Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
Οπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη »
(Οδυσσέας Ελύτης)
Εκατόν έντεκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα (3 Γενάρη του 1911), από το θάνατο ενός «ογκόλιθου» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, του δημιουργού και θεμελιωτή του νέου ελληνικού διηγήματος, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
στο γνωστό, σύντομο βιογραφικό του σημείωμα, ο ίδιος αναφέρει : «Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την α και Β τάξιν. την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. τω 1879 εδημοσιεύθη η Μετανάστις έργον μου εις τον Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν Σωτήρα. τω 1882 εδημοσιεύθη οι έμποροι των Εθνών εις το μη χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ. η μητέρα του ήταν η Γκιουλώ Μωραΐτη και είχε ακόμη τρεις αδερφές. ο πατέρας του, για να ζήσει την οικογένειά του, έκανε και τον εργάτη σε αγροτικές δουλειές. η ταξική του θέση είναι αυτή που τον αναγκάζει να διακόπτει συνεχώς τις σπουδές του για να επιβιώσει, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βγάλει το Γυμνάσιο στα 23 χρόνια του. δεν θα καταφέρει ποτέ λοιπόν να ακολουθήσει ανώτερες η ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση η οποία θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία. το 1872 επισκέπτεται το Αγιο Ορος όπου μένει για μερικούς μήνες.
για να βγάλει μεροκάματο, χωρίς να αποκοπεί εντελώς από την πνευματική ζωή της εποχής του, ακολουθεί τη δημοσιογραφία. Δουλεύει μεταφραστής στην «Εφημερίδα» του Δ. Κορομηλά και στο «μη Χάνεσαι» του Βλ. Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον πάρει μαζί του και στην «Ακρόπολη» πάλι σαν μεταφραστή. ο Γαβριηλίδης είναι αυτός που θα τον προτρέψει να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία. η «Ακρόπολη» θα δημοσιεύσει σε συνέχειες το μυθιστορήμά του «η Γυφτοπούλα» (1884). η πρώτη του δημοσίευση ωστόσο ως λογοτέχνης ήταν το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα «η μετανάστις» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης με τα αρχικά του. το 1881 δημοσιεύει το ποίημά του «Δέησις» στο περιοδικό «Σωτήρ».
Ακολουθούν τα ιστορικά ρομαντικά μυθιστορήματα «οι Εμποροι των Εθνών» (1882, εφημερίδα «μη Χάνεσαι», ψευδώνυμο «Μποέμ»), «η γυφτοπούλα» και «Χρήστος Μηλιώνης» (1885) στο περιοδικό «Εστία». το πρώτο του διήγημα με τίτλο «το χριστόψωμο» δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.
παρ ολ αυτά η φτώχεια, στα όρια της ένδειας, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον πτοεί. Μάλιστα, αργότερα θα αυτοσαρκαστεί μέσω ενός ήρωά του και την απόφασή του να ζήσει από την τέχνη «ασχολούμενος με έργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας».
Στρέφεται στο διήγημα (θα γράψει περίπου διακόσια) και τη νουβέλα προσφέροντας έργα όπως «η Φόνισσα» που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοη στην ηθογραφία.
Παράλληλα, μεταφράζει κυρίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, γκυ ντε Μωπασάν, Ντυμά κ. α.
το 1908 επιστρέφει, πάντα φτωχός, στο νησί του και στους δικούς του. το Δεκέμβρη του 1910 πέφτει βαριά άρρωστος. στις 2 Γενάρη του 1911 φτάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί ότι το κράτος, «αναγνωρίζοντας» το έργο του τον παρασημοφόρησε. Λίγες ώρες μετά, το ξημέρωμα της 3η Γενάρη πέθανε, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό. το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας» : «() σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου ()»
για περισσότερο από έναν αιώνα μετά, το έργο αυτού του εκρηκτικού πνεύματος παραμένει αδιαμφισβήτητο, γιατί ο Παπαδιαμάντης μιλούσε για την και στην ψυχή του λαού, για τα πάθη και τους πόθους του, τα οποία ο ίδιος είχε βιώσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον κόσμο. δεν έμεινε μόνο στη μαστοριά του λόγου, αλλά χρησιμοποίησε αυτή την ικανότητα για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες του καιρού του. γι αυτό και ο Παπαδιαμάντης είναι κλασικός, επειδή τα νοήματά του είναι διαχρονικά.
