Ο μοναχισμός αποτελεί έναν από τους πανάρχαιους εκκλησιαστικούς θεσμούς ο οποίος γνώρισε στο διάβα των αιώνων εξελίξεις και σχηματικές αλλαγές στην οργάνωσή του, αλλά εν τη ουσία του παραμένει αμετάτρεπτος και αναλλοίωτος, με σαφή προσανατολισμό και σκοπό.
Κατά τους τρείς πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, αρκετά πρίν την κατάπαυση των διωγμών επί Μ. Κων/νου, ενεφανίσθησαν ευσεβείς Χριστιανοί, οι οποίοι έφευγαν από τον κόσμο για να επιδοθούν, απερίσπαστοι από βιοτικές μέριμνες και κοσμικούς θορύβους, στην άσκηση και την προσευχή. Ενώ άλλοι αναχωρούσαν στην έρημο για να αναζητήσουν εκεί όχι απλώς μία ασφάλεια από τους κινδύνους ενός διεφθαρμένου πολιτισμού, αλλά την πλήρη εκείνη προσφορά της ζωής τους στο Θεό.
Έτσι έχουμε την ανάπτυξη του πρώιμου ερημιτικού μοναχισμού.
Τον 4ο αιώνα όμως ο Χριστιανισμός εισέρχεται σε μια νέα περίοδο της ιστορικής του πορείας. Ο διωγμός παύει, η Κωνσταντίνιος ειρήνη επικρατεί, η Εκκλησία πλέον τιμάται και προστατεύεται από το κράτος, αποκτά πλούτη, προνόμια. Αυτό έχει ως συνέπεια την εμφανή εκκοσμίκευσή της. Τότε ακριβώς το παράδειγμα των ολίγων μεμονωμένων αναχωρητών των τριών πρώτων αιώνων βρίσκει μυριάδες μιμητών. Ιδρύονται Σκήτες, Λαύρες, Κοινόβια μεγάλα και πάμπολλα. Ο μοναχισμός πλέον μεγαλύνεται, οι άγιοι πατέρες της ερήμου λάμπουν στον εκκλησιαστικό ουρανό διότι «χειρ Κυρίου ην μετ’ αυτών», και απλώνεται από την Αίγυπτο και τη Λυβίη, στο Σινά, στην Παλαιστίνη, στη Συρία, στον Όλυμπο της Βιθυνίας, στο Άγιον Όρος και σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο.
Οι μοναχοί λοιπόν θα αποτελέσουν επί αιώνες το αντίβαρο μιας εκκλησίας ευτυχισμένης και μακαρίας, και την απτή μαρτυρία και διαρκή υπόμνηση του αληθινού προορισμού του ανθρώπου: να γίνει «τέλειος» ως ο Πατήρ αυτού ο εν ουρανοίς. Στην ιστορία της Ορθοδόξου Ανατολής οι ερημίτες, οι αναχωρητές, οι ασκητές, οι στυλίτες, αλλά και οι μεγάλες μοναχικές κοινότητες- όπως το Στούδιο της Κων/πόλεως- οι οποίες θα φέρουν την «έρημο» μέσα στην καρδιά των μεγάλων πόλεων, θα αναδειχθούν με την σιωπή τους, τον λόγο τους, τα γραπτά τους, την όλη βιωτή τους, μεγαλοφωνότατοι κήρυκες του «ενός χρεία εστί». Διαπρυσίως θα κηρύξουν, θα αναγγείλουν, θα υπενθυμίσουν ότι ο σκοπός της μοναχικής ζωής, αλλά και όλων των βαπτισμένων Χριστιανών είναι η επίτευξη κατά το δυνατόν της εν Χριστώ τελειότητος.
Ο μοναχισμός ως γνήσιος εκφραστής της αυθεντικής εκκλησιαστικής παραδόσεως λειτουργεί ανέκαθεν ως οδοδείκτης της πορείας που πρέπει να ακολουθηθεί για τη βίωση αυτής της εφικτής τελειότητος. Οι μοναχοί διήνυσαν ή διανύουν τα στάδια της θεραπευτικής αγωγής και τα διδάσκουν σε όλους τους χριστιανούς ως εμπειρίες πλέον και αναφαίρετες γνώσεις. Όλοι οι απόγονοι του Αδάμ πρέπει να διανύσουν τα στάδια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως για να φθάσουν στην τελειότητα, στην κατά χάριν θέωση.
