Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν συνιστούν τον κατά μέτωπο αγώνα εναντίον των πονηρών λογισμών.
Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει πως όποιος προσπαθεί να παλέψει εναντίον του δαίμονος της βλασφημίας μ’ αυτό τον τρόπο μοιάζει μ’ εκείνον που επιχειρεί να συλλάβει την αστραπή με τα χέρια του. Διότι, λέγει, πως είναι δυνατόν να συλλάβει ή να αντειπεί ή να παλέψει κανείς εναντίον εκείνου που έρχεται στην καρδιά ξαφνικά σαν άνεμος, που είναι τα λόγια του γρηγορότερα από την ριπή του οφθαλμού και που αμέσως γίνεται άφαντος;
Εκείνο που αρμόζει στο λογισμό που έρχεται από έξω από τον άνθρωπο, είναι η περιφρόνηση, όχι η κατά μέτωπο αντιπαράθεση. Γι’ αυτό και ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνεχίζει:
Εκείνος που είναι κλεισμένος σ’ ένα σπίτι, ακούει τα λόγια αυτών που περνούν απ’ έξω, χωρίς να συνομιλή μαζί τους. Παρομοίως και η ψυχή που ζη με αυτοσυγκέντρωση, ταράσσεται ακούοντας τις βλασφημίες που προφέρει διερχόμενος ο διάβολος. Όποιος περιφρονεί τούτον τον δαίμονα, ελευθερώθηκε από το πάθος. Όποιος σοφίζεται να αγωνισθή εναντίον του διαφορετικά, στο τέλος νικάται. Διότι εκείνος που προσπαθεί να συλλαβή τα πνεύματα με λόγια, ομοιάζει με εκείνον που προσπαθεί να κλείση κάπου τους ανέμους.
Κάποιος εκλεκτός μοναχός, ενοχλημένος είκοσι χρόνους από τούτον τον δαίμονα, έλειωσε την σάρκα του με νηστείες και αγρυπνίες. Και αφού δεν είδε από αυτά καμία ωφέλεια, έγραψε το πάθος σε χαρτί και επήγε και το έδωσε σε κάποιον άγιο άνδρα. Έπεσε δε κατά πρόσωπον στην γη και δεν μπορούσε να ανυψώση προς αυτόν το βλέμμα του. Ο γέροντας μόλις το διάβασε, χαμογέλασε, και αφού σήκωσε τον αδελφόν, του λέγει: Βάλε, τέκνον μου, το χέρι σου στον αυχένα μου. Αφού το έβαλε ο αδελφός, του λέγει ο μέγας εκείνος: Ας είναι επάνω στον τράχηλό μου, αδελφέ, αυτή η αμαρτία, όσα χρόνια την είχες ή θα την έχης ακόμη. Μόνο εσύ να μην την υπολογίζης πλέον καθόλου. Και ο αδελφός αυτός διαβεβαίωνε ότι δεν πρόφθασε να βγή από το κελλί του γέροντος και το πάθος έγινε άφαντο. Τούτο το περιστατικό μού το διηγήθηκε δοξάζοντας τον Θεόν ο ίδιος αδελφός στον οποίον συνέβη.
Γιά τούτο και εμείς ας τον περιφρονούμε και ας μην υπολογίζωμε καθόλου τα λεγόμενά του και ας του λέγωμεν: Ύπαγε οπίσω μου, σατανά., Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και αυτώ μόνω λατρεύσω (πρβλ. Ματθ. δ’ 10)· σού δε επιστρέψει ο πόνος και ο λόγος επί την κεφαλήν σου και επί την κορυφήν σου η βλασφημία σου καταβήσεται (Πρβλ. Ψαλμ. ζ’ 17) εν τω νύν αιώνι και εν τω μέλλοντι.
Πρέπει να σκεπτόμαστε πως η ευχαρίστηση που προσφέρουν τα πάθη είναι φαινομενική και πρόσκαιρη. Η υποδούλωση στα πάθη σκοτίζει το νου και ο άνθρωπος νομίζει ότι ο δρόμος της κακίας είναι ελκυστικός και ευχάριστος. Όμως τα φαινόμενα εξαπατούν. Όταν λόγου χάρη κάποιος υποδουλωθεί από το φθόνο, γίνεται πράγματι δυστυχισμένος. Ενοχλείται από το καθετί που έχει σχέση με το πρόσωπο που φθονεί ή που θυμίζει αυτό το πρόσωπο. Όμως όποιος αποτινάξει το ζυγό, ο δρόμος της κακίας του φαίνεται ελεεινός και αποκρουστικός, ενώ ο δρόμος της αρετής εύκολος και αξιαγάπητος. Αυτό το βεβαιώνουν εκείνοι που ενίκησαν τα πάθη. Όποιος ξερίζωσε το πάθος του φθόνου, δηλαδή ο άνθρωπος της αγάπης, χαίρεται για το καθετί που έχει σχέση με το αγαπώμενο πρόσωπο. Ο δρόμος του είναι πολύ πιο εύκολος, πολύ πιο όμορφος!
