Γέρων διηγήθηκε: “Αφού έγινα μοναχός, έβλεπα κάποια πράγματα στη μετάνοιά μου και δεν αναπαυόμουν αλλά ήθελα να φύγω. Όμως τρεις φορές εμποδίστηκα και στο τέλος κατάλαβα ότι το θέλημα του Θεού είναι να μείνω στη μετάνοιά μου.
Την πρώτη φορά συμβουλεύτηκα δύο γεροντάκια. Με ρώτησαν αν είμαι μεγαλόσχημος. Και όταν τους είπα ότι είμαι, μου απάντησαν: “Δεν μπορείς να φύγεις από τη μετάνοιά σου, εκτός αν επιζητείς ανώτερη ζωή”. Σκέφθηκα ότι δεν μπορώ να κάνω ανώτερη ζωή και γύρισα.
Μετά από δύο χρόνια, πάλι είχα πόλεμο να φύγω και πήγα να συμβουλευτώ ένα διακριτικό Πνευματικό ο οποίος μου απήντησε: “Μικρό πράγμα θεωρείς ν’ αφήσεις τη μετάνοιά σου;”. Τότε μου φάνηκε σαν να είχα εγκαταλείψει το πατρικό μου σπίτι. Έτσι αισθάνθηκα και γύρισα πίσω.
Πέρασαν πέντε-έξι χρόνια και πάλι μου ήρθε πόλεμος φυγής. Μία απ’ αυτές τις μέρες που είχα έντονο πόλεμο, βλέπω ότι ήμουν σε μια πλατεία πολύ μεγάλη. Στην άκρη της πλατείας υπήρχαν δύο πόρτες πολύ μεγάλες, τεράστιες. Έξω από τις πόρτες φαίνονταν αστέρια και κάτω είχε γκρεμό βαθύ, χάος. Όποιος έπεφτε κάτω είχα πληροφορία μέσα μου ότι χανόταν.
Ήταν δύο θυρωροί νέοι, πολύ σεμνοί, περίπου 20 χρονών. Ήταν έτοιμοι να κλείσουν τις πόρτες κι εγώ έτρεμα, επειδή είμαι αμαρτωλός, μη μου πουν ότι δεν είμαι για μέσα και με βγάλουν έξω, να πάω στο χάος. Αυτοί δε μιλούσαν, τελικά έκλεισαν τις πόρτες και εμένα με άφησαν μέσα. Είχα μια μεγάλη χαρά και ξύπνησα. Μέσα μου όμως είχα πληροφορία ότι έξω από τις πόρτες της μετανοίας μου θα χαθώ και ότι ο Θεός θέλει να μείνω.
Έτσι έμεινα και έκτοτε μου έφυγαν οι λογισμοί φυγής, αλλά αμέσως ξεκίνησαν οι επιθέσεις του πονηρού. Αφού δεν κατάφερε να με βγάλει από τη μετάνοιά μου, εμφανιζόταν μπροστά μου μαλλιαρός σαν χιμπατζής, με πείραζε και με απειλούσε.
Σε κάποιον Πνευματικό που του ανέφερε αυτά, μου είπε ότι ο Θεός θέλει να μείνω και ότι όντως έξω θα χανόμουν.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”, σελ. 353-356