Τί μεγαλομανία σ έχει πιάσει, αδελφέ μου, καί δέν βρίσκεις ησυχία καί χτίζεις πατώματα απάνω στά πατώματα, κι έχεις δυό τρία αυτοκίνητα καί κότερα καί κάθε λογής μάταια πράγματα!
Γύρισε καί κύτταξε καί τόν αδελφό σου, νά δροσισθεί η ψυχή σου μέ τήν ευλογημένη καλωσύνη, πού τήν ξεράνανε τά τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες.
Άν δέν μπορείς νά κάνεις θυσίες, τουλάχιστον νά συχαθείς τήν αδικία. Μήν αδικείς. Η αδικία είναι σιχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα τών ανθρώπων, ανθρωποκτονία σάν τόν πατέρα τόν σατανά.
Τί θά δίνανε πολλοί απ αυτούς, πού κερδίσανε τόν κόσμο καί χάσανε τήν ψυχή τους, γιά νά νοιώσουνε ό,τι νοιώθουνε οι άλλοι πού δέν χάσανε τήν ψυχή τους! Άν τύχει νά ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του καί βρεθεί στή συντροφιά τών απλών, τών αχάλαστων, νοιώθει πώς ζεί αληθινά καί σάν απογευθεί τά αγνά αισθήματα ύστερα από τή ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, πού κάνει σάν τόν άνθρωπο πού ξαναγεννήθηκε, σάν τυφλός πού είδε τό φώς του. Κάτι τέτοιοι δέν ξεκολλάνε πιά οι κακόμοιροι από τή συντροφιά τών απλών, τών γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά γιά νά ξεμακρύνει από τά ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλοιώς δέν μπορεί νά ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος τής Σαχάρας, όση βροχή κι άν πέσει απάνω του, δέν φυτρώνει τίποτα.
Άν πείς πάλι σέ έναν από τούς άλλους, τούς φτωχούς, νά περάσει μισή ώρα μέ τήν παρέα τών κοσμικών, καλύτερα έχει νά τό βάλεις στό μπουντρούμι, παρά νά βλέπει καί ν ακούγει εκείνα τά ψεύτικα κομπλιμέντα, τίς ανάλατες συζητήσεις, τά κρύα χωρατά. Στή συναναστροφή πού κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πώς τούς χωρίζει ένας τοίχος τόν έναν από τόν άλλον. Ενώ οι άλλοι, πού ζούνε μακρυά από τόν κόσμο, νοιώθουνε πώς οι καρδιές τούς γίνονται ένα, πώς ακουμπά ο ένας απάνω στόν άλλον καί ξεκουράζεται. Αγαπά καί αγαπιέται, χαίρεται καί δίνει χαρά. Από πάνω από τή συντροφιά τών σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος καί τούς κάνει νά μιλάνε ολοένα γιά λεφτά καί γιά τά όμοια, γιά νά μή γροικήσουνε ούτε τό φαγί πού τρώνε. Από πάνω από τή συντροφιά τών ταπεινών στέκεται ο Θεός, κι όλα είνε ευλογημένα.
Πετάξετε από πάνω σας τήν ψευτιά. Ανοίξετε τά πανιά, νά τά φουσκώσει ο καθαρός αγέρας τού πελάγου. Νά δροσισθεί η ψυχή σας, νά νοιώσετε πώς ζητά αληθινά κι όχι ψεύτικα
Φώτης Κόντογλου