Κάθε πρόκληση, που δημιουργεί το πάθος, μας φαίνεται ευχάριστη· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, ή προς καιρόν λιπαίνει τον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονιμένον μάλλον μαχαίρας διστόμου (Παροιμ. ε’ 3-4).
Το να πολεμάται κανείς από τα πάθη δεν είναι κακό. Κακό είναι το να παραδίδεται στον εχθρό από αμέλεια. Ο πόλεμος κατά των παθών κάνει τον χριστιανό δόκιμο αγωνιστή και του προσφέρει πείρα. Προ παντός τον προφυλάσσει από τον θανάσιμο εχθρό της σωτηρίας του, την υπερηφάνεια. Αυτός ο πόλεμος αρχίζει με τις επιθέσεις του διαβόλου, από τον οποίο προέρχονται συνήθως οι πονηροί λογισμοί. Εδώ πρέπει κανείς να κερδίσει τη μάχη.
Και πως θα ημπορέσει κανείς να υπερνικήσει την θηριώδη σκέψιν; Τι λέγεις άνθρωπε; Εξουσιάζομε τα λεοντάρια και εξημερώνομεν τας επιθέσεις των, και αμφιβάλλεις εάν θα ημπορέσης να μεταβάλης εις ημερότητα την θηριωδίαν της σκέψεως; Αν και εις το θηρίον ενυπάρχει εκ φύσεως μεν η θηριωδία, παρά φύσιν δε η ημερότης· εις σε όμως συμβαίνει το αντίθετον, εκ φύσεως μεν ημερότης, παρά φύσιν δε η αγριότης και η θηριωδία. Συ λοιπόν, που απεμάκρυνες το εκ φύσεως και ετοποθέτησας το παρά φύσιν μέσα εις την ψυχήν του θηρίου, δεν ημπορείς να διατήρησης ο ίδιος το εκ φύσεως; (Χρυσ).
Άνθρωπος όστις διάγει τας ημέρας του αμελών περί της ψυχής του και μη ενθυμούμενος παντελώς τα αγαθά, τα οποία ητοίμασεν ο Κύριος δια τους δικαίους, μηδέ την κόλασιν, η οποία είναι ητοιμασμένη δια τους αμαρτωλούς, αλλά διάγει χωρίς φόβον Θεού- εις τον τοιούτον εμπνέει ο πονηρός πάσαν επιθυμίαν σαρκικήν, και δεν δύναται να εννοήση ο τοιούτος τι πράττει, καθ’ όν τρόπον και η πύλη της πόλεως δεν αισθάνεται τους εισερχόμενους και εξερχόμενους δι’ αυτής· διότι η επιθυμία εισελθούσα εις την διάνοιάν του εκάλυψε τους οφθαλμούς του. Τους δε αγωνιστάς πολεμεί διαφόρως ο εχθρός· και πριν εκτελεσθή η ανομία σμικρύνει πολύ αυτήν ο εχθρός εις τους οφθαλμούς των αφού δε τελεσθή, τοσούτον την υψώνει ώστε δεικνύει αυτήν μεγάλην και ασυγχώρητον δια να τον ρίψη εις την απελπισίαν (Εφραίμ ο Σύρος).
Όταν ο λογισμός μεταβληθεί σε σκέψη και εξελιχθεί σε πάθος, ο πόλεμος γίνεται σκληρός. Όταν μάλιστα η αρρώστια γίνει χρόνια, η καταπολέμηση της είναι πολύ δύσκολη. Παλαιόν πάθος της ψυχής, και άσκησις του κακού που ερρίζωσε με την πάροδο του χρόνου είναι δυσκολοθεράπευτος ή και παντελώς αθεράπευτος, διότι η συνήθεια, ως επί το πλείστον, μεταβάλλεται εις φύσιν (Μ. Βασίλειος).
Η τελεία αποφυγή του κακού είναι βέβαια το καλύτερο, όπως ακριβώς αποφεύγουμε την πληγή από φαρμακερό φίδι. Όμως και αν ο χριστιανός δοκιμάσει μία πτώση, πρέπει να απομακρυνθεί αμέσως από τον τόπο εκείνο: Αλλά αποπήδησον, μη χρονίσης εν τω τόπω, μηδέ επιστήσης το σόν όνομα προς αυτήν (Παροιμ. θ’ 18α). Σχολιάζοντας ο Μ. Βασίλειος καταλήγει: Μακάριον λοιπόν είναι να μη σκεφθής το πονηρόν εάν όμως από κλοπήν του εχθρού εδέχθης εις την ψυχήν σου σκέψεις ασεβείς, μη παραμείνης εις την αμαρτίαν. Εάν δε και αυτό έχης πάθει, μη στερεωθής εις το κακόν. Μη λοιπόν καθίσης εις την καθέδραν των λοιμών (Ψαλμ. A’ I).
