Όσιος Γέροντας Τιμόθεος Τζαννής: Δὲν πέρασε ἕνας μήνας ἀπὸ τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου καὶ κοιμήθηκε στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τὸ ὁποῖο αὐτὸς εἶχε ἱδρύσει, ὁ μεγάλος σύγχρονος πνευματικὸς πατέρας τῆς Κρήτης, Ὁ Γέροντας Τιμόθεος Τζαννῆς. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος τὸν γνώριζε καὶ τοῦ εἶχε προείπει ὅτι “θὰ φύγουν μαζί”.
Ὁ νέος αὐτὸς χαρισματικὸς πνευματικὸς πατέρας ἀναδύθηκε σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὲ νέους ἀποδοχεῖς τῶν λόγων καὶ νουθεσιῶν του. Ἂν καὶ νέος ἀσκητὴς πολιτεύθηκε μὲ πολιὰ φρόνηση καὶ ἀναδείχθηκε ἐφάμιλλος τῶν παλαιῶν πατέρων, ἐφαρμοστὴς τῆς διαχρονικῆς ὑπομονῆς, τῶν δοκιμασμένων πνευματικῶν ἀγώνων, τῆς αἰώνιας, καρδιακῆς ἀγάπης στὸν ἐσταυρωμένο μας Ἰησοῦ.
Σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ ἀγγελικὴ ὄψη, ἔμοιαζε ὁ Γέροντας Τιμόθεος σὰν νὰ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια δώματα, γιὰ νὰ διακονήσει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία Του, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Καὶ γι’ αὐτόν, ὅπως καὶ γιὰ τόσους ἄλλους σύγχρονους οὐρανόσταλτους πατέρες εἴμαστε ἀπείρως εὐγνώμονες στὸν «Ἀρχηγὸ καὶ τελειωτή» (Ἑβρ. ιβ΄ 2) μας Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος παραβλέποντας τὴν ἀποστασία μας μᾶς βεβαιώνει μὲ τοὺς ἀποστολεῖς Του αὐτούς, ὅτι «ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ῥωμ. ε΄ 20).
Ὁ Ὅσιος Γέροντας Τιμόθεος ἁγίασε μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή του. Ὑπομονὴ στὶς ἀντιξοότητες, στὶς θλίψεις, στοὺς πόνους, στὶς ἀρρώστιες καὶ ἐπιμονὴ στὸν ἀδιάλειπτο πνευματικὸ ἀγώνα καὶ στὴν προσευχή.
Ἂν ζοῦσε σήμερα, θὰ μᾶς ἔλεγε νὰ διαγράψουμε τὸν ἑαυτούλη μας ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἐγωπάθεια, τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ τὴν αὐτοδικαίωση, γιὰ νὰ γίνει ἡ ζωή μας χριστοκεντρική, διαφανής, ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχή μας καθαροί, προκειμένου ὅσοι μᾶς πλησιάζουν νὰ γνωρίσουν ὄχι μεσάζοντες καὶ μεταπράτες, ὄχι κακέπτυπα ὁμοιώματα καὶ εἰκόνες, ἀλλὰ τὸ μοναδικό, αἰώνιο, ἀληθινὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρότυπο, τὸ ἀρχέτυπο τῆς θείας οὐράνιας δόξης, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν ὑβρίζεται ἢ ἁγιάζεται τὸ ὄνομα τοῦ γύκυτάτου μας Ἰησοῦ.
