Παλαιά ζούσε ένας μοναχός σ᾿ένα μοναστήρι και αναρωτιόταν: «Πως μπορούν να περάσουν χίλια χρόνια μέσα σε μία ημέρα; Τόσο ωραία είναι στον παράδεισο και τόση μεγάλη μακαριότης υπάρχει, ώστε χίλια χρόνια φαίνονται σαν μία ημέρα!»
Ο μοναχός αυτός ήταν στο διακόνημα του εκκλησιαστικού και ήταν μεγάλος στην ηλικία. Προσευχόταν στην Κυρία Θεοτόκο πολλά χρόνια και της έλεγε: «Ω Μητέρα του Κυρίου μας, παρακάλεσε τον Σωτήρα μας Χριστό να μου δείξη πως μπορούν να περάσουν χίλια χρόνια σαν μία ημέρα; Διότι γνωρίζω ότι ο λόγος αυτού του Αγίου Πνεύματος είναι αληθινός». Πράγματι προσευχήθηκε και μετά από τρία χρόνια, ιδού τι του έδειξε ο Θεός:
Επειδή, όπως είπαμε, ήταν εκκλησιαστικός, μετά την νυκτερινή ακολουθία παρέμεινε μόνος του στην εκκλησία για να διαβάση τους Χαιρετισμούς της Κυρίας Θεοτόκου. Το κλειδί της εκκλησίας το είχε στο χέρι και τον σκούφο του τον είχε αφήσει στο αναλόγιο.
Ξαφνικά μπήκε μέσα στην εκκλησία ένας αετός και εκάθισε επάνω στο εικονοστάσιο (τέμπλο) του ναού. Ήταν τόσο ωραίος που δεν είχε ιδή στην ζωή του άλλον παρόμοιον. Είχε πολλούς χρωματισμούς και εκύτταζε προς την εκκλησία.
Ο μοναχός, όταν είδε τον ωραίο αυτόν αετό να στέκεται ψηλά στο εικονοστάσιο, σταμάτησε την προσευχή του πλέον και σκεφτόταν: «Θα πάω γρήγορα να τον πιάσω! Αν τον πιάσω, δεν θα μου χρειασθή πλέον άλλο μεγαλύτερο δώρο στην ζωή μου». Έτρεξε προς τον αετό, αλλά εκείνος επέταξε αλλού προς το μέσον της εκκλησίας. Ο μοναχός τον ακολούθησε. Όταν εδοκίμασε και πάλι να τον πιάση ο αετός επέταξε προς το προαύλιο της εκκλησίας.«Αλλοίμονο σε μένα. Κύριε, βοήθησέ με να τον πιάσω!» Όταν άπλωνε τα χέρια του, ο αετός πετούσε αλλού, αλλά πολύ χαμηλά. Βγήκαν και οι δύο έξω από την εκκλησία στην αυλή του μοναστηριού. Ο αετός επέταξε μακρύτερα προς τους κήπους της μονής. Όταν επλησίασε προς τα εκεί ο μοναχός, ο αετός μπήκε στο δάσος. Ο μοναχός έτρεξε προς τα εκεί, λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με να τον πιάσω!»
Όταν άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος του αετού, εκείνος επέταξε σ᾿ ένα ξέφωτο. «Κύριε, μη με εγκαταλείπης. Βοήθησέ με να τον πιάσω στα χέρια μου!» Όταν επήγε κοντά του ο μοναχός, ο αετός ανέβηκε επάνω σ᾿ ένα κλαδί. Τότε άρχισε να κλαίη ο μοναχός: «Κύριε, δεν ήμουν άξιος να τον πιάσω, κι έφυγε». Τον εκύτταζε και έλεγε: «Κύριε, Κύριε, τι ωραίο πτηνό είναι αυτό! Δεν είδα ποτέ μου τόσο ωραίο πτηνό!»
Ξαφνικά ο αετός άρχισε να ψάλλη τόσο μελωδικά που δεν είχε ακούσει στην ζωή του τέτοια μελωδία αυτός ο μοναχός. Σκεπτόταν ότι θα ήταν άγγελος με την μορφή αετού. Έμεινε εκεί και τον άκουγε, ενώ ο αετός έψαλλε επί 355 χρόνια. Ο μοναχός στο διάστημα αυτό ενόμισε ότι επέρασε μία ώρα, διότι δεν είχε γεράσει, ούτε είχε κουρασθή, ούτε πεινούσε, ούτε διψούσε και κανείς δεν του έδινε προσοχή.