Στην περίπτωση που το κακό έχει πλέον εξελιχθεί σε πάθος, οι πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν μικρά βήματα. Είναι ο αγών εκείνος, μεγάλος και τα εμπόδια υψηλά και η κορυφή πλησίον του ουρανού και δεν μπορείς να φθάσεις προς το μέγα; Δεν ημπορείς να περιφρονήσεις, τα χρήματα; Τουλάχιστον μην αρπάζεις τα χρήματα των άλλων, ούτε να διαπράττεις αδικίας. Δεν ημπορείς να νηστεύσεις; Τουλάχιστον μη παρασύρεσαι εις απολαύσεις. Δεν ημπορείς να κοιμηθείς επάνω εις σκληρόν στρώμα; Μην κατασκευάζεις σε παρακαλώ κρεββάτια αργυρένδυτα, ούτε ελεφάντινα, αλλά χρησιμοποίησε κρεββάτι και στρώματα, που δεν έχουν κατασκευασθεί δι’ επίδειξιν αλλά δι’ ανάπαυσιν συγκράτησε τον εαυτόν σου (Χρυσ.).
Αναφερόμενος στην καταπολέμηση του θυμού ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει πως αυτό γίνεται βαθμιαία· στην αρχή δοκιμάζει κανείς εσωτερική πικρία και οδύνη για την αδικία που του προξενήθηκε. Κατόπιν αντιμετωπίζει την αδικία χωρίς λύπη και υστέρα τη θεωρεί έπαινο. Είδα τρεις μοναχούς, λέγει, που εξυβρίσθησαν συγχρόνως· ο πρώτος άπ’ αυτούς δαγκώθηκε και ταράχθηκε, αλλά δεν μίλησε. Ο δεύτερος χάρηκε για τον εαυτό του και λυπήθηκε για τον υβριστή, και ο τρίτος, αφού αναλογίσθηκε την ψυχική βλάβη του υβριστού, έχυσε πικρά δάκρυα. Έτσι έχεις εμπρός σου τον εργάτη του φόβου, τον μισθωτό και τον εργάτη της αγάπης.
Η αρχή είναι να σιωπούν τα χείλη, ενώ η καρδιά βρίσκεται σε ταραχή. Το μέσον είναι να σιωπούν οι λογισμοί, ενώ η ψυχή βρίσκεται σε ταραχή. Κατόπιν ακολουθεί η κατάσταση στην οποία στη θάλασσα της ψυχής επικρατεί μόνιμη και σταθερή γαλήνη, όσο και αν φυσούν οι ακάθαρτοι άνεμοι.
Η σοφία αρχίζει με το φόβο του Κυρίου (ψαλμ. ρΓ/ρια’ 10. Παρ. α’7. θ ΊΟ). Ο φόβος καθαρίζει την ψυχή του πιστού καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου· από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην, αναφωνεί ο ψαλμωδός (ψαλμ. ριη’/ριθ’ 12). Διότι εκεί όπου κατοικεί ο φόβος, εκεί εγκαθίσταται όλη η καθαρότης της ψυχής. Και κάθε πονηρία και ανίερος πράξις απομακρύνεται, αφού τα μέλη του σώματος δεν ημπορούν λόγω του φόβου, να κινηθούν προς ανάρμοστους πράξεις. Διότι όπως αυτός που έχει καρφωθή με υλικά καρφιά και κατέχεται από οδύνας, παραμένει αδρανής, έτσι και αυτός που έχει κυριευθή από τον φόβον του Θεού, και έχει τρόπον τινά συνδεθή ωσάν με οδύνην με την αναμονή αυτών που έχουν απειληθή, δεν ημπορεί ούτε τα μάτια να χρησιμοποίηση δια πράγματα που δεν πρέπει, ούτε τα χέρια να κίνηση προς πράξεις που είναι απηγορευμέναι, ούτε να πράξη γενικά παρά το καθήκον κάτι μικρόν ή και μεγάλον (Μ. Βασιλ.).
Διότι όποιος έχει ενώπιον των οφθαλμών του εκείνη την ημέραν και την ώραν και πάντοτε μελετά την απολογίαν του εμπρός εις το δικαστή-ίιιον που δεν ημπορεί να πλανηθή, αυτός, ή καθόλου, ή ελάχιστα θα αμαρτήση, διότι το αμαρτάνειν προέρχεται από απουσίαν φόβου του Οκού από ημάς. Εις όσους δε είναι ζωηρά η ανάμνηση των απειλουμένων τιμωριών, ο ένοικων εις αυτούς φόβος δεν θα τους δώση ευκαιρίαν να περιπέσουν εις απρόσεκτους πράξεις η σκέψεις (Μ. Βασιλ.).
