Είναι γνωστό το Λαυρεωτικό Ι. Κελλί του Αγίου Μηνά στη Βίγλα και ο Γέροντας του π. Ιωσήφ που με την Ελληνική και τη Βυζαντινή Σημαία χαιρετά τους φίλους του αεροπόρους όταν αυτοί πετούν «ξυστά» από το κελλί του. Άγνωστο όμως είναι στους πολλούς το πώς ο π. Ιωσήφ εγκαταστάθηκε στο κελλί και ποιές δυσκολίες αντιμετώπισε στην αρχή.
Ο πολυγραφότατος Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος στο βιβλίο του ”Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα” με γλαφυρό τρόπο περιγράφει τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε ο π. Ιωήφ σε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα. Μερικά αποσπάσματα παραθέτω εδώ:
Τούτο το θαυμάσιο ησυχαστήριο του Αγίου Μηνά, που κάποτε για το ερημικό, το ησύχιο και την σκληροκομψότητά του, το είχα στα «υπ΄ όψιν», και παρά λίγο να το ερωτευθώ με πάθος, διάλεξε για τόπο καταφυγής, διαμονής και ασκήσεώς του, ο αγαπητός μου π. Ιωσήφ… (Μπαϊρακτάρης Χρήστος εκ Κορίνθου, υπό έτος γεννήσεως 1958, προσελεύσεως εις όρια Μεγ. Λαύρας 1989, κουράς 1983).
«Κόβει» το μάτι του. Λεπτό αισθητήριο για την αγιορείτικη καλλιτεχνία και αρχιτεκτονική, και με αρκετή επισκευαστική πείρα στο μαστορικό μητρώο του, απ΄ τη θήτευσί του στην Ι.Μ. Δοχειαρίου…
Συνηγόρησα στους Προϊσταμένους της Συνάξεως της Λαύρας για να δοθή στον π. Ιωσήφ το κελλί. Με έθλιβε η επί τόσα χρόνια αφροντισιά του απ΄ τον μακαρίτη ΓεροΜιχαήλ, που ανήμπορος επί δεκαετίες να βάλη επάνω του «ούτε ένα καρφί», τελικώς λόγω γηρατειών το εγκατέλειψε και τέθηκε στην εσωδιαίτησι και περίθαλψι της Λαύρας.
Ήδη το ευλογημένο, είχε πάρει την κατιούσα. Και όλοι στο Όρος ξέρουμε τι παθαίνουν τα κελλιά και οι καλύβες μόλις παύση να καπνίζη το τζάκι τους και μόλις μείνουν για κάπως περισσότερο του ανεκτού τα καντήλια τους σβησμένα…
Νέος, δραστήριος, έξυπνος και «πιάνουν τα χέρια του». Θα το σώση και θα το κάνη ακόμα καλλίτερο, σκεφτόμουν… Και τον ενεθάρρυνα σε κάθε ευκαιρία, όπως όλοι οι αδελφοί. Απέφευγα όμως να του κάνω λόγο για τους σε κάθε κακοκαιρία βροντοπάταγους και τις σε κάθε καταιγίδα κεραυνοπληξίες. Θα φοβηθή στις αρχές, είπα μέσα μου, θα μάθη ύστερα να κρύβεται στα ενδότερα και στο τέλος θα τις συνηθήση. Θα του είναι και μια γυμνασία και αφορμή να καταφεύγη μετά δέους στη δύναμι προς τον Χριστό, την Παναγία και τον Άγιό του, προσευχής…
Μόλις τα πέριξ σκοτείνιασαν, η βροχή έγινε νεροποντή και τα ατραπόβροντα έγιναν επικίνδυνα, ο π. Ιωσήφ κατέφυγε τρεμάμενος στην εκκλησία και «τόριξε» στην προσευχή. Άρχισε απ΄ το Χριστό, παρακάλεσε την Παναγία, πρόσεξε μην ήταν τα κανδήλια τους σβηστά και μπρος στην εικόνα του θαυματουργού αγίου Μηνά έστησε το εισοδικό μ΄ αναμμένη μεγάλη λαμπάδα. Χώθηκε ύστερα στο στασίδι του με το κομποσχοίνι στο χέρι και προσπάθησε να ηρεμήση το νου του, να γαληνέψη την ψυχή του, ψελλίζοντας την μονολόγιστη ευχή.
Νόμισε πως αναθάρρησε αρκετά και ξέννοιασε για λίγο. Μικρή όμως ήταν η ανακωχή, ολιγόλεπτη του υγροπατάγου η παύσις και των μπουμπουνητών το τέρμα. Μόλις που ένας κεραυνός έπεσε κατάκεντρα πάνω στον πετρόκτιστο τρούλλο. Τόσο εκκωφαντικός ήταν ο κρότος, τόσο δυνατό το τράνταγμα της εκκλησιάς και εκτυφλωτικός από τα παράθυρα ο φωτισμός, που ο δυστυχής νόμισε πως ταυτόχρονα έγινε και σεισμός πολλών καταστροφικής εντάσεως και ενεργείας ρίχτερς.
Πίστεψε πως έφτασε το τέλος του. Γιατί πέρα απ΄ τον φυσικό έως ενός σημείου φόβο που τον κατέλαβε, και κάτι το φρικιαστικό αισθάνθηκε να διαπερνά το σώμα του, να ριγή την επιδερμίδα του και να ανορθώνη το τριχωτό της κεφαλής του. Δάκρυα έβλυσαν ευθύς τα μάτια του, και για αρκετές στιγμές τα αισθανόταν καταθαμπωμένα… Κι αν δεν πίστευε πως παρά ταύτα εκεί μέσα ήταν ασφαλέστερος και ότι αν τολμούσε να βγη έξω σίγουρα κάποιος άλλος θα τον αποτελείωνε και θα τον έκανε κάρβουνο, ή θα τον περιάδραχνε η κακοκαιρία για να τον κατατσακίση χάμω στα κακοτράχαλα, θα έτρεχε για καταφυγή και παρηγοριά στους γείτονες Βιγλιώτες, των οποίων όλες οι καλύβες με πρόνοια και σοφία είναι κτισμένες σε λακκοβαθουλώματα, και καμμιά ανεμοθύελλα απ’ όπου κι αν λυσσομανήση δεν μπορεί να τις προσβάλη και τις βλάψη…
Μόλις έφεξε και ξημέρωσε, και κόπασε κάπως η θύελλα και κατάλαβε πως τώρα, μπορούσε να ξεμυτίση, νάτος να παίρνη βιαστικός το μονοπάτι προς τους συμπατριώτες του Κορινθίους και άτσαλα να χτυπάη την πόρτα της καλύβας του Γέροντος Ποταπίου και του παπαΑνθίμου. Τον ενεθάρρυναν κι εκείνοι να εγκαταβιώση στον άγιο Μηνά και τούτο τον εφοδίαζε τώρα με πρόσθετο θάρρος.
– Ανοίξτε γρήγορα γιατί πεθαίνω. Και μόλις του άνοιξαν και μπήκε μέσα: Έφυγα οριστικά από το κελλί και μη μου ξαναπήτε να μείνω εκεί μέσα …
Από το βιβλίο Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα του Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου
agioritikesmnimes.blogspot.com