Οι άγιοι πατέρες ως διδάσκαλοι του μοναχισμού και φωστήρες της όλης Εκκλησίας εδίδαξαν και τα μέσα και τους τρόπους που πρέπει να μετέλθη όποιος πράγματι επιθυμεί την θεραπεία από τα πάθη του και την απόκτηση της υγείας του. Βασικότατο γνώρισμα του μοναχισμού είναι αυτή η καθ’ ολοκληρίαν εφαρμογή αυτής της θεραπευτικής αγωγής. Αν θέλουμε να δούμε την ουσία του ορθόδοξου μοναχισμού πρέπει να μελετήσουμε τους μακαρισμούς και όλες γενικά τις εντολές του Χριστού. Οι μοναχοί ξεκινούν την αγωνιστική πορεία τους για τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής, την κάθαρση, το φωτισμό και τη θέωση, με την αυτογνωσία, την ταπείνωση, την μετάνοια, την κάθαρση της καρδιάς και φθάνουν μέχρι την επιθυμία για διωγμό και μαρτύριο. Κατ’ ουσίαν επιθυμούν να βιώσουν πλήρως την εντολή του Θεού «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου … και τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Όλοι όσοι επιθυμούν να εισέλθουν στο μοναχικό στάδιο για να αγωνισθούν και να νικήσουν, και για να έχουν συνεργό Αυτόν που «εξήλθε νικών και ίνα νικήση», καλούνται σε μία τριπλή αποταγή, απάρνηση, απέκδυση. Η πρώτη αποταγή είναι η διαρκής αποταγή του κόσμου και επεκτείνεται σε ολόκληρη τη ζωή του μοναχού. Η δεύτερη αποταγή είναι η «εκκοπή του ιδίου θελήματος» και η τρίτη αποταγή είναι η αποταγή της «κενοδοξίας». Αυτές οι τρείς αποταγές αντιστοιχούν με την άρση των τριών σταυρών που σηκώνει ο μοναχός σε όλη του τη ζωή. Ο πρώτος σταυρός είναι εξωτερικός και επιβάλλεται από τις συμφορές και τις θλίψεις, ο δεύτερος σταυρός είναι η εσωτερική πάλη του ανθρώπου με τα πάθη και τις επιθυμίες και ο τρίτος σταυρός είναι η ολοκληρωτική παράδοση στο θέλημα του Θεού.
Oμως οι τρείς αποταγές και οι τρείς σταυροί συνδέονται και με τις τρείς αναγεννήσεις, που επιτυγχάνονται με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νού και τη θέωση. Επομένως οι τρείς αποταγές, οι τρείς σταυροί και οι τρείς πνευματικές γεννήσεις είναι η διαρκής πορεία του μοναχού προς την πνευματική ολοκλήρωσή του. Όλος αυτός ο δια βίου αγώνας των μοναχών συνιστά την άσκηση και σκοπός της ορθοδόξου αυτής ασκητικής αγωγής είναι η καθαρή προσευχή και η απάθεια.
Εντός του πλαισίου αυτού ο κάθε μοναχός δίνει τρείς υποσχέσεις ενώπιον του Θεού:
Η πρώτη υπόσχεση είναι η υπόσχεση υπακοής. Πολλοί είναι αυτοί που νομίζουν ότι αυτό που διακρίνει τον μοναχισμό από την συνηθισμένη ζωή των ανθρώπων είναι η αγαμία. Αλλά οι Άγιοι Πατέρες και οι σύγχρονοι ασκητές αποδίδουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και βάρος στην υπακοή. Η υπακοή γίνεται μέσα στην προοπτική να απαλλαγεί ο μοναχός από το ισχυρό πάθος της φιλοδοξίας. Ο μοναχός αγωνίζεται να είναι συνεπής και να καλλιεργεί αυτήν την υπόσχεση- αρετή έχοντας ως πρότυπο τον ίδιο τον Κύριό του Ιησού Χριστό ο οποίος έγινε «υπήκοος έως θανάτου». Έτσι, ενώ η παρακοή του Αδάμ, που είχε τις ρίζες της στο πάθος της φιλοδοξίας, έγινε αιτία θανάτου, η υπακοή του μοναχού στο θέλημα του Θεού νεκρώνει το φοβερό αυτό πάθος και χαρίζει την ταπείνωση, την προσευχή, την θέωση.
Η δεύτερη υπόσχεση– αρετή είναι η παρθενία η οποία διακρίνεται σε σωματική και ψυχική και θεραπεύει το πάθος της φιληδονίας. Για τον μοναχό η βασική και αναμφισβήτητη δικαίωση αυτής της υποσχέσεως βρίσκεται στο υπόδειγμα της ζωής που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος, «υπόδειγμα δέδωκα υμίν». Μόνον ένας ανόητος θα τολμήσει να πεί ότι η ζωή του Χριστού ήταν «αφύσικη». Αυτή η καθ’ όλα ει δυνατόν ομοίωση προς τον Θεό είναι και ο έσχατος σκοπός και η ύψιστη έννοια της υπάρξεως των ανθρώπων. Η μοναχική παρθενία- αγνεία βεβαίως δεν θεμελιώνεται στην απόρριψη του ευλογημένου από τον Θεό και την Εκκλησία γάμο, αλλά στην άνευ όρων αγάπη προς τον Θεό.