Εις εκείνον λοιπόν που φοβείται δεν υπάρχει καμμία έλλειψις· δηλαδή δεν λείπει καμμία αρετή εις εκείνον που από τον φόβον εμποδίζεται να διάπραξη κάθε ανάρμοστον πράξιν, αλλά είναι τέλειος, χωρίς να τού λείπη τίποτε από τα καλά που είναι απαραίτητα εις την ανθρωπίνην φύσιν. Και όπως δεν είναι τέλειος εις το σώμα εκείνος που εις κάποιο μέρος του λείπει κάτι από τα αναγκαία, αλλά είναι ατελής ως προς εκείνο που του λείπει, έτσι και εκείνος που περιφρονεί μίαν από τας εντολάς, επειδή στερείται αυτής, είναι ατελής ως προς αυτήν που λείπει. Εκείνος όμως που έχει αποκτήσει τον τέλειον φόβον και είναι συνεσταλμένος εις όλα από ευλάβειαν, δεν θα σταματήση καθόλου, επειδή και τίποτε δεν περιφρονεί, δεν θα έχει καμμίαν έλλειψιν, διότι εις όλα πάντοτε υπάρχει εις αυτόν ο φόβος (Μ. Βασιλ.).
Τι υπάρχει χειρότερον από την γέενναν της κολάσεως; Και όμως τίποτε δεν είναι ώφελιμότερον από τον φόβον αυτής, διότι ο φόβος της γεέννης μας φέρει τον στέφανον της βασιλείας του Θεού. Όπου υπάρχει φόβος, δεν υπάρχει φθόνος· όπου υπάρχει φόβος, δεν ενοχλεί ο έρωτας των χρημάτων όπου υπάρχει φόβος, έχει σβήσει ο θυμός· η πονηρά επιθυμία έχει καταστολή, κάθε παράλογον πάθος έχει εξορισθή και όπως εις το σπίτι στρατιώτου που είναι συνεχώς ωπλισμένος, ούτε ληστής, ούτε διαρρήκτης, ούτε κανείς άλλος από εκείνους που κάνουν τέτοια κακουργήματα θα τολμήση να πλησίαση, έτσι και όταν ο φόβος κατέχη τας ψυχάς μας, κανένα από τα ανελεύθερα πάθη δεν μπαίνει εύκολα εντός ημών αλλά όλα δραπετεύουν και φεύγουν έκδιωκόμενα από παντού από την δύναμιν του φόβου (Χρυσ.).
Η μνήμη του θανάτου είναι επίσης αποτελεσματικό φάρμακο στον αγώνα για την καταπολέμηση των παθών. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνιστά στους γαστρίμαργους: Όταν λάβης θέσι σε πλούσιο τραπέζι, φάε έχοντας εμπρός σου την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως· ίσως έτσι να συγκράτησης ολίγο το πάθος. Και ενώ πίνεις, μην παύσης να θυμάσαι το όξος και την χολή του Δεσπότου σου. Έτσι ή θα εγκρατευθής, ή τουλάχιστον, αν δεν εγκρατευθής θα ταπεινωθής αναστενάζοντας.
Ακόμη συνιστάται η μνήμη παλαιών αμαρτημάτων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πάθη που έχουν πλέον ριζώσει και είναι δύσκολο ξερίζωτο αγκάθι και ατίθασον θηρίον με πολλάς κεφάλας, όπως αναφέρει ο Χρυσόστομος για τη φιλοδοξία:
Διότι όπως ακριβώς το σκουλήκι ροκανίζει τα ξύλα, εις τα οποία οφείλει την γέννησίν του, όπως η σκουριά κατατρώγει τον σίδηρον, από τον οποίον προέρχεται, και όπως ο σκώρος τα μάλλινα, έτσι και η κενοδοξία καταστρέφει την ψυχή, που την εκτρέφει. Δι’ αυτό χρειάζεται συνεχής φροντίς, ώστε να εξαφανίσωμεν αυτό το πάθος. Αποτελεσματικό μέσο είναι η μνήμη των παλαιών μας αμαρτημάτων, συνιστά ο ίδιος πατέρας και αναφέρεται στον απόστολο Παύλο, που ορίσθηκε από τον Κύριο σκεύος εκλογής (Πραξ. θ’ 15). Δε λησμονεί τα αμαρτήματά του, ακόμη και μετά από τη συγχώρηση του και διακηρύσσει πως ο Χριστός, έσχατον πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. Εγώ γαρ ειμί ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι έδιωξα την εκκλησίαν του Θεού, χάριτι δε Θεού ειμί ο ειμί (Α’ Κορ. ιε’ 8-10).