με την πένα του στηλιτεύει τα αστικά «ήθη» με τρόπο που παραμένει τραγικά επίκαιρος : «() η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα» «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους ()». για ν αποκτήσει κανείς γρόσια () πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».
Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «() τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογία διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει δια την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν ()».
η Μετανάστις (1879), το πρώτο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), είναι μια δραματική ιστορία. η Μαρίνα, που χάνει στη Μασσαλία μάνα και πατέρα κατά το φοβερό λοιμό του 1720, μεταφέρεται ασφαλής από τον Ζέννο στη Σμύρνη, την πατρίδα της. ο Ζέννος είναι ερωτευμένος με τη Μαρίνα, η οποία, μόλις συνέλθει από τη συμφορά που τη βρήκε, θα ανταποκριθεί στον έρωτά του. οι δυο νέοι αρραβωνιάζονται, ο γάμος όμως δεν θα γίνει ποτέ. η πλεκτάνη που εξυφαίνει εναντίον της Μαρίνας η αντίπαλη ερωτική πλευρά θα την οδηγήσει τελικά στο θάνατο και τον Ζέννο στην εξαφάνιση από προσώπου γης. Είναι άραγε ο έρωτας, φαίνεται να αναρωτιέται ο Παπαδιαμάντης στη Μετανάστιδα, ένα πάθος που οδηγεί μοιραία στην καταστροφή ; η μήπως πρόκειται απλώς για πολεμική τέχνη, με κύριο όπλο το δόλο, και χάνει όποιος δεν ξέρει να την ασκεί ; ποια μοίρα μπορεί να έχει σε τέτοιο πόλεμο ένας τίμιος άνθρωπος ; Υπάρχει τελικά ευτυχισμένος έρωτας ; Αυτός που ονομάστηκε άγιος των ελληνικών γραμμάτων ανιχνεύει στο συγγραφικό ξεκίνημά του, με τόλμη και οξυδέρκεια, την ερωτική περιοχή. Ακολουθεί απόσπασμα :
Ήτο το έτος της φοβεράς πανώλους της Μασσαλίας, ότε ο επίσκοπος Βελζούγκης παρέστησε το επιφανές εκείνο πρόσωπον της χριστιανικής συμπαθείας και αφοσιώσεως, όπερ αναμιμνήσκει ο και σήμερον έτι όρθιος ανδριάς του εναρέτου ανδρός.
η Μασσαλία εσάλευε μεταξύ πτωμάτων ανδρών και γυναικών και θολερού ατμού αναβαίνοντος εις τον αιθέρα, όστις εις τους οφθαλμούς δεισιδαιμόνων ανθρώπων εφαίνετο ως περιβάλλων τας ψυχάς των ατυχών θυμάτων. δεν ηκούοντο πλέον οδυρμοί και θρήνοι, δεν ηκούοντο ψαλμοί και ευχαί. αι οδοί ήσαν έρημοι διαβατών. αι οικίαι, αι πλείσται με κεκλεισμένας τας θύρας και ανοικτά τα παράθυρα, έφερον επί των φλιων και επί των τοίχων κιτρίνους και μέλανας σταυρούς και άλλα πένθιμα σήματα. τα εργαστήρια ήσαν ωσαύτως κεκλεισμένα. Μόνον ρυπαρά τινα υπόγεια έμενον καθ’ όλην την νύκτα ανοικτά, εν οις συνωθούντο τα αποβράσματα του εσχάτου όχλου, τα αποβαλόντα παν ανθρώπινον αίσθημα μέχρι και του φόβου αυτού.
ο τρόμος και ο θάνατος εφαίνοντο ότι διένειμαν προς αλλήλους το επί της πόλεως κράτος. ο αγαθός επίσκοπος Βελζούγκης έτρεχεν από οικίας εις οικίαν και από ξενώνος εις ξενώνα, παρίστατο πανταχού, έφερε μεθ’ εαυτού παραμυθίαν και έλεος, άγνωστος εις τους πλείστους και προσηνής εις πάντας. Διότι προ της ενσκήψεως του δεινού ο κληρικός ούτος έζη σχεδόν αφανής εν τη πόλει, και δεν ωμοίαζε προς τους σεβασμίους εκείνους ποιμενάρχας, οίτινες, αφού η φήμη των αρετών αυτών πληρώση τας αιθούσας και τους θαλάμους εν καιρώ γαλήνης και ησυχίας, αποσύρονται κατά τας δυσχερείς περιστάσεις εις ευάερόν τι εξοχικόν μοναστήριον, ίνα προσευχηθώσιν εν σιγή υπέρ του ποιμνίου αυτών.
φευ! εις μάτην ο αγαθός εκείνος επίσκοπος ανέτεινε τας χείρας προς τον ουρανόν. η μάστιξ επέμενε φρικωδώς και εφαίνετο τείνουσα εις το να εκκληρίση παντελώς την πόλιν.
Τούτο ίσως εφρόνει και ο γηραλέος ανήρ ο με ναυτικήν ενδυμασίαν και ηλιοκαή όψιν, όστις εισήλθε περί το δειλινόν ημέρας τινός του Οκτωβρίου εις την τότε λεγομένην «Οδόν Ανατολών», ακολουθούμενος υπό νέου τινός το αυτό ένδυμα φέροντος και με λεπτόν και μέλανα μύστακα. ο γέρων προεπορεύετο πεντήκοντα βήματα, ηναγκάζετο δε να ίσταται συχνάκις ίνα περιμένη τον σύντροφον αυτού, όστις εβάδιζε βραδέως βλέπων προς τα δεξιά και προς τα αριστερά τας ερήμους οικίας και τινα πτώματα κείμενα εν ταις άκραις της οδού, τήδε κακείσε, παράμορφα και φρικώδη την όψιν. Άμα ως τοιούτον θέαμα προσέβαλλε το όμμα του νέου, δύο δάκρυα εφαίνοντο ρέοντα επί των παρειών αυτού.
να πάρη ο διάβολος, είπεν ο γέρων ναύτης, μοι φαίνεται ότι είναι ανάγκη να σε περιμένω ως αύριον, Ζέννε. Καλύτερα θα έκαμνες να μείνης εις το πλοίον.
ω πάτερ μου, είπεν ο νέος.
Περιπάτει λοιπόν και μη κοιτάζης αυτούς τους νεκρούς. Αλλέως ποτέ δεν θα φθάσωμεν. αν ήτον να έλθωμεν δια να ίδωμεν τους νεκρούς, καλύτερα να επηγαίναμεν εις το έργον μας. Αλλά συ φαίνεται ότι την νομίζεις ως μνηστήν σου εκείνην την νέαν, την κόρην του Βεργίνη. δεν πιστεύω όμως να έχη και εκείνη είδησιν.
ο Ζέννος εταπείνωσε τους οφθαλμούς.
Πιστεύεις αρραβώνα με τα λόγια ; και αν βάλωμεν βάσιν εις τον λόγον του πατρός της, όστις τη αληθεία είναι τίμιος άνθρωπος και καλός φίλος, νομίζεις ότι αι νέαι όσαι ανετράφησαν εις την Ευρώπην, λαμβάνουν υπό σπουδαίαν σκέψιν την γνώμην των γονέων των προκειμένου περί γάμου ; Είσαι πολύ μακράν.
ο νέος και πάλιν ουδέν απεκρίνατο.
ο καθείς είναι καλός εις το είδός του, επανέλαβεν ο γέρων. πως είναι δυνατόν εκείνη, η θυγάτηρ του εμπόρου, να ζήση με σε, τον ναυτικόν ;
ω, ας ήτο υγιής, εσκέφθη ο Ζέννος.
δεν ακούετε σεις, οι νέοι, ημάς, οπού εγηράσαμεν. Πόσον καλύτερα θα έκαμνες να ζητής με τον νουν σου νύμφην εντός των ορίων της νήσου μας, και να μη εμπιστεύεσαι το όνειρόν σου εις τον άνεμον και εις το κύμα.
Πάτερ μου, είπεν ο Ζέννος, έχεις καρδίαν να μοι λέγης τοιαύτα εν μέσω της τρομεράς ταύτης καταστροφής ;
ω, τι είδες συ, είπεν ο γέρων. που να ήσο εις την Κωνσταντινούπολιν, είναι τριάντα έτη! Εδώ βλέπεις τας οδούς γεμάτας πτώματα, εκεί δεν τα εχώρει η γη, αλλ’ εγέμισαν την θάλασσαν του Μαρμαρά πλέοντα εις τον αφρόν.
ο Ζέννος εφρικίασεν.
η να ήσο εις την Αλεξάνδρειαν, όπου το καύσιμον έκαιε δεκαοκτώ ημέρας.
Ποίον καύσιμον ;
το καύσιμον των νεκρών· διότι βαρυνθέντες να χώνωσιν εσκέφθησαν ότι ήτο καλύτερον να τους καίουν.
ω Θεέ μου, Θεέ μου!
Νά είσαι εις το πέλαγος και να σου προσβληθή έξαφνα όλον το πλήρωμα από την πανούκλαν. ε, τι λέγεις, Ζέννε ; το έπαθα εγώ αυτό. Αλλά χιλίας φοράς σου τα έχω διηγηθή, και τα ξαναλέγω πάλιν. δεν κάμνουν εντύπωσιν εις όσους τα ακούσουν μόνον. Πρέπει να τα έχη πάθει τις δια να τα εννοή.
Έχεις δίκαιον, πάτερ μου· υπέφερες πολλά εις την ζωήν σου.
και συ θα υποφέρης. Αλλά δεν πρέπει να κλαίης ως γυνή, τι διάβολον!
Ώ! δεν κλαίω, πάτερ μου.
Λοιπόν τώρα, ιδού εφθάσαμεν, είπεν ο γέρων. Ενθυμήσου ότι πρέπει να επισκεφθώμεν και την άλλην οικογένειαν. Λοιπόν θέλεις να υπάγω εγώ εκεί, και να αναβής συ εδώ, η ; όπως θέλεις.
ο Ζέννος, αν και επεθύμει διακαώς να αναβή εις την οικίαν του Βεργίνη, εσκέφθη ότι ήτο άτοπον και αγενές να αποστείλη τον πατέρα του εις το απώτερον μέρος.
Όχι, όχι, είπεν· ύπαγε συ εδώ· εγώ υπάγω εις του κυρίου Ρίζου. Αλλά που και πότε θα ενταμωθώμεν ;
Μετά δύο ώρας, το πολύ, να είσαι εις το πλοίον, είτε με την οικογένειαν του φίλου μας, είτε μόνος.
Πολύ καλά.
ο νέος έκαμε βήματά τινα ίνα απομακρυνθή.
Στάσου, έλα εδώ, είπεν ο γέρων. Επειδή δεν ηξεύρομεν τι μπορεί να συμβή, ούτε τι συνέβη, ανάβα μαζί μου εις του Βεργίνη, δια να μην έχης παράπονον εναντίον μου· ο, τι ίδης όμως, σοι προλέγω ότι δεν πρέπει να μείνης μηδέ στιγμήν. Ευθύς να τρέξης εις του άλλου φίλου μας.
ο Ζέννος ηκολούθησε τον πατέρα του. η καρδία του εκτύπα σφοδρώς υπό αγωνίας. Ποίος ήξευρεν αν εκείνη έζη η απέθανεν.
ο γέρων ναυτικός μετά του υιού αυτού ανέβησαν εις οίκημα χαμηλόν, σκιαζόμενον όπισθεν υπό των μεγάλων δένδρων ενός κήπου. Διήλθον δια τινος διαδρόμου, ένθα ουδένα υπηρέτην απήντησαν, και εισήλθον εις την αίθουσαν, όπου σιγαλοί λυγμοί γυναικός έπληξαν τα ώτα αυτών.
Παραπλεύρως της αιθούσης ήτο ο κοιτών. Επλησίασαν εις την θύραν. Επί πλατέος ανακλίντρου έκειτο νεκρός ήδη ο οικοδεσπότης Βεργίνης. Λαμπάς έκαιε παρά την κεφαλήν και ετέρα παρά τους πόδας αυτού.
εν τη άλλη γωνία του κοιτώνος κόρη γονυπετής έκλαιεν ενώπιον της μητρός αυτής, ήτις ηγωνία εκβάλλουσα τον επιθανάτιον ρογχασμόν.
Ουδέν ηδύνατο να εμποιήση τοιαύτην φρίκην, οίαν η θέα της παραδόξου και αφώνου ταύτης σκηνής. εν μέσω μικρού δωματίου οικίας εγκαταλελειμμένης κατά το φαινόμενον, εν τω τεχνητώ σκότει των κεκλεισμένων παραθύρων και υπό το τρέμον φως νεκρικού κηρίου, μόνη μεταξύ ενός νεκρού και ενός ψυχορραγούντος, η κόρη αύτη γονυπετής και προσευχομένη, ήτο θέαμα σπαρακτικόν δι’ όντινα δεν είχεν ακόμη εμπλησθή τοιούτων θεαμάτων.
ο Ζέννος, άμα υπερβάς τον ουδόν του πενθίμου κοιτώνος, εγονυπέτησεν αυτομάτως. ο δε γέρων πλοίαρχος έκαμε το σημείον του σταυρού.
ο Θεός να σε αναπαύση, αγαθέ φίλε, εψιθύρισεν.
Έπειτα δε στρεφόμενος προς την ψυχορραγούσαν.
και σε, ο Θεός να σε λυπηθή, αδελφή.
ο Ζέννος απέστρεψε το πρόσωπον σπογγίζων τα δάκρυά του. η δε κόρη ουδόλως εφάνη αισθανθείσα την παρουσίαν των δύο ξένων.
Ύπαγε, τέκνον μου, είπε με χαμηλήν φωνήν ο πλοίαρχος προς τον υιόν του, ύπαγε, ο Θεός μαζί σου. Εγώ φροντίζω δι’ εδώ. Χαρά εις σε, αν σώσης άνθρωπόν τινα εκ του θανάτου.
ο Ζέννος έρριψε βλέμμα προς την κλίνην της αγωνιώσης. οι ζοφεροί οφθαλμοί του ήστραψαν, και εξήλθε χωρίς πλέον να στραφή.
ο πλοίαρχος έμεινε σιωπηλός. η κόρη εξηκολούθησε να κρύπτη την μορφήν της, κύπτουσα προς το προσκεφάλαιον της επιθανάτου.
η νεκρώσιμος σιγή διεκόπτετο μόνον υπό των υποκώφων της κόρης λυγμών και υπό των ρόγχων της ψυχορραγούσης. Έξωθεν ουδείς θόρυβος, ουδεμία φωνή ηκούετο.
Αίφνης, η πάσχουσα κατελήφθη υπό ισχυρών σπασμών. η κόρη ανεσήκωσε την κεφαλήν.
Θάρρος, τέκνον μου, εψιθύρισεν ο πλοίαρχος· είναι και άλλος φίλος εδώ.
η κόρη έστρεψε το πρόσωπον, και οι οφθαλμοί της επραΰνθησαν εν μέσω της ωχρότητος του προσώπου αυτής.
ο Θεός σε έφερεν, είπε· ιδέ, ιδέ!
Καί έδειξε τον νεκρόν του πατρός και την ημιθανή μητέρα της.
ο γέρων εκίνησε την κεφαλήν και ανέτεινε προς τον ουρανόν το όμμα.
ναι, εκεί, είπεν η κόρη.
η ψυχορραγούσα εξέβαλε σπασμώδη και σπαρακτικόν στεναγμόν.
Απέθανεν ; εψιθύρισεν η νεάνις.
Απέθανε, τέκνον μου· ο Κύριος την ανέπαυσε. δεν πάσχει πλέον.
η νεάνις ηγέρθη, και ποιούσα το σημείον του σταυρού έκλεισε τα όμματα της μητρός της. ο δε πλοίαρχος ενόμισεν ανωφελές το να πειραθή να την αποτρέψη από του ευσεβούς τούτου χρέους.
Μετά μίαν στιγμήν εξήλθεν εκ του κοιτώνος, αλλ’ επανήλθεν εν βραχεί κρατούσα δέσμην φορεμάτων δια των δύο χειρών.
τι θα κάμης, τέκνον μου ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος.
θα αλλάξω την μητέρα μου, είπεν η κόρη.
ο πλοίαρχος ηγέρθη τότε και έβαλεν εις κίνησιν πάσαν την ευγλωττίαν των λέξεων και των χειρονομιών, όπως την εμποδίση.
τι κάμνεις, παιδί μου ; Νομίζεις ότι εις τον άδην οι νεκροί κάμνουσι πανήγυριν ; Νομίζεις ότι ο Θεός έχει προτίμησίν τινα δια τους στολισμένους νεκρούς ;
προς τους λόγους τούτους η κόρη, ήτις είχε παύσει προ πολλού να κλαίη, ησθάνθη εκ νέου αναβλύζοντα τα δάκρυά της.
Κάμνεις καλά να κλαίης· τα δάκρυα ανακουφίζουν, αλλά δεν πρέπει ν’ ασχολήσαι εις μάταια. Τούτο είναι απώλεια χρόνου. Ανάγκη να φύγωμεν το ταχύτερον.
να φύγωμεν ; εψιθύρισεν η νέα.
δεν εσκέφθης λοιπόν διατί ήλθα εδώ ; ο σκοπός μου είναι να λάβω μαζί μου όσους αφήση ο Χάρος. και μα τους ακριβούς σου τούτους νεκρούς, δεν θα εξέλθω απ’ εδώ, αν δεν έλθης μαζί μου. Λάβε ο, τι πολύτιμον έχεις, είσαι νέα, και η ζωή είναι μακρά δια τους ζώντας. το πλοίον μας περιμένει.
Ήλθες λοιπόν με το πλοίον ; είπεν εκείνη αλλοφρονούσα.
με τι ήθελες να έλθω ;
Λοιπόν δεν δύνασαι να με περιμένης ολίγον ;
α, προθύμως, αρκεί να έχης σπουδαίαν εργασίαν εν τω μεταξύ.
θα αλλάξω την μητέρα μου, επέμεινεν η κόρη.
Τέκνον μου, άκουσέ με· η νόσος είναι κολλητική, εψιθύρισεν ο γέρων εις το ους της, ωσεί ίνα μη ακουσθή παρά των δύο νεκρών.
αλλ’ εγώ άλλαξα τον πατέρα μου.
δεν έκαμες καλά, και ο Θεός, ελπίζω, θα σε λυπηθή. Αλλά μη επαναλάβης τούτο.
αλλ’ αφού άλλαξα τον πατέρα μου!
Τότε δεν ήμην εγώ εδώ να σε αποτρέψω, και ο Θεός συγχωρεί τους αγνοούντας. σε λέγω, μη κάμνης τούτο, και εγώ ας έχω την αμαρτίαν.
η αντίστασις της κόρης κατεβλήθη, και ο πλοίαρχος της αφήρεσε τα ενδύματα από των χειρών. Ερρίφθη δε κατάκοπος επί τινος έδρας.
ο πλοίαρχος εσπόγγισε τον βρέχοντα το μέτωπόν του ιδρώτα.
Λοιπόν, είπε, λάβε ο, τι έχεις, και ας υπάγωμεν.
η νεάνις έστρεψε το βλέμμα προς τους δύο νεκρούς και οι οφθαλμοί της εξέπεμψαν φλόγας.
Αλλά λησμονείς, απήντησεν, ότι πρέπει πρότερον να θάψω τους γονείς μου ;
ο γέρων πλοίαρχος έδηξε τα χείλη, δεν είχε δε, φευ! τοσαύτην απάθειαν, ώστε να αντικρούση την νέαν ταύτην ένστασιν.
και πως να κάμωμεν, είπε βυθιζόμενος εις σκέψιν. Εξεύρεις, τουλάχιστον, που εδώ σιμά δύναται να φέρη τις είδησιν εις τους νεκροσκόπους, η δεν εξεύρω που ;
Όχι.
Περιμένεις να υπάγω ;
Βεβαίως.
Όταν θα λείπω δεν θα κάμης τρέλας ; δεν θα ζητήσης πάλιν ν’ αλλάξης την μητέρα σου ;
η νέα ήρχισε να κλαίη σπαρακτικώς. Ενόησεν ήδη ο πλοίαρχος ότι δεν συνέφερε να την αφήση μόνην, μηδ’ επί μίαν στιγμήν.
Εσκέφθη επ’ ολίγον.
Άκουσόν με, είπε, τον κήπον τούτον, όπισθεν της οικίας σας, ποίος τον κατέχει ;
ο οικοδεσπότης μας.
Αυτήν την στιγμήν εντός της οικίας ταύτης ευρίσκονται άλλοι άνθρωποι ;
δεν πιστεύω· όλοι έφυγαν.
και τι έγινεν η υπηρέτριά σας ;
δεν είναι εδώ, είπε φέρουσα την χείρα εις τους οφθαλμούς.
Λοιπόν έχεις κανέν σιδηρούν εργαλείον ;
θα ευρεθή.
Ειπέ μοι που να εύρω τοιούτον, και κάμε τρόπον να έμβωμεν εις τον κήπον.
Μόλις εσηκώθη η ορφανή ίνα μεταβή προς εκτέλεσιν της παραγγελίας ταύτης, ότε εκ του διαδρόμου ηκούσθησαν βήματα. ο πλοίαρχος και η κόρη ηρώτησαν αλλήλους δια του βλέμματος.
Επί της θύρας προέβαλεν η πένθιμος μορφή ανθρώπων ενδεδυμένων ως οι νεκροθάπται, ους είχεν απαντήσει καθ’ οδόν ο πλοίαρχος μετά του υιού αυτού συλλέγοντας τα πτώματα.
Εδώ είναι νεκροί, είπεν ο πρώτος αυτών άμα ιδών εντός του κοιτώνος.
και εισήλθεν. οι λοιποί τον ηκολούθησαν
imerodromos.gr