι δέν πρέπει νά νιώθουμε μόνοι, εκτός βέβαια εάν επιλέγουμε νά είμαστε μόνοι. Οι άνθρωποι έχουμε Πατέρα τόν πανάγαθο καί παντοδύναμο Θεό. Έχουμε Μητέρα γλυκύτατη τήν Παναγία μας. Ζούμε μέσα στήν ατμόσφαιρα τής θεϊκής αγάπης.
Τόσες καί τόσες θαυμαστές επεμβάσεις αυτής τής αγάπης γίνονται γνωστές καθημερινά καί γεμίζουν φώς καί ελπίδα τόν κόσμο. Εγώ πού μέ βλέπεις, Ναταλία μου, πήγα στόν άλλο κόσμο καί γύρισα. Δέν θά ζούσα τώρα. Η αγάπη όμως τής Παναγίας, τήν οποία παρακάλεσαν γιά μένα πολλοί γνωστοί μου, μέ έσωσε. Οι άρρωστοι βλέπουν συνέχεια εδώ στό Νοσοκομείο αυτό τήν Παναγία μας νά θαυματουργεί. Νά μιλάς καί σύ μέ τήν Παναγία, νά τής λές όλα τά προβλήματά σου. Θά σ ακούει μέ στοργή.
Η Ναταλία τήν άκουγε σιωπηλή μέ ορθάνοιχτα μάτια. Ένας νέος ψυχικός κόσμος, άγνωστος ώς τότε, γεννήθηκε μέσα της.
Τό πρωί μέ τό εξιτήριο στό χέρι ο συνοδός τής Ναταλίας, χαρούμενος διότι έφευγαν καί προπάντων διότι τήν έβλεπε ήρεμη, στάθηκε μαζί της κι αυτός δίπλα στό κρεβάτι τής κυρίας Στέλλας κι άκουγε τή Ναταλία:
Απόψε, κυρία Στέλλα, έζησα μαγικά! Ασχολήθηκες μαζί μου. Μού είπες ότι έχω αξία καί δύναμη. Μού έδειξες αγάπη. Μού γνώρισες τήν Παναγία. Όλη τή νύχτα μιλούσα μαζί της. Πρώτη μου φορά μίλησα στήν Παναγία. Ξαλάφρωσα. Ξέρετε, δέν έχουμε γονείς. Μεγαλώσαμε σέ Ορφανοτροφείο. Δράμα η ζωή. Εγώ ποτέ μου δέν πήγαινα στήν εκκλησία. Τώρα βλέπω δρόμο μέ φώς. Τή νύχτα η Αποκλειστική μού είπε καί γιά τόν καλό ιερέα πού υπάρχει εδώ στό Νοσοκομείο καί μέ παρακίνησε νά εξομολογηθώ. Θά γίνει κι αυτό, σάς τό υπόσχομαι. Τό τηλέφωνό μου τό έχει η Αποκλειστική. Σάς ευχαριστώ πολύ γιά ό,τι κάνατε γιά μένα, κυρία Στέλλα, πρόσθεσε δακρυσμένη.
Ευχαριστούμε πολύ, συμπλήρωσε σοβαρά κι ο νεαρός κι έφυγαν κι οι δυό τους ήρεμοι.
Συγκινημένη η κυρία Στέλλα μονολογεί στήν ησυχία τού θαλάμου της: «Άν έφευγα νωρίτερα, πάνσοφε Κύριε, δέν θά ένιωθα τήν αγαλλίαση πού πλημμυρίζει τώρα τήν καρδιά μου. Δοξασμένο τό άγιο όνομά Σου. Φώτισε καί οδήγησε στό δρόμο Σου κι αυτά τά παιδιά Σου. Θά κάνω κι εγώ γι αυτά ό,τι μπορώ γιά νά Σέ γνωρίσουν καλύτερα. Ανοίγει ωραίος αγώνας εμπρός μου. Μέ ευχαριστεί πολύ αυτός ο ιερός αγώνας γιά τήν ψυχική βοήθεια τών συνανθρώπων μου. Βοήθησέ με, Πανάγαθε καί Παντοδύναμε! Θέλω νά γνωρίσουν κι άλλοι τήν αγάπη Σου!».