Ο απόστολος Παύλος είχε τη συναίσθηση της χάριτος του Θεού εσκέπτετο το πέλαγος της φιλανθρωπίας του Θεού, αλλά ταυτόχρονα και τις δικές του αμαρτίες. Ακόμη και ο Αβραάμ, που αξιώνεται να συνομιλεί με το Θεό, αναφωνεί: Εγώ δε ειμί γη και σποδός (Γεν. ιn’ 27).
Πρέπει ακόμη ο Χριστιανός να αξιολογεί σωστά τη σημασία των πραγμάτων της ζωής αυτής, σε σχέση με την αιώνια ζωή του. Στην πραγματικότητα τα δυσάρεστα ή τα ευχάριστα αυτής της ζωής δεν είναι αυτά που μένουν κακά ή αγαθά είναι εκείνα που ακολουθούν στη μέλλουσα ζωή.
Όποιος αισθανθεί αυτή την αλήθεια, αποκτά πνευματική παρηγοριά, που υπερβαίνει την υλοφροσύνη των παθών. Κατανοεί πως τίποτε δεν είναι ο πλούτος, τίποτε η πτωχεία, τίποτε η περιφρόνησις, τίποτε η τιμή, αλλ’ εις σύντομον διάρκειαν και εις την ονομασίαν διαφέρουν μεταξύ τους (Χρυσ.). Αν αυτό δεν το κατανοήσουμε, κυνηγούμε σκιές.
Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται (ψαλμ. λη’/λθ’ 7), πράγματι, εδώ ζεί ο άνθρωπος σαν σκιώδης εικόνα, ωσεί σκιά εκλήθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην (ψαλμ. ρα’/ρβ’ 12). Δεν ονομάζει σκιά μόνο τα αγαθά του ανθρώπου, αλλά και τα λυπηρά, είτε τον θάνατο, είτε την αρρώστια και οτιδήποτε άλλο, «άνθρωπος ματαιότητι ομοιώθη, αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι» η ζωή του άνθρωπου παρέρχεται σαν τη σκιά (ψαλμ. ρμγ’/ρμδ’ 4). «τούτο δε φημι, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοτ παράνει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου (Α’ Κορ. ζ’ 29-31).
Έτσι οι επιθυμίες και τα πάθη προέρχονται από ανώριμον σκέψιν, από παιδικήν νοοτροπίαν, λέγει ο Χρυσόστομος και προτρέπει: και ας επιδιώκομε παντού την αλήθειαν και όχι τας σκιάς, και εις τον πλούτον, και εις την ηδονήν και εις την απόλαυσιν και εις την δόξαν και εις την δύναμιν.
Παρόμοια αναφέρει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υπογραμμίζοντας τούς λόγους του ψαλμωδού· υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι, ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; (ψαλμ. δ’ 3). Ματαιότητα εννοεί εδώ την παρούσα ζωή, την απόλαυση, τη μικρή δόξα, την ταπεινή εξουσία και την απατηλή ευημερία, λέγει και καταλήγει πως αυτά είναι πράγματα τα οποία ανήκουν περισσότερο σε εκείνους που ούτε τα περίμεναν ποτέ, και μεταβιβάζονται πότε στον ένα και πότε στον άλλο, σαν τη σκόνη που παρασύρεται από ορμητικό άνεμο. Ότι ελπίς ασεβούς ως φερόμενος χνούς υπό άνεμου και ως πάχνη υπό λαίλαπος διωχθείσα λεπτή και ως καπνός υπό άνεμου διεχύθη και ως μνεία καταλύτου μονοήμερου παρώδευσε (Σοφ. Σολομ. ε’ 14)· η ελπίδα που έχει για την ευτυχία ο ασεβής είναι σαν το χνούδι και σαν την πάχνη που τα διασκορπίζει ο άνεμος και η λαίλαπα· θυμίζει διαβάτη που κατέλυσε σε κάποιο μέρος μια μόνο μέρα και κατόπιν έφυγε.
Για να διδάξουν το ασταθές των παρόντων αγαθών οι Πατέρες ανατρέχουν στην ιστορία. Έτσι ένας από αυτούς λέγει: Η δεν ηξεύρομεν πόσα μεν χωράφια, πόσα δε σπίτια και πόσα έθνη και πολιτείαι δεν επήραν τα ονόματα άλλων κυρίων, ενώ εζούσαν ακόμη αυτοί που τα κατείχαν; Και ότι αυτοί μεν που άλλοτε υπήρξαν δούλοι, ανέβησαν εις τον θρόνον της εξουσίας, αυτοί δε που ωνομάζοντο κύριοι και δεσπόται, ηρκέσθησαν να σταθούν μεταξύ των υπηκόων και έσκυψαν το κεφάλι των εις τους δούλους των, όταν τα πράγματα άλλαξαν δι’ αυτούς ξαφνικά, όπως αντιστρέφονται τα ζάρια;
Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν ακόμη την επιθυμίαν του αιώνιου πλούτου, της αιώνιας δόξας και της αιώνιας χαράς. Το να επιθυμεί κανείς να γίνει πλούσιος δεν είναι κακό. Όμως πρέπει να επιθυμεί να πλουτίσει εις Θεόν (Λουκ. ιβ’ 21). Γι’ αυτό και ο Κύριος σε άλλο σημείο λέγει: Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σής ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών (Ματθ. στ’ 20-21).
