Ο Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι διδάσκει Φιλοσοφία της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα βιβλία του «Τοπία ψυχής» (Ιταμος, 2001), «Παρερμηνείες της ψυχής» και «Ο μηδενισμός και οι νέοι» (University Studio Press 2004 και 2011).
Σύμφωνα με… τον Ιταλό φιλόσοφο, η ουτοπία, η πρόοδος και η επανάσταση είναι «χριστιανικά» γεγονότα, ανήκουν δηλαδή στον χρόνο «μετά Χριστόν», με την έννοια ότι εισάγουν τον λόγο της ελπίδας, εξερευνούν δυνατότητες σωτηρίας, πιστεύουν ότι η ιστορία έχει νόημα. Στη νέα κατανόηση του χρόνου, που εγκαινιάζει η γέννηση του Χριστού, αναφέρεται ο Γκαλιμπέρτι στο κείμενο που ακολουθεί.
Η γέννηση δεν είναι ποτέ τόσο σίγουρη όσο ο θάνατος. Μπορούμε πράγματι να πεθάνουμε ακόμα και χωρίς να έχουμε γεννηθεί ποτέ, σαν μέρες χωρίς αυγή. Η αναφορά στη γέννηση που ο χριστιανισμός επαναπροτείνει κάθε χρόνο στην κουλτούρα της Δύσης, στο πνεύμα της θρησκευτικής μνήμης και της γιορτής, υπονοεί εκείνο το καθήκον στο οποίο παραπέμπει κάποιος στίχος του Πάμπλο Νερούντα: «Γεννηθήκαμε για να αναγεννηθούμε».
Η γέννηση σε ένα σπήλαιο, αυτό το γεγονός που ο χριστιανισμός γιορτάζει στις 25 Δεκεμβρίου, ήταν ήδη γνωστή στον ανατολικό και έπειτα ελληνορωμαϊκό κόσμο, που σε εκείνη την ημερομηνία γιόρταζε τη γέννηση του Μίθρα, του θεού του ουράνιου φωτός, του εγγυητή των όρκων, του θεματοφύλακα της αλήθειας και εχθρού του ψεύδους. Φίλος του Ηλιου, ο Μίθρας αναπαριστάνεται από τα ανάγλυφα ως εκείνος που κάνει τον Ηλιο να ξεκινήσει την πορεία του και τον ακολουθεί κανονικά και χωρίς αναστατώσεις.
Η έγνοια του αρχαίου κόσμου ήταν να εξασφαλιστεί η κανονικότητα του κύκλου, ο χρόνος να διατρέξει κανονικά την πορεία του, που μόνον ο Ηλιος με τις ανατολές και τις δύσεις του μπορούσε να εξασφαλίζει. Ο Μίθρας κάθεται στο τραπέζι μαζί με τον Ηλιο, συνάπτοντας μαζί του μια συμφωνία, και έπειτα ανεβαίνει στο άρμα του για να διατρέξουν μαζί τα ουράνια πεδία.
Η λατρεία του Μίθρα δεν είχε ναούς αλλά σπήλαια, στην αρχή φυσικά κι έπειτα τεχνητά φτιαγμένα στο υπέδαφος. Από το σκοτάδι της γης στη φωτεινότητα του ουρανού. Αυτό ήταν το σύμβολο του Μίθρα και το σύμβολο του Ιησού.
Αλλά πιθανότατα είναι και το σύμβολο κάθε ανθρώπου, ο οποίος για να γεννηθεί πρέπει «να έρθει στο φως» από εκείνο το «σκοτεινό βάθος» που είναι η κοιλιά της μάνας, το άντρο όπου έχουμε συλληφθεί για μια γέννηση, εκείνη τη γέννηση που από μόνη της δεν αρκεί και που ζητάει μιαν αναγέννηση για να βρει το νόημά της. Η γιορτή του Μίθρα και του Ιησού επιβεβαιώνει αυτήν τη συμβολική φρενίτιδα, στην οποία ο καθένας οφείλει να γίνει άντρο του ίδιου του εαυτού του, σπήλαιο γένεσης, σκοτεινή νύχτα που έχει μπροστά της τη νέα μέρα, τη γενέθλια μέρα.
Τα σύμβολα σφυροκοπούν την κατάπτωσή μας, μας υποχρεώνουν να ζούμε, οργανώνουν χαρούμενες γιορτές για να μας επαναφέρουν στη ζωή, όταν η συμμετοχή μας στην ύπαρξη δεν έχει πλέον τους ισχυρούς τόνους του ενθουσιασμού ή τους σαγηνευτικούς τόνους της απόλαυσης. Ο Μίθρας, με τη συμμαχία του με τον Ηλιο, ήθελε να εγγυηθεί την κανονικότητα του κύκλου. Ο Ιησούς μάς αποσπά από τον κύκλο και την κανονικότητά του για να αναγγείλει ένα νέο χρόνο, νέους ουρανούς και νέα εδάφη.
