Πέτρου και Παύλου: Ο μήνας ‘Ιούνιος καταυγάζεται από τή μεγάλη εορτή τών πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29 ‘Ιουνίου).
Δέν πρόκειται περί μίας απλής εορτής, όπως συνήθως εορτάζουμε τίς υπόλοιπες εορτές τών αγίων μας: νά θυμηθούμε τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους καί στό μέτρο τών δυνατοτήτων μας νά τούς μιμηθούμε. Στόν εναγκαλισμό τών δύο αποστόλων, όπως τόν βλέπουμε στή γνωστή εικόνα τους, η ‘Εκκλησία μας πρόβαλε τή σύζευξη τής πίστεως καί τών έργων, μέ άλλα λόγια είδε τούς αποστόλους αυτούς ως σύμβολο καί τύπο τής παραδόσεώς της.
Υπήρξε, καί υπάρχει ακόμη σέ ορισμένους αιρετικούς, η άποψη ότι οι πρωτοκορυφαίοι απόστολοι ακολουθούν διαφορετικές παραδόσεις καί εκφράζουν διαφορετικές θεολογίες: ο απόστολος Πέτρος λένε τονίζει τά έργα ως δρόμο σωτηρίας, γεγονός πού τόν σχετίζει περισσότερο μέ τήν ‘Ιουδαϊκή παράδοση, καί ο απόστολος Παύλος τονίζει κυρίως τήν πίστη, άρα είναι ο ρηξικέλευθος καί ο αληθινός χριστιανός. Τόν Πέτρο είδαν πολλοί ως πρότυπο τής θεολογίας τού Ρωμαιοκαθολικισμού, η οποία πράγματι υπερτονίζει τά καλά έργα εις βάρος συχνά τής πίστεως, καί τόν Παύλο από τήν άλλη σχέτισαν μέ τόν Προτεσταντισμό, ο οποίος υποβαθμίζει τά έργα υπέρ τής πίστεως.
Γιά εμάς τούς ορθοδόξους όμως μία τέτοια διασπασμένη κατανόηση τής θεολογίας τών αποστόλων αυτών αποτελεί μεγάλη πλάνη. Καί τούτο γιατί καί οι δύο απόστολοι εκφράζουν τήν ίδια τελικώς θεώρηση τής πίστεως. Δέν προβάλλει άλλον Χριστό ο Πέτρος καί άλλον ο Παύλος. Καί οι δύο καταθέτουν τήν ίδια εμπειρία, τήν εν Χριστώ σωτηρία, γιά τήν οποία καί οι δύο έδωσαν μέ μαρτυρικό τρόπο τή ζωή τους. Τό Πνεύμα τού Θεού άλλωστε πού τούς φώτιζε, ήταν καί είναι πάντοτε τό ίδιο. Όταν ο απόστολος Παύλος, γιά παράδειγμα, τονίζει τήν πίστη ως προϋπόθεση τής σωτηρίας, εξαγγέλλει τήν κοινή μαρτυρία καί τών άλλων αποστόλων, ποεξάρχοντος τού Πέτρου (Βλ. π.χ. Α/Πέτρ. 1, 5-9. 21κ.α.), κατά τήν οποία, ναί μέν ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται’ (Ρωμ. 1,17), αλλά η πίστη αυτή εκφράζεται μέ τά έργα τής πίστεως, μέ τή μετάνοια δηλαδή τού ανθρώπου, καί μέ τόν καρπό τής πίστεως, τήν αγάπη. Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη’ (Γαλ. 5, 6) κατά τή συνοπτική διατύπωσή του, πού σημαίνει ότι τότε η χριστιανική πίστη ζωντανεύει καί ενεργοποιείται, όταν ακολουθεί τόν δρόμο τής αγάπης. Πρόκειται γιά διαφορετική διατύπωση τής διδασκαλίας καί τού αποστόλου ‘Ιακώβου, κατά τήν οποία η πίστις χωρίς τών έργων νεκρά εστι’ (2, 18). Διαφορετικά, η πίστη μόνη μπορεί νά θεωρηθεί καί ως δαιμονική, αφού καί τά δαιμόνια πιστεύουσιν καί φρίττουσι'( ‘Ιακ. 2,19).
Ετσι πίστη καί έργα (πίστεως) συμπορεύονται στή χριστιανική παράδοση, ενώ οποιαδήποτε διάσπαση τής πίστεως από τά έργα ερμηνεύεται ως τό αποτέλεσμα τής συγχύσεως τής ψυχής καί τού διασπασμένου νού τών αιρετικών. Η εσωτερική δηλαδή διάσπαση, τήν οποία ζούν οι αιρετικοί, λόγω τής ενεργούσας μέσα τους αμαρτίας, τούς οδηγεί καί στό νά βλέπουν διασπασμένη τή θεολογία τών αποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Μέ άλλα λόγια καί στό σημείο αυτό επιβεβαιώνεται η ψυχολογική αρχή, σύμφωνα μέ τήν οποία ο κάθε άνθρωπος γιά τήν κατανόηση τού κόσμου προβάλλει στήν πραγματικότητα τόν ίδιο του τόν εαυτό: αυτό πού ζεί, τό προεκτείνει καί πρός τά έξω.
Στήν πιθανή ένσταση ότι ιστορικά υπήρξε κάποια σύγκρουση τών πρωτοκορυφαίων όταν ο απόστολος Παύλος τότε πού ήρθε ο Πέτρος στήν ‘Αντιόχεια, τού αντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Γιατί πρίν έρθουν μερικοί άνθρωποι τού ‘Ιακώβου, έτρωγε στά κοινά δείπνα μαζί μέ τούς εθνικούς. Σάν ήρθαν όμως, υποχωρούσε καί διαχώριζε τή θέση του, επειδή φοβόταν τούς ‘Ιουδαίους’ (Πρβλ. Γαλ. 2,11 εξ.) η απάντηση δέν είναι διαφορετική: η διαφωνία ήταν γιά τήν τακτική τού Πέτρου απέναντι στούς εθνικούς καί όχι γιά τήν πίστη καί τήν αλήθεια πού ζούσε. Γι’ αυτό καί η ‘Εκκλησία μας, είπαμε, πρόβαλε καί προβάλλει συνεχώς τήν ε ν ό τ η τ ά τους μέσα καί από τήν εικόνα τής εορτής τους, όπου τούς τοποθετεί σέ εναγκαλισμό.
Η μεγάλη λοιπόν εορτή τών αγίων αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, πού η ‘Εκκλησία μας τή συνοδεύει καί μέ νηστεία (γι’ αυτούς γίνεται η νηστεία καί όχι γιά τήν επομένη, τής σύναξης τών αποστόλων), μάς υπενθυμίζει τή βασική αλήθεια τής πίστεώς μας ότι δέν μπορούμε νά σωθούμε καί νά σχετιστούμε μέ τόν Χριστό, άν μαζί μέ τήν πίστη μας σέ ‘Εκείνον δέν κινητοποιηθεί καί όλη η ζωή μας. Μέ απλά λόγια, η αγάπη μας γιά τόν συνάνθρωπο (αυτό σημαίνει κυρίως κινητοποίηση τού εαυτού μας) αποτελεί καί τή σπουδαιότερη επιβεβαίωση τής πραγματικής πίστεώς μας.