Του Κρίτωνα Χρυσοχοϊδη
Άρδην τ. 11
Η εμφάνιση τού οργανωμένου μοναχισμού στον Άθω δεν αποτελεί ένα ιστορικό συμβάν που συντελέσθηκε «εν αιθρία».
Δεν είναι, δηλαδή, εκδήλωση της ευσέβειας των φιλομοναστικών αισθημάτων ενός βυζαντινού μονάρχη, του Νικηφόρου Φωκά. Ούτε πάλι είναι απλή απόρροια της φωτισμένης δραστηριότητας ενός προικισμένου μοναχού, του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, ο οποίος θέλησε να εισάγει μια νέα μορφή μοναστικής ασκήσεως, διαφορετική από την ως τότε κρατούσα στα μικρά και ταπεινά μονύδρια της Αθωνικής χερσονήσου.
Το φαινόμενο, νομίζω ότι πρέπει να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής συγκυρίας, οι διεργασίες της οποίας αρχίζουν τουλάχιστον έναν αιώνα πρωτύτερα και εγγράφεται στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων λειτουργικών αναγκών, όχι μόνο πνευματικών αλλά και πολιτικών, πολιτισμικών, ακόμη και οικονομικών.
Με το τέλος της Εικονομαχίας και την αποκατάσταση της ιδεολογικής ενότητας αρχίζει η σταδιακή ανασυγκρότηση τού Βυζαντινού κράτους. Πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί παγιώνονται, νικηφόροι πόλεμοι σε Ανατολή και Δύση επαναφέρουν στην επικράτεια απωλεσθέντα εδάφη και λαοί ανοργάνωτοι στρέφονται προς την αυτοκρατορία αναζητώντας θεσμούς κοινωνικού και πολιτικού βίου, η εκκλησία αναγεννημένη, παραζευγμένη στο άρμα της πολιτείας, καλείται να διαδραματίσει νέους ρόλους. Κατ’ αρχήν οι βόρειοι γείτονες αποτελούν πεδίο ευαγγελισμού και πολιτισμικής επιρροής. Δυτικότερα, με αφορμή την αντικανονική ανάρρηση του Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο, ο πάπας εγείρει αξιώσεις στο Ιλλυρικό το οποίο επί Λέοντος Γ’ του Ισαύρου είχε αποσπασθεί από τη δικαιοδοσία της εκκλησίας της Ρώμης και είχε υπαχθεί στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Σλαβικά φύλλα, τα οποία είχαν εγκατασταθεί σποραδικά στις δυτικές επαρχίες, κυρίως στην Ελλάδα, μετά τις βουλγαροσλαβικές επιδρομές, πρέπει να αφομοιωθούν αποτελεσματικά.
Τη νέα ηγεμονική πλιτική της εκκλησίας κατευθύνει τώρα ο φωτισμένος πατριάρχης Φώτιος και οι μοναχοί καλούνται να επιτελέσουν έργο με ευρύτερες προεκτάσεις. Για τον εκχριστιανισμό των βορείων γειτόνων θα επιλεγούν δυο αδελφοί μοναχοί. Οι Θεσσαλονικείς Κωνσταντίνος – Κύριλλος και ο Μεθόδιος. Ο δεύτερος, πρώην κρατικός αξιωματούχος (διοικητής Σκλαβηνίας) και σλαβομαθής, είχε ασκητεύσει προηγουμένως σε κάποιο μοναστήρι του Ολύμπου της Βιθυνίας. Από το 863 και για τρία χρόνια θα διδάξουν τό Χριστιανισμό στους Σλάβους της Μοραβίας, θα επινοήσουν το σλαβικό αλφάβητο και θα θέσουν τα θεμέλια της πνευματικής και κοινωνικής ανασυγκροτήσεως των σλαβικών λαών.
Η αφομοίωση των σλαβικών φύλων που είχαν εγκατασταθεί στα βυζαντινά εδάφη θα συντελεσθεί με τη συστηματική ιεραποστολική δραστηριότητα μοναχών.
Δεν είναι τυχαίο ότι όι αδερφοί Συμεών και Θεόδωρος, μετέπειτα ιδρυτές τού Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόνησσο, εγκατέλειψαν την άσκησή τούς στον Άθω και ανέλαβαν στα 867 αποστολικές περιοδείες στην Ελλάδα. Στο Βίο τους εμφανίζονται ως διδάσκαλοι και απόστολοι που ευαγγελίζονται τον λαό, ενώ τούς αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός των «πολιούχων της Πανελλάδος».
Η παρουσία της βυζαντινής εκκλησίας στη Μακεδονία θα τονισθεί κατά τόν 9ο αιώνα με την ίδρυση μεγάλων μοναστικών κέντρων στη Χαλκιδική. Ο όσιος Ευθύμιος από την Άγκυρα της Μικράς Ασίας, πρώην μοναχός στον Όλυμπο της Βιθυνίας, αφού ασκήτευσε για λίγο στον Άθω, ίδρυσε διαδοχικά μονή στα Βρασταμού και το 870/71 μεγάλο μοναστικό κέντρο στο χωριό Περιστεραί, γνωστό ως «Μεγάλο Μοναστήρι», αφιερωμένο στον Άγιο Ανδρέα. Το κτίσμα του, πολύ σύντομα, ευνοήθηκε από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ανακηρύχθηκε αυτοκρατορική μονή και απέκτησε μεγάλες γαίες, παροίκους και φορολογικά προνόμια. Την ίδια ευνοϊκή αντιμετώπιση από τους βασιλείς της Μακεδονικής δυναστείας είχε και η μονή που ίδρυσε, την ίδια περίπου εποχή και στην ίδια περιοχή της Χαλκιδικής, ο Ιωάννης ο Κολοβός.
Η δράση των μοναχών ιεραποστόλων ή αναχωρητών θα ενταθεί και θα κορυφωθεί κατά τον 10ο αιώνα. Δυο παραδείγματα είναι ιδιαίτερα ενδεικτικά.
Είναι γνωστή η σημασία του ιεραποστολικού έργου του Νίκωνος του Μετανοείτε. Ο μοναχός αυτός της μονής της Χρυσής Πέτρας στα σύνορα του Πόντου και της Παφλαγονίας, είναι παρών στην Κρήτη κατά την ανάκτησή της από τον Νικηφόρο Φωκά στα 961. Με το κήρυγμα του συμβάλλει στον επανευαγγελισμό των κατοίκων του νησιού και στην επιστροφή στη χριστιανική πίστη μετά από αιώνες αραβικής κατοχής, με άμεσο αποτέλεσμα τη στερεή πρόσδεση του σπουδαιότατου νησιού στον κορμό της αυτοκρατορίας. Αργότερα, και ως τα 997 που πεθαίνει, τον συναντούμε στη νότια Πελοπόνησσο όπου κηρύττει αδιάλειπτα, ιδρύει ναούς και αναπτύσσει κοινωνική δράση. Λίγο βορειότερα, στη Στερεά Ελλάδα , η δράση του οσίου Λουκά του Στειριώτου σηματοδοτεί την παρουσία του βυζαντινού μοναχισμού στα δύσκολα χρόνια των βουλγαρικών επιδρομών στην περιοχή.
Η έντονη δραστηριότητα του, που αποσκοπεί στη στήριξη των χριστιανικών πληθυσμών, εκτείνεται από τη νότια Στερεά Ελλάδα ως την Κόρινθο και θα ολοκληρωθεί με την ίδρυση μεγάλου μοναστηριού στο Στείρι.
Η συστηματική ιεραποστολική δραστηριότητα των μοναχών και η ίδρυση μονών πρέπει να συνδεθεί άμεσα με τις προσπάθειες της κεντρικής βυζαντινής διοικήσεως για ανασυγκρότηση και πολιτική και εκκλησιαστική αναδιοργάνωση της Βαλκανικής. Οι επί μέρους στόχοι της πολιτικής αυτής είναι σαφείς. Όλες οι ενέργειες αποσκοπούν στην ενίσχυση της άμυνας των περιοχών πόυ πλήττονται από τις σλαβικές επιδρομές ή υποφέρουν από τις επιθέσεις Σαρακηνών πειρατών* στην υποταγή των ημιανεξάρτητων «Σκλαβηνιών», δηλαδή σλαβικών θυλάκων που δημιουργούν προβλήματα στη διοίκηση, στην επέκταση της βυζαντινής επιρροής στους γύρω βαλκανικούς λαούς, στην εξουδετέρωση των προσπαθειών της εκκλησίας της Ρώμης να διεισδύσει σε ζωτικές για την αυτοκρατορία περιοχές. Έτσι η επιστράτευση των πνευματικών δυνάμεων συμπαρατάσσεται με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, την αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοικήσεως και την ανορθωτική οικονομική πολιτική.
Στην πνευματική αυτή επιστράτευση εγγράφεται και η ίδρυση του πρώτου μοναστηριού στο Άγιο Όρος, της μονής της Μεγίστης Λαύρας στα 963. Ιδρυτής της υπήρξε ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ένας ιδιαίτερα δραστήριος και προικισμένος μοναχός, μέλος της ανώτερης κοινωνίας των αυλικών της Κωνσταντινούπολης και προσωπικός φίλος του βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.Το γεγονός της εμφανίσεως ενός μεγάλου κοινοβίου δεν σημαίνει μόνο την απαρχή μιας νέας περιόδου στη βίωση του ασκητικού ιδεώδους στον Άθω, αλλά καθιστά τον ελλαδικό χώρο ευρύτερα κέντρο πνευματικής εξορμήσεως προς τα Βαλκάνια και την χριστιανική Ανατολή.
Ο άγιος Αθανάσιος, ασφαλώς δεν έκτισε το μοναστήρι τού σε έρημη χώρα. Εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή στην οποία είχε ήδη δημιουργηθεί μια αναχωρητικής φύσεως μοναστική παράδοση. Οι πρώτες πληροφορίες, αν και όχι ιδιαίτερα συγκεκριμένες, για την παρουσία ασκητών, και μάλιστα επωνύμων όπως του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, ανάγονται στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 9ου αιώνα. Στις αρχές του 10ου αιώνα, παρά τη διασπορά τους σε όλη τη χερσόνησο, οι μοναχοί έχουν ήδη οργανώσει κάποιους θεσμούς κεντρικής διοικήσεως. Στα 908 μνημονεύεται για πρώτη φορά ο πρώτος τού Άθω, ο οποίος εδρεύει στις Καρυές, ο πνευματικός ηγήτορας δηλαδή, διαιτητής και εκπρόσωπος της κοινότητας προς τον κόσμο. Ο ερημικός, αναχωρητικός και ακτήμων βίος των αναχωρητών είναι ιδιαίτερα τραχύς και δύσκολος. Ζουν σε πρόχειρα καταλύμματα και εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους κυρίως με τα προϊόντα του δάσους.
Η άφιξη του Αθανασίου στον Άθω και η οικοδόμηση της Μεγίστης Λαύρας τάραξαν την ηρεμία των ταπεινών ερημιτών. Ο εσωτερικός οργανισμός της νέας μονής και οι πολλαπλές οικοδομικές και οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξε φάνηκαν ως μεγάλη καινοτομία που εισαγόταν στο Άγιον Όρος. Είναι η πρώτη φορά που ιδρύεται εδώ μεγάλο κοινόβιο με συγκεντρωτικό εσωτερικό καθεστώς λειτουργίας. Κτίτωρ της μονής είναι ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ενώ μετά το θάνατό του αυτή θα παραμείνει ελεύθερη, αυτοδέσποτη και αυτεξούσια. Γίνεται, δηλαδή, ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου υπό την αυτοκρατορική προστασία. Τη διοίκηση ασκεί αποκλειστικά ο ηγούμενος, ο οποίος πριν πεθάνει ορίζει το διάδοχό του, συνεπικουρούμενος από συμβούλιο μοναχών.
Για το χαρακτήρα του νέου αυτού τύπου μοναστηριακού ιδρύματος, το οποίο θα αποτελέσει και το μοντέλο των μονών που θα ιδρυθούν πολύ σύντομα στον Άθω, σημαντικότατο γεγονός αποτελεί η πολιτική του Αθανασίου για την ανάπτυξη της οικονομίας του μοναστηριού και την αξιοποίηση της γής. Ο καινοτόμος μοναχός, εκτός από το μεγάλο συγκρότημα που ανεγείρει, επιχειρεί εκχερσώσεις και καλλιέργεια χέρσων και άγονων γαιών μέσα στον Άθω και αξιοποιεί την περιουσία εγκαταλειμένων μονυδρίων. Αναπτύσει νέες τεχνικές στην γεωργία. Εισάγει στο Άγιο Όρος τα άγνωστα ως τότε ζευγάρια βοδιών και κατασκευάζει σύστημα υδρεύσεως. Χρησιμοποιεί σύγχρονη για την εποχή του τεχνολογία για την κίνηση των υδρομύλων και των μηχανημάτων παρασκευής του ψωμιού. Κατασκευάζει ή αγοράζει πλοία, κτίζει αποθήκες για τα εμπορεύματα και οίκημα για την παραμονή των ναυτών.
Η νέα μονή-πρότυπο εξελίσσεται ταχύτατα και σε κέντρο μεγάλης γεωργικής και βιοτεχνκής παραγωγής χωρίς όμως να αλοιωθούν οι αρχές του μοναστικού βίου. Οι προθέσεις του ιδρυτού της, άλλωστε, δεν άφηναν περιθώρια για παρεκκλίσεις. Ο όσιος Αθανάσιος παρέμεινε ένας αυστηρός ασκητής, ο οποίος επέβαλε αυστηρούς κανώνες διαβιώσεως, απαιτώντας παράλληλα συστηματική εργασία από τους μοναχούς του.
Το νέο καθεστώς του Αγίου Όρους αποτυπώνεται στο κείμενο του πρώτου Τυπικού του Αγίου Όρους που συντάχθηκε στα 972. Το πρωτότυπο του σπάνιου αυτού εγγράφου, το οποίο επονομάστηκε και Τράγος, γιατί γράφτηκε σε χονδρή περγαμηνή, υπογεγραμμένο ιδιοχείρως από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή, και χαρακτηρίζεται ως ο πρώτος καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους, σώζεται ως σήμερα και φυλάσσεται στην Ιερά Κοινότητα ως το πολυτιμότερο αρχειακό κειμήλιο του Αγίου Όρους.
Η ίδρυση της Λαύρας και η πολυσχιδής δράση του Αθανασίου έδωσαν την ώθηση για την συγκρότηση και άλλων κοινοβίων από διάσημους άντρες, συνδεδεμένους άμεσα ή έμμεσα μαζί του. Το 979/80 Ίβηρες (Γεωργιανοί) ευγενείς που ανήκαν στη μεγάλη οικογένεια των Τορνικίων, εφοδιασμένοι με βασιλικά προνόμια και επιχορηγήσεις, ανεγείρουν τη μονή των Ιβήρων, ενώ λίγο αργότερα πλούσιοι μεγιστάνες από την Αδριανούπολη, προερχόμενοι ασφαλώς από μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων, ιδρύουν τη μονή Βατοπεδίου.
Από τα τέλη του 10ου αιώνα η ίδρυση μοναστηριών θα λα΄βει εκπληκτικά γρήγορους ρυθμούς. Γύρω στα 1000 στην Αθωνική χερσόνησο μαρτυρούνται περισσοτερα από σαράντα ένα μοναστήρια. Μοναχοί αλλοεθνείς από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας συρρέουν στο ονομαστό πλέον όρος. Όσο ζούσε ακόμη ο όσιος Αθανάσιος εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Ιταλοί μοναχοί από το Amalfi, οι οποίοι λίγο αργότερα ίδρυσαν την μονή των Αμαλφηνών. Την ίδια περίπου εποχή μνημονεύονται οι μονές του Σικελού, του Παφλαγόνος, και του Χάλδου.
Οι ονομασίες τους απηχούν ασφαλώς τον τόπο καταγωγής ων κτητόρων τους. Μονύδρια, τα οποία θα εξελιχθούν σε μεγάλες μονές που συνεχίζουν το βίο τους ως σήμερα, έχουν τις απαρχ΄ς τους στην ίδια περίοδο. Η μονή Ζωγράφου συγκροτήθηκε πριν το 980 από τον βυζαντινό ζωγράφο-αγιογράφο Γεώργιο. Στη δραστηριότητα του οσίου Παύλου του Ξηροποταμηνού ο οποίος πριν το 956 ίδρυσε τη μονή του Αγίου Νικηφόρου (σημερινή μονή Ξηροποτάμου), οφείλεται και η ίδρυση πριν το 980 της μονής Αγίου Παύλου (που αρχικά έφερε την ονομασία Ξηροποττάμου). Οι μονές Ξενοφώντος, Εσφιγμένου, και η πρώτη μονή Χελανδαρίου κάνουν την εμφάνισή τους πριν τα τέλη του 10ου αι.
Ως τα τέλη του 12ου αιώνα ο διορθόδοξος και οικουμενικός χαρακτήρας του αθωνικού μοναχισμού, που αντικατροπτίζει με ενάργεια την πολιτική «ανοικτών θυρών» της αυτοκρατορίας, είναι παγιωμένος. Πριν το 1142 θα ιδρυθεί μοναστήρι που θα μονάζουν Ρώσοι μοναχοί, το 1198 θα παραχωρηθεί στον Σέρβο μοναχοβασλέα Συμεών Νεμάνια και στον γυιό του άγιο Σάβα η ερειπωμένη μονή του Χιλανδαρίου, και αργότερα η μονή Ζωγράφου θα αποτελέσει το καθίδρυμα Βουλγάρων μοναχών.
Η ιστορική πορεία του Αθωνικού μοναχισμού στους επόμενους αιώνες ασφαλώς διακαίωσε τους οραματισμούς και τους σχεδιασμούς των εισηγητών του. Το Άγιον Όρος καθιερώθηκε ως μοναδικό σύμβολο της οικουμενικής Ορθοδοξίας.