Επικήδειος για τον δάσκαλο ΝΙΚΟ Χ. ΚΟΝΤΟΝΗ από τον γιο του ΛΑΜΠΗ Ν. ΚΟΝΤΟΝΗ
Σήμερα για μια ακόμη φορά θα ήθελα να σε ευχαριστήσω, για όσα έκανες για μένα και την οικογένεια μας μια ζωή ολόκληρη. Ήσουν πατέρας και δάσκαλος, πάντα δίκαιος πάντα κοντά μου. Στις επιλογές μου πάντα συνοδοιπόρος, πάντα η ευχή σου πλάι μου και η πόρτα του σπιτιού μας πάντα ανοικτή ότι και να τύχαινε. Η ευχή σου και η αγάπη η δική σου και της μητέρα ήταν το πολυτιμότερο όπλο.
Θέλω να σε ευχαριστήσω για την ίδια σου την ζωή, που ήταν πρότυπο εντιμότητας απέναντι στην κοινωνία και φροντίδας για την οικογένεια μας. Σε αυτά ποτέ δεν έκανες βήμα πίσω. Στα διλήμματα, που σου παρουσίαζαν, απαντούσες όπως και ο παππούς, ο παπα-Κουμπούρας, ξεκάθαρα και διάφανα.
Χαίρομαι που αυτά που σου λέω σήμερα είχα μια ζωή να στα λέω. Να συζητώ μαζί σου. Να σου μιλώ για τα σημαντικά θέματα της ζωής μας και να μου λες αυτά που ήξερες και που ονειρευόσουν. Πάντα ήσουν εκεί, παρών.
Ναι, πάντα ονειρευόσουν, όσο και αν ο τελευταίος καιρός ήταν δύσκολος. Ήθελες να διδάξεις τον μικρό μας Νικόλα και μετά τον Ιόν γραμματική και αριθμητική, όπως δίδαξες τόσα παιδιά, τόσες γενιές Ζακυνθίων, που σε σταμάταγαν στο δρόμο να σε φιλήσουν, έρχονταν σπίτι να σε ευχαριστήσουν τόσα χρόνια και πολλοί είναι σήμερα εδώ.
Η αγάπη σου με πλημμυρίζει, Πατέρα, και θα την έχω μαζί μου πάντα να την μοιράζομαι με την δική μου οικογένεια, που την αγκάλιασες από την πρώτη στιγμή.
Μας θυμάμαι, Πατέρα μου, στην ιστορική φλορέτα, όταν όλη η οικογένεια πήγαινε στο χωριό ή για μπάνιο στο Κρυονέρι. Τα σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια στον Αυριακό. Τις ζωγραφιές σου στα μαθητικά μου τετράδια, τα νανουρίσματά σου. Το γιορτινό μας σπίτι και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια σου. Την θέληση σου να μας βοηθάς. Τις κατασκευές στο χωρίο, που φτιάχναμε μαζί.
Κάποιοι λένε ότι πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία. Εγώ έχω την πιο όμορφη πατρίδα, λοιπόν, γιατί την σπείρατε αγάπη εσύ και η μητέρα. Μια αγάπη όχι απόμακρη, κάπου εκεί βαθιά, απούσα. Μα μια αγάπη καθημερινή, που σε αγγίζει και την νοιώθεις πλάι σου κάθε στιγμή.
Όπως τις δύσκολες στιγμές έτσι και στις όμορφες ήσουν παρών. Στην ολοκλήρωση των σπουδών μου, στην αρχή της δουλειάς, στον γάμο μου, στα βαφτίσια του Νικόλα μας. Και όχι απλώς παρών. Πνευματικός πατέρας του Νικόλα, νονός και νόνος, όπως περήφανα έλεγες. Όπως ήταν και για μένα ο παπα-Κουμπούρας.
Σε θυμάμαι το καλοκαίρι του 2009 μετά τις πρώτες μεγάλες δυσκολίες της υγείας σου, να τρέχετε, να παίζεις με τον Νικόλα μας. Να μαζεύετε μαζί φράουλες. Πριν λίγους μήνες έπαιζες και έλεγες ιστορίες και στον Ιόν. Τι δυνατός και όμορφος μέσα στις δυσκολίες!
Για την άνοιξη μού μίλαγες πολλές φορές και ανέφερες την λέξη «μπουμπουκόκαιρος». Τόσο όμορφη λέξη! Τόσο πολύ Εσύ αυτή η λέξη.
Σε είχε πιάσει το παράπονο και έλεγες ότι ήταν άδικο που έμπλεξες με τις αρρώστιες νωρίς. Πάντα νωρίς θα ήταν, Πατέρα, όποτε και να έφευγες. Είπες ότι η ζωή θέλει και τύχη. Μην παραπονιέσαι πατέρα μου. Συνάντησες τον άνθρωπό σου από μικρός και μοιράστηκες μια ζωή γεμάτη αγάπη και δόσιμο. Ξέρεις πόσο σπάνιο είναι αυτό! Η Αννούλα σου ήταν πάντα το λιμάνι σου και η ευτυχία σου. Και εσύ η δική της. Να μην ανησυχείς τώρα. Είναι κοντά μας. Το ξέρω ότι θα την προσέχεις και εσύ από ψηλά.
Όταν σήμερα θα προχωρεί η πομπή:
«κρυφά θα αφήνεις ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω σου
και η γη θα σου ψιθυρίζει καλησπέρα,
…θα ετοιμάζει τα σεντόνια της,
αμάραντους πιο τρυφερούς και από κουμπάκια αγγέλων,
βολβούς πιο πράους στο μέτρημα και από ίσκιους του ουρανού».
Ο Νικόλας όταν παίζατε στο χαγιάτι του σπιτιού στο χωριό, σου έλεγε «Κθύπνα Νόνο». Μπορεί σήμερα να μην ξυπνήσεις, αλλά θα είσαι πάντα κάπου για να μάς βλέπεις. Το ξέρω!
Καλό ταξίδι λοιπόν γιέ, στερνοπούλι του παπα-Κουμπούρα, Δάσκαλε με Δ κεφαλαίο, καλέ και γλυκέ Νίκο Κοντονή.