Ὁ Ὅσιος Γέροντας Τιμόθεος ζοῦσε καὶ ἐπεδίωκε τὴν ἀφάνεια, μισοῦσε τὴν προβολή. Τοῦ πρέπουν τὰ λόγια τοῦ Γέροντά του στὸ Ἅγιον Ὄρος, τοῦ Ἡγουμένου, τότε Σταυρονικητιανοῦ, μετέπειτα Ἰβηρίτου, π. Βασιλείου Γοντικάκη, ὅτι: «Μεγάλοι δὲν εἶναι οἱ θορυβοποιοί, ποὺ προβάλλονται ὡς πνευματικοὶ ἡγέτες ἢ προφῆτες, γιὰ νὰ καταπλήξουν καὶ νὰ καταπνίξουν τὸν κόσμο. Μεγάλοι εἶναι οἱ ταπεινοὶ καὶ «ἀνύπαρκτοι», ποὺ ἔχουν δεχθεῖ τὴν παράκληση τοῦ Πνεύματος καὶ ἀποτελοῦν τὴν παρηγοριὰ ὅλου τοῦ κόσμου. Τοὺς ἀρκεῖ ἡ χάρις (Β´ Κορ. 12, 4).
Ὁ Ὅσιος μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικοῦσε μέσα του εἶχε φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς καὶ εἶχε σπάσει τὸ φράγμα τοῦ χώρου. Ἔτσι κάποτε τὸν εἶδαν στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Ἡρακλείου, ἐνῶ ἐκεῖνος ἦταν ἄρρωστος στὸ κελλί του.
Κάποια μητέρα εἶχε στὸ νοσοκομεῖο ἄρρωστο σοβαρὰ τὸ παιδί της. Τὸ εἶχαν βάλει στὸ χειρουργεῖο καὶ ἐκείνη ἀγωνιοῦσε ἀπ’ ἔξω. Μιὰ ἀνυποψίαστη στιγμὴ βλέπει νὰ περνάει μπροστά της ἕνας ἱερέας. Ἔτρεξε καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὸ παιδί της. Πῆγε νὰ τοῦ δώσει μάλιστα καὶ κάποια χρήματα. Πρὶν προλάβει, ὅμως, νὰ τοῦ πεῖ τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τῆς λέει:
-Δὲν χρειάζονται τά χρήματα. Νά, δῶσε τα σὲ ἐκείνη τὴν φτωχὴ ποὺ τὰ ἔχει ἀνάγκη ὑπὲρ ὑγείας Μιχαήλ.
– Ἀπὸ ποῦ εἶστε, Πάτερ;
– Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους.
Ή μητέρα αὐτὴ διηγήθηκε τὸ περιστατικὰ σὲ μιὰ φίλη της. Αὐτὴ γνώριζε τὸ Μοναστήρι καὶ τὸν Γέροντα καὶ τῆς λέει:
-Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους; Μόνον ὁ πατὴρ Τιμόθεος μπορεῖ νὰ ἦταν, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι Ἅγιοι Θεόδωροι στὴν Κρήτη. Καὶ ἂν εἶδες τὸν πατέρα Τιμόθεο, τότε σοῦ παρουσιάσθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, γιατὶ αὐτὸς εἶναι πάρα πολὺ ἄρρωστος καὶ ἀποκλείεται νὰ πῆγε στὸ νοσοκομείο, ὅπως τὸν εἶδες ἐσύ.
Ἀργότερα ἦλθε ἡ γυναίκα στὸ Μοναστήρι καὶ ἀναγνώρισε τὸν Γέροντα. Ὅμως, ὁ Γέροντας, φυσικά, δὲν εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ κελλί του, διότι ἦταν πολὺ ἄρρωστος.
Ὅταν τοῦ εἶπαν τὸ περιστατικό ἀπάντησε:
-Ἔ, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος μπορεῖ ἀπὸ τὴν καρέκλα ποὺ κάθεται νὰ ἐπισκέπτεται αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη καὶ νὰ βοηθάει.
Τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ταπεινά, ἥσυχα, στὴν ἀφάνεια νὰ βρίσκονται ταυτόχρονα σὲ διαφορετικὰ σημεῖα. Αὐτὰ μόνον ὁ Θεὸς τὰ ἐπιτρέπει στοὺς ἐκλεκτούς του.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ συνέβη λίγους μῆνες πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντος, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1991.
Κοιμήθηκε στὶς 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1991.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας