O Πάτερ Δαμασκηνός, από την έρημο του Αγιοβασίλη, Γέροντας της ασκητικής Καλύβης «Εισόδια της Θεοτόκου» είχε την καλοσύνη, προς οικοδομήν των αδελφών, να μου διηγηθεί το ακόλουθο γεγονός:
Στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων και συγκεκριμένα στην Καλύβη «Τρεις Ιεράρχαι» ο Γέροντας της Καλύβης αυτής Γρηγόριος, ο λεγόμενος «Καρότσας» είχε έναν από τους υποτακτικούς του άρρωστο.
Ο Μοναχός αυτός ήταν λίγο αμελής στα καλογερικά του καθήκοντα και πολλές φορές παραμελούσε και την ατομική του προσευχή — τον λεγόμενο Κανόνα — τις ορισμένες εδαφιαίες μετάνοιες 100 -300 το 24ωρο και 6-12 κομβοσχοίνια. Αλλά και την υπακοή του πολλές φορές με περιφρόνηση έκανε και τελικά ήταν λίγο-πολύ περιφρονητής.
Ο Γέρο – Γρηγόρης πολλές φορές συμβούλευε τον υποτακτικό του αυτόν και έκανε μεγάλη υπομονή περιμένοντας την μετάνοια και διόρθωσή του Μονάχου αυτού, αλλά όσο ο καιρός περνούσε τόσο και χειροτέρευε η κατάστασή του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο υποτακτικός αυτός έπεσε στο κρεββάτι του πόνου βαρειά άρρωστος και έφτασε μέχρι τα πρόθυρα του θανάτου. Επί πολλές ημέρες ξεψυχούσε, αλλά η ψυχή του δεν έβγαινε.
Ο Γέρο – Γρηγόρης τότε κάλεσε τον γιατρό Γέροντα Νικόλαο Μοναχό και αδελφό της Ιεράς Μονής του Γρηγορίου.
Ο γιατρός, μόλις εξέτασε τον ασθενή είδε πώς η αρρώστεια του δεν προέρχονταν από φυσιολογική αιτία και αφού πληροφορήθηκε και έμαθε γενικά για την ζωή του Μονάχου αυτού, σαν γιατρός και περισσότερο έμπειρος στα πνευματικά προβλήματα των Μοναχών, διότι ήταν ενάρετος Μοναχός ο γιατρός, και πνευματικός άνθρωπος, (είχε την τιμή και την ευκαιρία να τον γνωρίσει πολύ καλά και ο γράφων τις γρμμές αυτές), είπε στον Γέρο – Γρηγόρη:
«Γέροντα μου, νομίζω οτι εμπόδιο για να παραδώσει ο αδελφός το πνεύμα του— να ξεψυχήσει Μοναχός αυτός, στις καλογερικές υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του, και κυρίως το χρέος που έχει για τον πνευματικό του κανόνα. Επομένως έχω την γνώμη, πώς αν βρεθεί κανένας αδελφός από σας, να αναλάβει την υποχρέωση και να εξοφλήσει τον κανόνα του — τίς μετάνοιες και τα κομβοσχοίνια — πιστεύω οτι θα τον ελευθερώσει ο Θεός από τον αγώνα και την αγωνία που έχει τώρα για να ξεψυχήσει».
Τότε ο Γέρο – Γρηγόρης, σαν πνευματικός πατέρας που ήταν του Μονάχου αυτού και εγγυητής για την πνευματική του ζωή, συγκινημένος πολύ γονάτισε μπροστά σε όλους και με πολύ ταπείνωση και συντριβή καρδιάς, είπε και έδωσε υπόσχεση στο Θεό και ανέλαβε την υποχρέωση να κάνει αυτός τον κανόνα του Μονάχου αυτού και τίς τυχόν ελλείψεις που είχε σαν Μοναχός ο ψυχορραγών υποτακτικός του.
Μόλις ο Γέρο – Γρηγόρης πρόφερε τα λόγια αυτά, αμέσως ο ασθενής παρέδωσε το πνεύμα και ξεψύχησε ήρεμα και με πολύ γαλήνη μπροστά στο γιατρό και όλους τους αδελφούς.
Από το γεγονός αυτό πού ελαβε χώρα κατά το έτος 1935 – 36 μαθαίνουμε οτι και οι γονείς των παιδιών είτε κατά σάρκα ή κατά πνεύμα τοιούτοι είναι, συμμετέχουν και αυτοί στις πράξεις των, είτε καλές ή κακές αν είναι αυτές. Και έχουν ανάλογη ευθύνη απέναντι Θεού και ανθρώπων ακόμη, διότι είναι άμεσοι εγγυηταί για την περαιτέρω ζωή και πολιτεία τους, και είναι υποχρεωμένοι να εμποδίζουν τα παιδιά τους από τα κακά έργα και να τα νουθετούν και καθοδηγούν πάντοτε στο δρόμο του Θεού, που πρέπει κι αυτοί με το υπόδειγμα της ζωής τους να βαδίζουν πρώτοι στο δρόμο της αρετής και του Κυρίου. Αν θέλουν να καυχώνται ότι είναι καλοί και άξιοι γονείς, θα πρέπει τούτο να το αποδείξουν με το έργο και τότε μπορούν να λένε ότι ανέδειξαν και έβγαλαν στον κόσμο καλά παιδιά και χρήσιμα για τη δημιουργία μιας καλής Κοινωνίας και Χριστοπολιτείας.
Για να πετύχουν όμως αυτό οι γονείς πρέπει να κοπιάσουν πολύ, να ιδρώσουν, να θλιβούν στην ανάγκη και να στερηθούν μερικών εξόδων, περιπάτων, απολαύσεων και να εφαρμόσουν με κάθε σχολαστικότητα αυτό που λέγει ο θείος απόστολος των Εθνών μέγας Παύλος ότι, συ ο πατέρας, η μητέρα, ο Επιστάτης, ο διδάσκαλος, ο Δεσπότης και κάθε παιδαγωγός, πρώτα να κηρύξεις το λόγο του Θεού, να δείξεις το δρόμο του καλού και της αρετής και υστέρα «έπίστηθι ευκαίρως ακαίρως, έλεγξον, επιτίμησαν, νουθέτησον, παρακάλεσον εν πάση μακροθυμία και διδαχή». Γονείς και διδάσκαλοι και πάσης φύσεως αρχηγοί, μόνον έτσι θα μπορέσετε να επιβληθήτε στα παιδιά και τους προστατευομένους σας. (Β’ Τιμ. Δ’ 2).