1957. Ο Κωνσταντίνος θέλει δύο χρόνια ακόμα να τελείωση την Σχολή του.
Όμως ή κατάστασης έχει γίνει τραγική. Στερείται των πάντων. Προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάπου εργασία, μα όλες οι πόρτες είναι κλειστές.
Εκείνον τον καιρό γνωρίζεται με τον Χωρεπίσκοπο Ρωγών κυρό Διονύσιο, τον μετέπειτα επίσκοπο Κοζάνης. Τον εκτιμά και του προτείνει να τον κάνη διάκονο.
Ό Κωστής με χαρά δέχεται. Είχε ράψει και τά διακονικά, όταν ταξιδεύει για την Κρήτη, να δη τούς δικούς του. Εκεί όμως, άλλα τον περίμεναν. Στο καράβι γνωρίζεται με τον Δημόκριτο Κεφαλογιάννη. Τού κάνει τόσο καλή εντύπωση το παλικάρι, πού αμέσως τού κάνει προξενιό την αδελφή του Μαρία. Τελικά μετά από πολλές πιέσεις, ειδικά της μητέρας του, νυμφεύεται την Μαρία Βασιλείου Κεφαλογιάννη.
Η Θεία Πρόνοια, πού γνωρίζει βεβαίως το μέλλον, έθεσε στο πλευρό τού μελλοντικού πατρός Τιμοθέου, μια σύζυγο, πού αργότερα, μετά την πρώτη αντίδραση, θα τού σταθεί πολύτιμος βοηθός στην πνευματική του εργασία. Επί πλέον οικονόμησε ή Πρόνοια τού Θεού και δεν απέκτησαν παιδιά.
Η Μαρία, την οποία όλοι στο χωριό της, χωρίς να έχει πάει στους Αγίους Τόπους, την φώναζαν «Χατζίνα», για την έντονη θρησκευτικότητά της, είχε τη δύναμη, αργότερα, να μην τού γίνεται εμπόδιο στις πνευματικές του αναβάσεις.
Εν τώ μεταξύ, πιάνει δουλειά σαν υπάλληλος στο Ι.Κ.Α. Ηρακλείου. Εκεί θα μείνει μέχρι το 1961. Καταφέρνει τώρα με άνεση και παίρνει το πτυχίο της Παντείου το 1959.
Το 1961 δίνει εξετάσεις για αγρονόμος και πετυχαίνει μεταξύ των δώδεκα πρώτων. Έτσι στις 14 Οκτωβρίου του 1961 διορίζεται αγρονόμος. Σαν αγρονόμος υπηρέτησε έξι μήνες στην Ανδρίτσαινα Ολυμπίας, τριάμισι χρονιά στον Αλικιανό Χανίων και τρία χρόνια στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου
Απ’ όπου κι αν πέρασε άφησε φήμη, όχι απλώς αγαθού, αλλά αγίου ανθρώπου, για την Αγάπη και τις ελεημοσύνες του. Χαρακτηριστικό είναι ότι αν έπρεπε να καταδικάσει για κάποια ζημιά ένα φτωχό αγρότη ή βοσκό έβαζε μεν το κανονικό πρόστιμο, αλλά το.. πλήρωνε ό ίδιος! Προς το τέλος της ζωής του ενθυμήθηκε, ότι πιθανώς σέ κάποιον άνθρωπο είχε βάλει πρόστιμο μεγαλύτερο άπ’ ό,τι έπρεπε. Ζήτησε, έψαξε και τον βρήκε. Τού έδωσε τόκους και την τιμαριθμική προσαρμογή. Ό άνθρωπος ούτε να άκουση δεν ήθελε, όχι να τά πάρει. Ό Γέροντας τον παρακαλούσε. Τότε εκείνος τά πήρε, αλλά ήθελε να τά αφήσει στο μοναστήρι ώς ελεημοσύνη• Γέροντας αρνιόταν, ώσπου ό άνθρωπος είδε κι απόειδε κι έφυγε. Διακρινόταν πάντα για την βαθιά θρησκευτικότητά του. Ποτέ, όπου αν πήγε, δεν παραμελούσε τά θρησκευτικά του καθήκοντα, τον εκκλησιασμό, την νηστεία κ.τ.λ. Ό ζήλος του για την πίστη ήταν πάντα μεγάλο και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτήν σ’ οποιονδήποτε. Οι συζητήσεις του, πάνω σέ θέματα πίστεως και πνευματικής οικοδομής από τότε εντυπωσίαζαν βαθιά για τη δύναμη τους.
Το 1964 γυρίζοντας από την κηδεία τού πατέρα του με μηχανή, λίγο έξω από το Ρέθυμνο τον χτυπάει ένα ταξί. Τραυματίζεται σοβαρότατα. Κινδύνεψε να πεθάνει. Τά οστά τών ποδιών του θρυμματίστηκαν εντελώς, η πίεσης κατέβη στο 4.
Όταν τον πήγαν στο νοσοκομείο, δεν είχε, ώς συνήθως, χρήματα, γιατί σκόρπιζε σέ ελεημοσύνες, κι ευτυχώς είχε ή πεθερά του και τά έδωσε,
Χειρουργείται, τού βάζουν λάμες στα πόδια, μένει χωρίς επιγονατίδα. Έξι μήνες έμεινε στο νοσοκομείο, έως να συνέρθει κάπως.