Η τρίτη θεμελιώδης υπόσχεση- αρετή είναι η ακτημοσύνη η οποία θεραπεύει το πάθος της φιλαργυρίας- πλεονεξίας. Η ακτημοσύνη μαζί με τις δύο προηγούμενες υποσχέσεις- αρετές αποτελεί μία αδιάλυτη ενότητα με σκοπό να φθάσει την καθαρά προσευχή και συγχρόνως μια τελειοτέρα εξομοίωση με τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό , ο οποίος «ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη». Ο μοναχός καλείται να ζήσει εν πτωχεία, αλλά περισσότερο οφείλει να αγωνισθεί εναντίον του «πάθους της κτήσεως» (πλεονεξίας), της «αγάπης των χρημάτων» (φιλαργυρία) και των «πραγμάτων». Η αγάπη της ιδιοποιήσεως εξορίζει την αγάπη στον Θεόν και στον πλησίον.
Οι τρείς αυτές υποσχέσεις- αρετές, Υπακοή, Παρθενία, Ακτημοσύνη οι οποίες συνιστούν την ουσία της Ορθοδόξου ασκήσεως και οδηγούν στην ΦΙΛΟΘΕΪΑ- ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ η οποία πολεμά την μητέρα των τριών ισχυρών παθών, φιλοδοξίας, φιλαργυρίας, φιληδονίας, την ΦΙΛΑΥΤΙΑ.
Δυνάμει των ανωτέρω όλη η άσκηση του μοναχού συνίσταται στην αναζήτηση μιας συμφωνίας- συμπτώσεως της θελήσεως και της ζωής του ασκουμένου με την θέληση και τη ζωή του Θεού. Δηλαδή χωρίς την ενέργεια της Θείας Χάριτος η οποία σφραγίζει αυτούς τους ασκητικούς αγώνες, όλα τα αγωνίσματα μένουν ένα έργο ανθρώπινο και κατά συνέπεια φθαρτό. Αυτή η σύμπτωση- συμφωνία του θελήματος του Θεού και της θελήσεως του ασκουμένου εκφράζεται και πραγματοποιείται ουσιωδώς στην προσευχή και γι’ αυτό το λόγο η προσευχή αποτελεί την κορυφή όλης της ασκητικής δραστηριότητας. Η προσευχή είναι το κύριο έργο του. Η προσευχή είναι η εργασία του αλλά και η ανάπαυσή του. Περισσότερο από την εργασία ή την ανάπαυσή του, η προσευχή είναι η ζωή του μοναχού. Η ζωή του είναι προσευχή και η προσευχή είναι η ζωή του.
Η προσευχή μπορεί να ποικίλλει επ’ άπειρον και κατά την μορφή και κατά την ποιότητα. Και βεβαίως εννοούμε εκτός από την λατρευτική προσευχή, κυρίως την νοερά, καρδιακή προσευχή, την ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ που είναι και η τελειότερη μορφή της. Γι’ αυτήν την προσευχή ο αββάς Βαρσανούφιος ο Μέγας λέγει: «Ψυχή τελεία εστί το λαλείν τω Θεώ αρεμβάστως, εν τω συνάγειν όλους τους λογισμούς αρεμβάστως μετά των αισθήσεων». Καρποί της καθαρής προσευχής, όπως αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, είναι «η απλότης, αγάπη, ταπεινοφροσύνη, καρτερία, ακακία και τα τοιαύτα». Για να φθάσει ο μοναχός στην καθαρή προσευχή εγκαταλείπει τα πάντα. Και η εγκατάλειψη αυτή αποτελεί την ουσία της μοναστικής απαρνήσεως.