Ας σκεφθούμε λοιπόν, αγαπητοί, δια τους εαυτούς μας κάτι το φιλάνθρωπον. Και εάν γενικά θέλωμε το βάρος της ευπορίας να το κάνωμε κέρδος μας, ας το διαμοιράσωμεν εις πολλούς, οι οποίοι και θα το βαστάξουν με πολλήν χαράν και θα το εναποθηκεύουν εις απαραβίαστο ταμείο, τους κόλπους του Δεσπότου, όπου ο σκόρος δεν το καταστρέφει, ούτε οι κλέπται κάμνουν διάρρηξιν, ούτε κλέπτουν. Ας επιτρέψωμε εις τον πλούτον που θέλει να ξεχειλίση προς αυτούς που τον έχουν ανάγκη (Μ. Βασιλ.).
Εκείνος που χρησιμοποιεί το επιθυμητικό μέρος της ψυχής του για σαρκικές απολαύσεις, μπορεί να στρέψει την αγάπη του προς την απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Έτσι η επιθυμία του δεν θα τον οδηγήσει στις ακάθαρτες ηδονές που τον κάνουν σιχαμερό, αλλά στο Θεό και στα αιώνια αγαθά που τον κάνουν αξιοζήλευτο και μακάριο.
Ο άνθρωπος που θα επιθυμήσει την δόξαν την παρά του μόνου Θεού (Ιω. ε’ 44), δεν θα επιθυμήσει να λάβει τη δόξα των ανθρώπων. Μαζί με τον Πέτρο θα αναφωνήσει: Κύριε, καλόν έστιν ημάς ώδε είναι (Ματθ. ιζ’ 4)· θα γίνει νεκρός ως προς τον κόσμο των παθών, σαν να έχει τη σάρκα του νεκράν και ανενέργητον παντελώς εις την αμαρτίαν και θα ζει μοναχά εις τον Θεόν, ωσάν οπού ενεργείται και κινείται από αυτόν, λέγει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος· και αφού στοχασθής τον εαυτόν σου, συνεχίζει, πως είσαι εις τέτοιαν δόξαν, τότε θέλει φωνάξεις μαζί με τον θείον Παύλον μεγαλοφώνως, και με χαράν της ψυχής σου: Ευχαριστώ τω Θεώ μου, ότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής, ελευθέρωσέ με από του νόμου και του θανάτου της αμαρτίας και από τότε πλέον και εις το εξής, δεν θέλει έχεις διαφοράν αρσενικού και θηλυκού προσώπου, ουδέ θέλει βλαβής από αυτά ωσάν οπού έλαβες το κατά φύσιν και δεν βλέπεις πλέον παρά φύσιν τα πλάσματα του Θεού.
Ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας συνιστά να αποφεύγουμε τα πρόσωπα εκείνα που μας βλάπτουν και γράφει: Αμή και όταν ευρίσκεσαι και συνομιλείς με άνδρας και με γυναίκας, θέλει μείνης αβλαβής και ακίνητος από την κατά φύσιν στάσιν σου· και θέλει τους ιδής, και τους κοιτάζης, ωσάν μέλη Χριστού τίμια, και ναούς του Θεού. Αμή προ του να φθάσης σε τέτοιο μέτρον, και προ του να θεωρήσης εις τα μέλη σου την ζωοποιόν νέκρωσιν του Ιησού Χριστού, κάμνεις πολλά καλά, να φεύγης τα πρόσωπα όπου σού προξενούν βλάβην, εις τα οποία δεν είναι καμμία αιτία κακού ή σκανδάλου, όμως εμείς απατώμεθα, και συρώμεθα εις ατόπους επιθυμίας, δια μέσου της πορνικής αμαρτίας που κατοικεί μέσα μας.
Εξάλλου η προσήλωση της σκέψης μας στο θέλημα του Κυρίου, βοηθά στην αντιμετώπιση των παθών. Και αν ακόμη σού φανή ευχάριστος η πλεονεξία, λέγει ο Χρυσόστομος, σκέψου ότι ο Χριστός δεν την θέλει και αμέσως θα σού φανή δυσάρεστος πάλιν εάν είναι ενοχληπκόν το να δίδης εις τους πτωχούς, μη σταματήσης την σκέψιν σου μέχρι την δαπάνην, αλλ’ αμέσως μετάφερε την σκέψιν σου εις την συγκομιδήν των καρπών από τον σπόρον που ρίπτεις. Και όταν είναι φορτικόν το να περιφρονής τον έρωτα ξένης γυναικός, σκέψου τον στέφανον από αυτόν τον κόπον, και εύκολα θα υπομείνης τον κόπον διότι, εάν ο φόβος των ανθρώπων αποτρέπη από τα άτοπα πράγματα, πολύ περισσότερον ο πόθος του Χριστού.