Η ιστορία έχει ένα σχίσμα και διαιρείται σε ένα πριν και σε ένα μετά Χριστόν. Στον κύκλο κάθε εποχή δεν έχει έναν τελικό σκοπό, αλλά έχει απλώς ένα τέλος. Στον κύκλο δεν υπάρχει νοσταλγία και δεν υπάρχει προσδοκία. Η χρονικότητα που εκφράζει είναι η απλή κανονικότητα του κύκλου, όπου δεν υπάρχει μέλλον που να μην είναι η επανάληψη του παρελθόντος την οποία επιβεβαιώνει το παρόν. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να αναμένουμε εκτός από αυτό που πρέπει να επιστρέψει.
Αυτός είναι ο ρυθμός του χρόνου πριν από τον Χριστό. Μετά Χριστόν αρχίζει να κυκλοφορεί μια εκρηκτική λέξη, η οποία σπάει την κυκλικότητα του χρόνου και την κανονικότητά της. Είναι η λέξη «έσχατον», η οποία στην κατεύθυνση του χώρου σημαίνει «μακρινό» και στην κατεύθυνση του χρόνου σημαίνει «τελευταίο».
Το έσχατον είναι επομένως ένας χρόνος εκτός βεληνεκούς, όπου μόνο στο τέλος μπορεί να φανεί ο σκοπός όλων όσα έχουν συμβεί μέσα στον χρόνο, ο οποίος σε αυτό το σημείο παύει να είναι καθαρό γίγνεσθαι, για να μετατραπεί σε «ιστορία».
Το να βλέπουμε τον χρόνο ως ιστορία είναι δυνατό μόνον αν κατοικούμε στην εσχατολογική προοπτική, όπου το πρωτείο του σκοπού πάνω στο τέλος φωτίζει τον χρόνο με νόημα. Στο τέλος πραγματοποιείται αυτό που είχε αναγγελθεί στην αρχή. Εδραιώνοντας την άποψη του σκοπού που υλοποιείται στο τέλος, ο χριστιανισμός γεννάει μια χρονικότητα που είναι απόλυτο μέλλον.
Και έτσι όχι μόνον διαχωρίζεται από τις πρωτόγονες μυθολογίες που ερμηνεύουν τον χρόνο με αφετηρία το παρελθόν, με αφετηρία έναν απολεσθέντα παράδεισο, αλλά προβάλλει τη σωτηρία σε εκείνο το εφικτό μέλλον με το οποίο θα συνδεθούν τόσο η ουτοπία όσο και η επανάσταση, όταν η νέα απεικόνιση του χρόνου που εγκαινίασε ο χριστιανισμός θα διασταυρωθεί με τον αθεϊσμό της ελπίδας.
Οσο μακρινά και αν φαίνονται, η ουτοπία και η επανάσταση είναι χριστιανικά γεγονότα, ανήκουν στον χρόνο μετά Χριστόν, εμβαθύνουν τον λόγο της ελπίδας και της αναγέννησης, ερευνούν δυνατότητες σωτηρίας, πιστεύουν ότι η ιστορία έχει ένα νόημα, βλέπουν με καχυποψία το νιτσεϊκό «χρόνο χωρίς σκοπό».
Η Δύση σαγηνεύτηκε από αυτό το νέο μοντέλο χρονικότητας και, στη χριστιανική ή και στην ουτοπική ή επαναστατική της εκδοχή, γιορτάζει με τα Χριστούγεννα όχι τον ρυθμό της επιστροφής αλλά την ατμόσφαιρα της αναγέννησης, τον ενθουσιασμό γι’ αυτό που είναι ακόμα σε θέση να υπόσχεται το μέλλον: την επαγγελία του χρόνου.
Ξεκινήσαμε από ένα σπήλαιο, από όπου βγήκαν τόσο ο Μίθρας όσο και ο Ιησούς, αλλά αμέσως από τα μηνύματά τους εξακοντιστήκαμε από τον Μίθρα στον ουρανό για να ακολουθούμε την πορεία του ήλιου και από τον Ιησού για να ακολουθούμε τη διαδρομή της ιστορίας πάνω στη γη. Ο χρόνος έσπασε στα δύο, η φύση και ο κύκλος της παραχώρησαν τη θέση τους στο μέλλον και στην επαγγελία του.
Επιστρέψαμε μεταξύ των ανθρώπων και τους ακολουθήσαμε στα βήματά τους πέρα από τη μοναξιά, σε αναζήτηση της αγάπης. Μιας αγάπης οικουμενικής για μια μέρα αναγέννησης. Ας επιστρέψουμε όμως στην αρχή: τα Χριστούγεννα δεν γεννήθηκαν για να παράγουν καλά συναισθήματα.
Το νόημα αυτής της γιορτής είναι πολύ πιο ισχυρό. Αυτό που διακυβεύεται είναι ο άνθρωπος και η ιστορία του που αντιμετωπίζονται από μια σκοπιά πολύ απαιτητική. Είναι η σκοπιά, σύμφωνα με την οποία: «Να γεννιόμαστε δεν αρκεί. Γεννηθήκαμε για να αναγεννηθούμε».