Η προσευχή για να αποδώσει τους καρπούς της στον αρμόδιο καιρό αυτών πρέπει να καλλιεργείται σ’ ένα περιβάλλον ησυχίας σωματικής και ψυχικής. Αυτή είναι κατά την Ορθόδοξη Παράδοση η ησυχία των αισθήσεων, των λογισμών και της καρδίας. Είναι απαραίτητο να τονισθεί στο σημείο αυτό ότι η όλη άσκηση του μοναχού και του κάθε πιστού η προσπάθεια για να γίνει δεκτή από το Θεό πρέπει να συνοδεύεται από την μετάνοια. Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό μετάνοια είναι η επάνοδος της ψυχής εκ του παρά φύσιν στο κατά φύσιν. Η λέξη «μετάνοια» σημαίνει μ ε τ α β ο λ ή του ανθρώπου, αλλαγή, μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη. Η ζωή του μοναχού είναι μία ζωή συνεχούς εσωτερικής μετανοίας υπ’ αυτήν την έννοιαν. Είναι μία αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, κάθε ημέρα. Ο Θεός είναι το «ύδωρ το ζων» και ο μοναχός είναι ο αείποτε διψών τον Θεόν και στη μετάνοια υπάρχει μία δίψα του Θεού απεριόριστη.
Η ορθόδοξη ασκητική αγωγή λοιπόν μέσω της οδού της καθάρσεως, φωτισμού, οδηγεί τον μοναχό ασφαλώς στην θέωση, στην εμπειρική γνώση του Θεού, με τη συνεργεία βεβαίως της θείας χάριτος. Επειδή ο μοναχισμός διατηρεί εν χρήσει αυτήν την ορθόδοξο μέθοδο θεραπείας του ανθρώπου και της κατά χάριν θεώσεως, τα μέγιστα συνέβαλε στην διατύπωση και την διατήρηση των δογμάτων της Εκκλησίας, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατύπωση αυτής της ζωής της θεώσεως. Γράφει ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριτσιανίνωφ:«Οι μοναχοί έχουν δώσει εις την Εκκλησίαν του Χριστού πνευματικούς ποιμένας, οι οποίοι με λόγους όχι της ανθρώπινης σοφίας, αλλά του πνεύματος, επικυρωμένους με θαύματα, έχουν οδηγήσει και στερεώσει την Εκκλησίαν. Ιδού διατί η Εκκλησία μετά την περίοδον των Μαρτύρων κατέφυγε εις την έρημον. Εκεί κατέφυγεν η τελειότης Του, η πηγή του φωτός Του, η κυρία δύναμις της στρατευομένης Εκκλησίας. Τι ήσαν ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Επιφάνιος, με μίαν λέξιν όλοι οι άγιοι πνευματικοί ποιμένες; … Εστερέωσαν την πίστιν, κατήγγειλαν και συνέτριψαν τας αιρέσεις. Χωρίς τους μοναχούς ο Χριστιανισμός δεν θα είχεν εξαφανισθή από τον κόσμον;».
Τολμηρή τοποθέτηση σχετικά με το μοναχισμό! Αλλά έτσι μέσα στην Εκκλησία αξιολογήθηκε η σπουδαιότητα του ορθοδόξου μοναχισμού και των γνησίων φορέων και εκφραστών του πνεύματός του, των αγίων πατέρων δηλαδή.
Mπορούμε με άνεση πλέον να υποστηρίξουμε, βάσει των όσων εν συντομία αναφέραμε παραπάνω, ότι ο μοναχισμός είναι η δόξα και το καύχημα της Εκκλησίας. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης έλεγε ότι στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία, οι μοναχοί αποτελούν την κόμη της κεφαλής. Όπως η κόμη της κεφαλής αφ’ ενός μεν αποτελείται από «νεκρές» τρίχες, αφ’ ετέρου δε είναι η ομορφιά του ανθρώπου, έτσι και οι μοναχοί είναι οι νεκρωμένοι κατά κόσμον, αλλά συγχρόνως είναι η δόξα της Εκκλησίας.
Η προσφορά του ορθοδόξου μοναχισμού από την γέννησή του έως σήμερα είναι τεράστια και σωτηριώδους σημασίας για όλον τον κόσμο. Διατηρεί κατά πρώτον λόγο ακέραια την μέθοδο θεραπείας και θεώσεως, και κατά δεύτερον λόγο αίρει με αυταπάρνηση και τον σταυρό της δογματικής ακριβείας. Επίσης, παρά την δριμύτατη κριτική των ανθρώπων, οι μοναχοί προσεύχονται αδιαλείπτως για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης γράφει: «Ο κόσμος νομίζει πως οι μοναχοί είναι ανώφελο γένος. Έχουν όμως άδικο να σκέφτονται έτσι. Δεν ξέρουν πως ο μοναχός προσεύχεται για όλον τον κόσμο. Δεν βλέπουν τις προσευχές του και δεν γνωρίζουν με πόση ευσπλαχνία τις δέχεται ο Κύριος. Οι μοναχοί κάνουν μεγάλο πόλεμο με τα πάθη και γι’ αυτόν τον αγώνα τους θα είναι μεγάλοι κοντά στο Θεό».