Υπάρχει ένας ανάπηρος οπτιμιστής που τον είδα με τα μάτια μου. Είναι ένας στρατιώτης του προηγούμενου πολέμου. Το εχθρικό βλήμα πέρασε μέσα από το σώμα του πλάι στην σπονδυλική στήλη….με κάλεσε να τον επισκεφθώ.
Μπήκα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Σε μια μεγάλη πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο καθόταν ο γνωστός μου, καθηλωμένος, κατάκοιτος. Στο μαραμένο, ωχρό πρόσωπό του έλαμπε η χαρά. Όλο και μου φαινόταν ότι έβλεπα φωτοστέφανο γύρω από αυτό το κεχριμπαρένιο πρόσωπο.
«Εγώ κάθομαι εδώ από το πρωί έως το βράδυ», άρχισε ο ανάπηρος, «και παρατηρώ τη ζωή από το παράθυρο. Από το πρωί ως το βράδυ και κάποτε από το πρωί ως το επόμενο πρωί. Η μητέρα μου ετοίμασε αυτό το μισοσκότεινο δωμάτιο, ώστε η ζωή που παρατηρώ στο δρόμο να φαίνεται πιο καθαρή και πιο φωτεινή.
Όπως ξέρετε, όταν ο άνθρωπος κοιτάζει από τον πάτο του πηγαδιού τον ουρανό το μεσημέρι βλέπει τα’ άστρα. Έτσι και εγώ κοιτάζω από το μισοσκότεινο δωμάτιο τους ανθρώπους και μου φαίνονται σαν άστρα, λαμπερά, φωτεινά αστέρια που φλέγονται και περιφέρονται, ασταμάτητα φλέγονται και περιφέρονται, το ένα με τ’ άλλο, το ένα γύρω από το άλλο. Ώσπου και ο ίδιος να συμμετέχω σ’ αυτήν τη δίνη της ζωής, αφού δεν γνώριζα ότι η ζωή είναι τόσο ωραία και τόσο γλυκιά. Από τότε που έχασα τα πόδια μου, απέκτησα μάτια. Ναι , βλέπω την ζωή από τότε που κάθισα σ’ αυτήν την πολυθρόνα. Η ζωή είναι τόσο ωραία, τόσο αρμονική!
Η ασθένεια δεν είναι μεγάλο κακό, και ο θάνατος δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε μικρό κακό. Τα πόδια μου πλέον κρέμονται δεν κρατούν αυτά εμένα, αλλά εγώ αυτά. Αλλά υπάρχει κάτι που κρατά και εμένα, όπως κρατώ εγώ τα παράλυτα πόδια μου, χωρίς το οποίο θα ήμουν ολόκληρος παράλυτος. Αυτό είναι η εσωτερική μου, ψυχική αισιοδοξία. Η ψυχή μου για αρκετό καιρό ήταν παράλυτη. Δεν μπορούσε να δει το όραμα όλης της ομορφιάς και του σκοπού αυτού του κόσμου.
Περιπλανιόταν στο σκοτάδι και της φαινόταν σκοτεινός ολόκληρος ο κόσμος. Η μοναδική ένθερμη δραστηριότητά της ήταν η υπηρεσία του σώματος, η σκλαβιά στο σώμα. Το σώμα μου τραβούσε την ψυχή μου μαζί του όπως ο κυνηγός το σκυλί από το σχοινί, η ψυχή μου αναπηδούσε, χοροπηδούσε στη σκόνη και στη λάσπη πίσω από το σώμα, ανάλογα με την επιθυμία του σώματος και ανάλογα με την οσμή του. Όσο είχα υγεία δεν την αισθανόμουν.
Είχα μάτια αλλά δεν έβλεπα. Οι ακτίνες του ήλιου μου χαμογελούσαν και εγώ τους κατσούφιαζα. Τα αστέρια με κοιτούσαν αλλά εγώ τα μισούσα και τα φοβόμουν. Ήμουν σαν τυφλοπόντικας που κάποιος τον πέταξε στο φως και στον αέρα και που αμήχανος περιφέρεται από εδώ και εκεί και τρέμοντας τρυπώνει στο χώμα για να ξεφύγει από τον ήλιο και να λουφάξει και πάλι στο υπόγειο σκοτάδι.
Ευχαριστώ τον Θεό που έγινε αυτός ο πόλεμος. Και ευχαριστώ τον Θεό που ό εχθρός με άφησε ανάπηρο μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτός ο εχθρός έγινε ο καλύτερος ευεργέτης μου. Έχασα τα πόδια μου, αλλά κέρδισα την ψυχή μου!
Κάποτε φοβόμουν ακόμα και το συνάχι, σήμερα στέκουν δίπλα μου, ναι δίπλα μου δύο παράλυτα πόδια, που κάποτε ήταν σύνθετο μέρος μου, και πλέον δεν έχω κανένα φόβο.
Τώρα που έγινα κακάσχημος, ο κόσμος μου φαίνεται ομορφότατος και όταν όλος ο κόσμος με λυπάται, αρχίζω να λυπάμαι όλο τον κόσμο».
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς – “Αργά βαδίζει ο Χριστός”