Η αγάπη για τον Χριστό, και η ζωηρή ανάμνηση της δικής Του αγάπης είναι επίσης δραστικό όπλο στον αγώνα εναντίον των παθών.
Ο Ιωάννης της Κλίμακος, μιλώντας για την καταπολέμηση της οργής συνιστά την ανάμνηση των παθημάτων του Κυρίου. Έτσι, λέγει, αυτός που οργίζεται θα αισθανθεί ντροπή, αναλογιζόμενος την αγάπη και την ανεξικακία του Χριστού και χωρίς ντροπή θα τρέξει πρώτος να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του. Εντρέπεσαι, λέγε μου, όταν πρόκειται πρώτος να κερδίσης; λέγει ο Χρυσόστομος και συνεχίζει: Αντιθέτως μάλιστα πρέπει να εντρέπεσαι που παραμένεις εις το πάθος, και εκείνον που σε ελύπησε να τον περιμένης να έλθη προς συμφιλίωσιν διότι τούτο είναι αισχύνη και όνειδος και ζημία πολύ μεγάλη. Διότι εκείνος που θα έλθη πρώτος, εκείνος θα τα κερδίση όλα. Διότι αν αφήσης την οργήν παρακληθείς από άλλον, εις εκείνον υπολογίζεται το κατόρθωμα διότι δεν ετήρησες τον νόμον πειθόμενος εις τον Θεόν, αλλά χαριζόμενος εις εκείνον. Κι αν ο άλλος νομίσει πως τον φοβόμαστε; Αν μας περιγελάσει; Τότε η πράξη μας έχει μεγαλύτερη αξία, γιατί παρ’ όλο που το γνωρίζαμε αυτό, όμως το υπομείναμε για την αγάπη του Θεού.
Η αίσθηση της παρουσίας του Κυρίου αποδιώκει από τον πιστό κάθε ίχνος εντροπής, προκειμένου να θεραπεύσει το πάθος, ενώ η καρδιά του πλημμυρίζει από εντροπή στην περίπτωση που εμμένει σ’ αυτό. Δεν είναι δυνατόν σ’ ένα στρατιώτη να οργισθεί μπροστά στον Αρχιστράτηγο, λέγει κάποιος πατέρας της Εκκλησίας και καταλήγει: Εάν η παρουσία ενός άνθρωπου ισότιμου ως προς τη φύση, ανώτερου ως προς το αξίωμα, εμποδίζει το πάθος, πολύ περισσότερο το εμποδίζει η σκέψη πως ο Θεός είναι παρών και βλέπει στην ψυχή του ανθρώπου το καθετί.
Για τον πιστό υπάρχει ακόμη η αίσθηση πως είναι μέλος του Σώματος του Χριστού (Γαλ. γ’ 27) και επομένως γνωρίζει πως στη ζωή του δεν έχουν θέση τα πάθη.
Από εκείνους οπού καταξιωθούν να γένουν ένα, να ενωθούν με τον Θεόν με την συνεργείαν του Αγίου Πνεύματος, και να γευθούν από τα ανεκλάλητα αγαθά του, κανένας δεν επιθυμεί άσπρα, ή φορέματα, ή πέτρας τας νομιζομένας από ανόητους πολύτιμους· ουδέ αγαπά να προσηλώνη την καρδίαν του, να έχη προσπάθειαν εις πλούτον ρευστόν ακατάστατον όπου μεταφέρεται από άλλον εις άλλον ουδέ να γνωρίζεται από βασιλείς και άρχοντας, όπου δεν είναι άρχοντες τη αληθεία εξουσιασταί κύριοι, άλλ’ εξουσιάζονται, κυριεύονται από πολλά πάθη’ ουδέ νομίζει τους τοιούτους μέγα τι, και υψηλόν ουδέ λογίζεται πως αυτοί προξενούν περισσοτέραν δόξαν εις εκείνους όπου πλησιάζουν εις αυτούς· ουδέ θέλει επιθυμήσει κανένα άλλον από τους ονομαστούς, και ενδοξότερους εις τον κόσμον καθώς δεν θέλει επιθυμήσει τινάς να γένη από πλούσιος πτωχός, ή από άρχοντας εξουσιαστής μεγάλος και περίφημος να γένη άτιμος, άδοξος καταφρονημένος, κατώτερος από όλους.
Αυτά υπογραμμίζει ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και επανέρχεται πολλές φορές σ’ αυτό το θέμα:
Διατί καθώς κάθε Υιός είναι όμοιος με τον πατέρα του, ότι και Υιός δεν ημπορεί να είναι, έξω μόνον εκ της φύσεως του πατρός του. Έτσι πρέπει και ο χριστιανός να έχη την ομοίωσιν του πονηρού διαβόλου δια μέσου των παθών της αμαρτίας. Το λοιπόν πρέπει να μάθωμεν και να γνωρίσωμεν την δυναστείαν του πονηρού διαβόλου, και πως μας δυναστεύει με δόλον, και απάτην και πως ημπορούμεν να χαλάσωμεν την δυναστείαν του, και τότε να διδαχθούμεν, και να γνωρίσωμεν, και την βασιλείαν του Χριστού, δια να ζητήσωμεν αυτήν εν αληθεία, να έλθη, και να μας ελευθέρωση από τα δεσμά των παθών, και από την δουλείαν του πονηρού διαβόλου. Η οποία βασιλεία του Χριστού έρχεται μοναχά εις εκείνους όπου την γνωρίζουν, και οπόταν βασιλεύση εις αυτούς, τους κάμνει συμπολίτας με τους Αγγέλους.
Ο Κύριος υπογραμμίζει: Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος έστι της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα ο Υιός μένει εις τον αιώνα. Εάν ουν ο Υιός υμάς ελευθέρωση, όντως ελεύθεροι έσεσθε. (Ιω. η’ 34-36)
Σχολιάζοντας τον λόγο αυτό ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει: πως ο Υιός, αφού γνωρίση την ελευθερία του Χριστού, μεταλαμβάνοντας και το Θείον Σώμα, και αίμα του, γίνεται ένα με τον Χριστόν. Και άφ’ ου αγιασθή με αυτόν τον τρόπον, εάν έχη άσπρα τα έχει ωσάν να μην τα έχη, ότι τα στοχάζεται καθώς είναι φυσικά, ήγουν χώματα της γης. Και εάν έχη δόξαν ομοίως, και αυτήν την έχει, ωσάν να μη την έχη.
Ο Χριστιανός νοιώθει την αδυναμία του και την αναξιότητά του· όμως η συναίσθηση του ότι αποτελεί μέλος Χριστού τον ενθαρρύνει στον αγώνα του κατά του πονηρού. Λέγει ο Εφραίμ ο Σύρος: Αδελφός τις πολεμηθείς υπό της πορνείας, επίτιμων τον δαίμονα, έλεγεν ύπαγε εις το σκότος σατανά άραγε δεν γινώσκεις, ότι αν και είμαι ανάξιος, μέλη του Χριστού βαστάζω; Και ευθύς παραχρήμα έπαυεν ο ερεθισμός, καθ’ ον τρόπον φυσών τις σβήνει τον λύχνον, ώστε αυτός καθ’ εαυτόν εθαύμαζε δια τούτο και εδόξαζε τον Κύριον.
Μήπως όμως πρέπει κανείς να φύγει από τον κόσμο, προκειμένου να κατανικήσει τα πάθη; Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει: Τι όμως παραγγέλλω; Και λουτρά να χρησιμοποιής και το σώμα σου να περιποιήσαι και να περιφέρεσαι εις την αγοράν και σπίτι να έχης και να σε υπηρετούν οι υπηρέται και να κάμνης χρήσιν των τροφίμων και των ποτών εις κάθε περίπτωσιν μόνο εκδίωξε την πλεονεξίαν. Διότι εκείνη είναι που γεννά την αμαρτίαν, και όταν το ίδιο πράγμα γίνεται εις υπερβολικόν βαθμόν, γίνεται αμαρτία. Η πλεονεξία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αμαρτία. Και πρόσεχε! Όταν ο θυμός κινηθή περισσότερον του δέοντος, τότε εξερχόμενος βίαια υβρίζει, τότε κάμνει τα πάντα αδίκως, καθώς επίσης και η υπερβολική επιθυμία των σωμάτων, η επιθυμία των χρημάτων, της δόξης, όλων των άλλων.
Ισχυρά όπλα για την καταπολέμηση των παθών είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής, λέγει ο Ισαάκ ο Σύρος και υπογραμμίζει: Κανένα άλλο πράγμα δεν είναι τόσο ισχυρόν, ώστε να αποβάλλη εκ της ψυχής του άνθρωπου τας ενθυμήσεις της παλαιάς ακολασίας, και ν’ αποδιώξη τας μνήμας αυτής, αι οποίαι κινούνται και διεγείρονται κατά της σαρκός, και εξάπτουσι την φλόγα της αισχράς επιθυμίας όσον το να καταγίνηταί τις μετά πόθου εις την μελέτην της θείας γραφής, και να ζητή τα βάθη των νοημάτων αυτής…