Μετά, αφού επέταξε ο αετός, ο μοναχός όντας με το κλειδί της εκκλησίας στο χέρι, σκεπτόταν: «Αλλοίμονο σε μένα, διότι δεν επήρα τον σκούφο μου και η εκκλησία παρέμεινε ανοικτή. Πάω τώρα να την κλειδώσω».
Ήλθε στο μοναστήρι κρατώντας στο χέρι το κλειδί της εκκλησίας, αλλά δεν εγνώριζε το μονστήρι του. Η εκκλησία ήταν σκεπασμένη με διαφορετικά υλικά, τα κελλιά ήταν αλλοιώτικα. Κουβέντιαζε τώρα με τον εαυτό του κι έλεγε: «Κύριε, ή εγώ έχασα τα μυαλά μου ή το μοναστήρι αυτό δεν είναι δικό μας».
Γνωρίζοντας ότι είχε σταθή ν᾿ ακούη την μελωδία του αετού μόλις μία ώρα και κάτι, επήγε στον θυρωρό (πορτάρη) της μονής. Είδε ότι ο πορτάρης ήταν ένας γέροντας με άσπρη γενειάδα, που το πρόσωπό του έλαμπε. Του είπε:
-Ευλόγησον, πάτερ! Ποιος δρόμος σ᾿έφερε απ᾿ εδώ;
-Πάτερ, πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία.
-Από που είσαι, πάτερ; Τον ερώτησε ο πορτάρης.
-Απ᾿ εδώ από το μοναστήρι αυτό.
-Και που ήσουν;
-Μέχρι εδώ κοντά ήμουν.
-Πάτερ, δεν είσαι από το μοναστήρι αυτό.
-Δεν με γνωρίζεις, αδελφέ μου; Εγώ είμαι ο τάδε μοναχός. Είμαι εκκλησιαστικός και πηγαίνω τώρα να κλείσω την εκκλησία!
-Στάσου, πάτερ. Δεν σε καταλαβαίνω. Πηγαίνω να ειδοποιήσω τον ηγούμενο.
Αλλά εκείνη την βραδυά ο ηγούμενος είδε μία αποκάλυψι και άκουσε μία φωνή τρεις φορές, η οποία του έλεγε: «Ανοίξτε τις πύλες της μονής για να μπη το περιστέρι του Κυρίου!»
-Πάτερ, ήλθε ένας γέροντας μοναχός, φωτεινός στο πρόσωπο και μου έλεγε ότι θέλει να κλειδώση την εκκλησία, διότι είναι εκκλησιαστικός.
-Άνοιξέ του την πόρτα παιδί μου, μεγάλο μυστήριο είναι αυτό σήμερα! Ελάτε μαζί με μένα.
Όταν έφθασε στον ηγούμενο, τον ερώτησε:
-Πάτερ, με γνωρίζεις εμένα;
-Όχι, Γέροντα.
-Το μοναστήρι αυτό το γνωρίζεις;
-Όχι δεν το γνωρίζω πλέον. Την εκκλησία την γνωρίζω, αλλά δεν είναι όπως ήταν παλαιότερα. Έχει άλλη στέγη.
-Από που και πότε ανεχώρησες, πάτερ;
Ο ηγούμενος έδωσε εντολή να κτυπήσουν οι καμπάνες του μοναστηριού και συγκεντρώθηκε στην εκκλησία όλη η συνοδία των πατέρων αποτελουμένη από 300 μοναχούς. Κατόπιν έφερε αυτόν τον μοναχόν στο μέσον, μπροστά από το εικονοστάσιο, για να τον βλέπουν όλοι οι μοναχοί και τον ερώτησε:
-Πάτερ, γνωρίζεις κάποιον ανάμεσα σ᾿ αυτούς τους μοναχούς;
-Ο Θεός είναι ζωντανός, δεν γνωρίζω ούτε έναν, του απήντησε ο παράξενος μοναχός.
-Εσείς τον γνωρίζετε αυτόν τον μοναχό; Τους ερώτησε ο ηγούμενος.
[irp posts=”312794″ name=”Η μοναχή Βαρσανουφία και το δισάκι με τα χιλιάδες ονόματα!”]
-Ούτε εμείς τον γνωρίζουμε, του απήντησαν.
-Πάτερ, έάν λέγης ότι ανεχώρησες απ᾿εδώ πριν μία ώρα, ποιος ήταν ηγούμενος;
-Ο αββάς Ιλαρίων.
-Ποιος ήταν εκκλησιαστικός.
-Ο αββάς Αμβρόσιος.
-Ποιος ήταν οικονόμος.
-Ο αββάς Κυριακός.
-Ποιος ήταν Βηματάρης;
-Ο αββάς Γερόντιος .
Τότε του είπε ο ηγούμενος:
-Μεγάλο μυστήριο αποκαλύφθηκε σ᾿ εμάς σήμερα. Να έλθη αμέσως εδώ ο αρχειοφύλακας του μοναστηριού. Του είπε: «Πήγαινε και φέρε εδώ τα αρχεία της μονής πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια και ζήτησε τα στοιχεία που μας λέγει αυτός ο μοναχός.
Εζήτησε ο μοναχός αυτός τα αρχεία και τα στοιχεία που ζητούσαν πριν από 50 χρόνια. Τα ανεζήτησαν πριν από 200 χρόνια, πριν από 300 χρόνια και δεν τα ευρήκαν. Τα ανεζήτησαν στα 355 χρόνια και ευρέθηκαν μπροστά σε εκπλήξεις.
-Πάτερ, πότε ανεχώρησες από την μονή;
-Πρέπει να ήταν πριν μιάμισυ ώρα.
-Πάτερ, ποιο ήταν το θέμα για το οποίο προσευχόσουν στον Θεό;
-Εγώ προσευχόμουν πολύ καιρό και εδιάβαζα και προσευχές στην Κυρία Θεοτόκο για να μου δείξη ο Σωτήρ αυτό που είναι γραμμένο στον ψαλμό ότι χίλια έτη ενώπιόν σου, Κύριε, ομοιάζουν σαν μία ημέρα που επέρασε χθες το βράδυ!
-Πάτερ, ιδού ότι ο Πανάγιος και Πανάγαθος Θεός σού εξεπλήρωσε την επιθυμία της καρδιάς σου. Δεν ήθελες να πιστεύσης ή μάλλον επίστευσες, αφού πρώτα έζησες αυτό το μέγα μυστήριο. Ιδού ότι από την στιγμή που βγήκες έξω από το μοναστήρι, επέρασαν 355 χρόνια!
Ο Γέροντας άρχισε να κλαίη. Ο ηγούμενος του είπε:
-Βλέπεις, πάτερ, τι μεγάλο μυστήριο σού απεκάλυψε ο Θεός, επειδή προσευχήθηκες σ᾿ Αυτόν με πίστι; Εάν επέρασαν 355 χρόνια μέσα σε μία ώρα, τώρα πιστεύεις ότι χίλια χρόνια είναι σαν μία ημέρα ενώπιον του Θεού;
-Πιστεύω, πάτερ!
Τότε ο ηγούμενος διέταξε ένα ιερέα να ενδυθή γρήγορα τα ιερά άμφιά του και του έφερε να κοινωνήση τα Πανάχραντα Δώρα μπροστά στα μάτια όλων των μοναχών.
Ο Γέροντας κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Μετά είπε:
-Πατέρες, συγχωρέστε με, διότι μεγάλο θάμβος έχει καταπλήξει την ψυχή μου.
Το φως του προσώπου του ήταν όπως το φως του ηλίου. Αφού εζήτησε απ᾿ όλους συγχώρηση, εκοιμήθη τον αιώνιο ύπνο μέσα στην εκκλησία.
Και μετέβει σίγουρα στον παράδεισο, στις αιώνιες ομορφιές, τις οποίες κανείς δεν είδε, ούτε ημπορεί να τις περιγράψει, διότι λέγει ο Απόστολος Παύλος:«Αυτά τα οποία δεν είδε μάτι ανθρώπου, ούτε αυτί τα άκουσε και στην καρδιά του ανθρώπου δεν μπήκαν. Αυτά τα ετοίμασε ο Θεός σ᾿ αυτούς που Τον αγαπούν». Είθε να αξιώσει ο Θεός κι εμάς ν᾿απολαύσουμε αυτές τις ουράνιες ωραιότητες με τις προσευχές της Παναχράντου Μητρός Του και όλων των αγίων Του. Αμήν.
από το βιβλίο: «ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ»
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