Εκκλησία: Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουμε τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού, που γνώρισαν την Αλήθεια του Θεού μέσα από την εμπειρία της ένωσης με αυτόν (θέωσης, αγιότητας) κι όχι μελετώντας βιβλία ή κάνοντας διανοητικές υποθέσεις και συλλογισμούς.
Κατά την εμπειρία των αγίων Πατέρων λοιπόν ο άνθρωπος ενώνεται με τις ενέργειες του Θεού, όχι όμως με την ίδια την ουσία του Θεού. Όμως οι ενέργειες του Θεού (θείες δυνάμεις με τις οποίες ο Θεός συνδέεται με τα δημιουργήματά Του, ανάλογα με την περίσταση) είναι άκτιστες, δηλ. κατευθείαν προερχόμενες από το Θεό και όχι απλώς δημιουργήματά Του, γι’ αυτό και η ένωση αυτή είναι ένωση με τον Ίδιο το Θεό και προκαλεί τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε θείο ον (άγιο), όπως ο Θεός τον έχει προσκαλέσει εξ αρχής να γίνει.
Όλες οι εντολές του Θεού προς τον άνθρωπο και ο αγώνας του ανθρώπου για την τήρησή τους αποσκοπεί όχι σε κάποια «υπηρεσία προς το Θεό», αλλά στην κάθαρση της καρδιάς του ανθρώπου από τα πάθη και στην ύψιστη τιμή της ένωσής του με το Θεό, αφού ο Χριστός ήδη γεφύρωσε στο πρόσωπό Του την ανθρώπινη φύση με το Θεό (επειδή ο ίδιος είναι Θεός και άνθρωπος) και την ανύψωσε με την ανάληψή Του στον ουρανό και «την κάθισε στα δεξιά του Θεού».
Αντίθετα, η Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία» θεωρεί αυτές τις ενέργειες κτιστές (δημιουργήματα, όπως και ο άνθρωπος και κάθε τι στο σύμπαν), άρα ο άνθρωπος, κατ’ αυτήν, δεν ενώνεται ποτέ με το Θεό, απλώς ανταμείβεται ή τιμωρείται από το Θεό για τις πράξεις του – ό,τι δηλαδή διδάσκει και το Ισλάμ.