Θεός: Κάποιος έγραψε ένα γράμμα στο Θεό, κι Αυτός του απάντησε…
Έγραψα γράμμα στο Θεό και μου ‘στειλε δικό Του,
μου γράφει πως οι άνθρωποι θολώσαν το μυαλό Του.
Μου απαντάει πως στη γη τα λάθη Τον κουράζουν,
και πάνω στο λευκό χαρτί τα δάκρυά Του στάζουν.
Τι θέλουνε οι άνθρωποι στ’ άστρα ν’ανεβαίνουν,
ακόμα δεν εμάθανε σε Μένα να πιστεύουν;
Πες τους δεν είναι δυνατοί πως τίποτα δεν κάνουν
όσο κι αν έρχονται ψηλά, Εμένα δε με φτάνουν.
Για να Με φτάσουν να τους πεις, θα πρέπει να λυγίσουν,
χιλιάδες κόσμο νηστικό πως πρέπει να ταϊσουν.
Μου Γράφει πως οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν φίλοι,
γιατί τον Γιο Του άλλη φορά δεν θα Τον ξαναστείλει.
Μου Τον σταυρώσαν μια φορά, δεν θα Τον ξανασταυρώσουν,
τα λάθη τους στους ώμους Του δεν τα ξαναφορτώνουν.
Μου Τον χτυπήσαν άγρια και ξύδι Τον ποτίσαν
τον Γιο Μου Τον μονάκριβο, μου Τον ποδοπατήσαν.
Και σήκωνε τα μάτια Του και Με παρακαλούσε,
να λυπηθώ την Μάνα Του με πίκρα Με ρωτούσε.
Τον έβλεπα να σέρνεται στην γη να Τον χτυπάνε,
τον θάνατό Του οι άγριοι με μίσος να ζητάνε.
Με αγάπη εγώ σας έστειλα το όμορφο Παιδί Μου,
κανείς όμως δεν σκέφτηκε την πίκρα τη δική Μου.
Κρίνο λευκό Τον έστειλα κλαδί αμυγδαλιάς,
κόκκινο τριαντάφυλλο κλωνάρι της ελιάς.
Τα Θαύματα που έκανε λίγοι Του τα πιστέψαν,
για αντάλλαγμα στην κεφαλή αγκάθια Του φορέσαν.
Θαύματα έκανε πολλά, γιάτρεψε τις πληγές σας,
κι ένα ζητούσε από εσάς να μπει μεσ’ τις καρδιές σας.
Απ’ το σκοτάδι θέλησε όλους να σας γλιτώσει,
και τα μεγάλα λάθη πάνω Του να φορτώσει.
Παράλυτος περπάτησε, τυφλός το φως του είδε,
σε ποιά χαρά δε Βρέθηκε, σε ποιόν καημό δεν πήγε.
Την πόρνη όταν χτυπάγατε δεν πόνεσε η καρδιά σας;
Τι κρίμα που δεν βλέπατε τα λάθη τα δικά σας.
Και τον ληστή συγχώρησε που ήταν στο πλευρό Του,
γιατί αυτός επίστεψε πως ήταν ο Θεός του.
Για όλους η καρδούλα Του λυπόταν και πονούσε,
κι αυτούς που Τον σταυρώσανε μ’αγάπη τους Κοιτούσε.
Και να τα χρόνια πέρασαν 2000 έτη,
μα όχι να σας λυπηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει !!!
Ποιανού καρδιά δε σκίρτισε από τα λόγια αυτα;