Όμως ό πάντα φιλάσθενος οργανισμός του, από τότε γίνεται υπερευαίσθητος.
Όταν ήταν στο νοσοκομείο κι οι γιατροί συζητούσαν το ενδεχόμενο να του κόψουν τά πόδια, εκείνος στενοχωρημένος παρεκάλεσε τον Άγιο Νεκτάριο να τον βοηθήσει, τάζοντας ότι, αν σταθεί στα πόδια του θα γίνει ιερέας και θα δούλεψη πια μόνο για την δόξα τού Κυρίου. Τότε τού εμφανίστηκε ό Άγιος και τον παρηγόρησε, Λέγοντάς του, ότι θα γένη καλά. Και πράγματι έγινε καλά!
Από τότε, μέσα στην καρδιά του πήρε την μεγάλη απόφαση, κι ή Θεία Χάρις άρχισε πια να τον καθοδηγεί φανερά προς την αφιέρωση και την Ιεροσύνη.
Εκείνον τον καιρό είδε κάποιο όραμα: Είδε τον Κύριό μας, να κάθεται κάπου ψηλά σέ πλαγιά, ήταν σκεφτικός αλλά και γελαστός. Μπροστά του απλωνόταν μια πολύ μεγάλη λαγκαδιά. Ό τόπος όλος γέμισε Φως Ουράνιο. Εκείνος, γεμάτος πόθο και χαρά θέλει να τρέξει, να πάει κοντά στον Κύριο.
Τότε ακούει: «Όποιος θέλει να φτάσει έδώ, πρέπει να περάσει από αύτη την λαγκαδιά». Όλη ή λαγκαδιά όμως εκείνη ήταν γεμάτη με πολύ μεγάλα, σουβλερά αγκάθια, και το πέρασμα ήταν πολύ δύσκολο. Εκείνος παρά ταύτα, άρχισε να τρέχει μέσα στ’ αγκάθια ξυπόλυτος. Τά πόδια του μάτωσαν, πληγώθηκαν. Από τον δυνατό πόνο ξύπνησε.
Αργότερα, αφού έγινε καλά, σέ μια περιοδεία του ώς αγρονόμος, στο οροπέδιο Λασιθίου, δέχτηκε εκεί μια πολύ έντονη επίσκεψι της Θείας Χάριτος. Τόσο έντονη, που παραμέρισε όλους τούς δισταγμούς και τούς φόβους για τις αντιδράσεις των δικών του κι άρχισε πια να σκέφτεται, πώς να ενεργήσει, ώστε να γένη ιερέας.
[irp posts=”367949″ name=”Το «φοβερό» του πνευματικού έργου”]
Όπως ό ίδιος διηγούταν, καθώς είχε ανέβει με αγροφύλακες κι άλλους στο οροπέδιο, για να δικάσει κάποια υπόθεση, εκείνος κατά την συνήθειά του, προσευχόταν μυστικά. Άφησε το βλέμμα του, ν’ αγκαλιάσει την ομορφιά της δημιουργίας, πού απλωνόταν μπροστά του… «Τότε ανέβηκε ό νους : μου», έλεγε, «στη θεωρία της σοφίας τού Δημιουργού και ξαφνικά με περιέλουσε η Θεία Χάρις. Το, τι ένιωσα, δεν περιγράφεται. Δεν άκουγα πια, ούτε κι έβλεπα κανέναν και τίποτα. Βρισκόμουν αλλού, σ’ άλλους κόσμους…
Ένα Φως έλαμπε. Έλαμπε ό ήλιος, αλλά συγχρόνως έλαμπε κι ένα άλλο Φως. Αυτό το Φως αγκάλιαζε αγαπητικός τά πάντα. Έλαμπαν όλα μέσα στις λεπτομέρειές τους. Όλη ή δημιουργία. Αυτό το Φως με περιέλουζε και εμένα, με αγκάλιαζε με αφάνταστη τρυφερότητα, με είλκυε προς αυτό και με δίδασκε να λέγω «άββά ό Πατήρ». Μετά από αυτό δεν ή μπορούσα πλέον να ασχολούμαι με δίκες κ.λπ. ούτε να φάγω ήθελα. Ούτε να κοιμάμαι. Απλά ή ψυχή μου εφώναζε “άββά ό Πατήρ”». Οι σύντροφοί του βέβαια ανησύχησαν, δεν κατάλαβαν όμως, τί τού συνέβη.
Από τότε είχε συχνά τέτοιες ουράνιες εμπειρίες, κι ή Χάρις τού Θεού τον τραβούσε κυριολεκτικά, κοντά Του. Αρχίζει για κείνον μια προσπάθεια έντονης πνευματικής ζωής.
Η θεία Αγάπη τον έχει αιχμαλωτίσει. Τίποτε πια δεν ήταν δυνατόν να τον εμπόδιση. Ό Κύριος τον καλεί πλέον φανερά, κι εκείνος, γεμάτος φλόγα, ανταποκρίνεται.