Υπό του Αγιορείτου Μοναχού Μωυσέως
Σε πείσμα των καιρών, εμείς δεν θα πάψουμε ν᾽ αναφερόμαστε σε ιερές, οδηγητικές μορφές του παρελθόντος, προς ενίσχυση, ενδυνάμωση και αναψυχή. Συμπληρώνονται εφέτος 150 έτη από την οσιακή κοίμηση του Παπουλάκου.
Πολέμησε ολόψυχα ξένες επιδράσεις, δυτικές παραδόσεις, ξένες προς την ορθόδοξη παράδοση. Καυτηρίασε τον ετερόδοξο μονάρχη, που έκλεισε πολλά μοναστήρια και γκρέμισε βυζαντινούς ι. ναούς. Για τα φλογερά κηρύγματά του, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, εξορίσθηκε και φυλακίσθηκε. Οι τότε εκσυγχρονιστές τον κατηγόρησαν ως αγύρτη, γιατί τους ενοχλούσαντά λόγια του. Ο λαός ακολουθούσε τον άδολο μαχητή, τον ακέραιο ιεροκήρυκα, τον ακτήμονα μοναχό, τον ομολογητή ρασοφόρο. Από νωρίς ο Παπουλάκος, κατάλαβε καλά ότι η δυτική θεολογίαήταν ανορθόδοξη και αντιορθόδοξη. Η δυτική θεολογία ήθελε να κατεβάσει τον ουρανό στη γη, να διατηρεί τους χριστιανούς στη σκλαβιά, να καλλιεργεί τον αλλαζονικό ουμανιστικό ανθρωπισμό, που έφερνε τον αθεισμό. Αποφάσισε έτσι να διδάξει τον λαό μεγάλες αλήθειες με κίνδυνο της ζωής του. Η Βαυαροκρατία ήταν σκληρή απέναντι στον ορθόδοξο κλήρο. Ήθελαν να φραγκέψουν τα πάντα. Αντιστάθηκαν σθεναρά, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Κοσμάς Φλαμιάτος, οι Κολλυβάδες, Φιλοκαλικοί, Αγιορείτες Πατέρες και ο άφοβος Παπουλάκος.
Ο Χριστoφόρος Παναγιωτόπουλος ή Χριστοπανάγος ή Παπουλάκος ή Παπουλάκης γεννήθηκε στο μικρό χωριό Άρμπουνα των Καλαβρύτων περί το 1780. Ζούσε μέτρια και μετρημένα, με τα τρία αδέλφια του, εμπορευόμενος ζώα. Νέος αγάπησε τη μελέτη, την προσευχή και τον μοναχισμό. Έτσι αναχώρησε για τη ι. μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου εκάρη μοναχός. Κατόπιν επέστρεψε στο χωριό του και έξω αυτού έκτισε ένα μοναστηράκι, που το αφιέρωσε στην Παναγία. Με πολλές προσπάθειες κατάφερενά πάρει την άδεια του ιεροκήρυκα. Με κόπους και θυσίες άρχισε περιοδείες διδάσκοντας κατά των άθεων γραμμάτων, σε όλη την Πελοπόννησο.
[irp posts=”402033″ name=”Γέροντας Μωυσής Αγιορείτης: «Γιατί να πονώ Θεέ μου;»”]
Το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδος είχε αποσχισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με πρωτεργάτη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, που πιεζόταν από τον Μάουερ. Κυνηγήθηκε ο μοναχισμός, οι μισσιονάριοι εργάζονταν ανενόχλητοι και ο Παπουλάκος θέλησε ν᾽ αντιδράσει δυναμικά. Συνεχίζει τα κηρύγματά του, παρά τ᾽ ότι του πήραν την άδεια, ως νέος άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εχθρεύονται και αυτόν πολλοί, ο Κοραής, ο Καίρης, ο Φαρμακίδης και άλλοι. Για το έργο του συλλαμβάνεται το 1851 στην Αχαία για πρώτη φορά. Ο κόσμος τον άκουγε με προσοχή και τον υπεραγαπούσε. Τα κηρύγματά του στρέφει με θεοσημείες και προφητείες.
Ο λαός τον ακολουθούσε πιστά και απτόητα. Με προδοσία συνελήφθη το 1852 και οδηγήθηκε στις φυλακές του Ρίο. Στη συνέχεια περιορίσθηκε στη ι. μονή Προφήτου Ηλιού Σαντορίνης και κατόπιν στη ι. μονή Παναχράντου Άνδρου. Κι εκεί δεν έπαυσε τις ψυχωφελείς διδαχές και προτροπές. Ο Παπουλάκος ήταν ένας απλός, φτωχός, αληθινός και τίμιος μοναχός. Αγαπούσε την Ορθοδοξία και την Ελλάδα, τον Χριστό και την Αλήθεια. Ακολούθησε τον δρόμο της ομολογίας, του μαρτυρίου, της ασκήσεως και του ευαγγελισμού των ψυχών. Γι᾽ αυτό ο πιστός λαός τον αγάπησε και τον τίμησε ως άγιο. Παρέδωσε το πνεύμα του στις 18.1.1861, 150 έτη πριν η μνήμη του παραμένει ζωντανή, για την καθαρότητα, γνησιότητα, ταπεινότητα και αληθινότητα της ζωής του.
Μορφές ανιδιοτέλειας, θυσίας και προσφοράς χρειάζονται απαραίτητα και σήμερα. Ημέρες άτονες, ισχνές, άφωτες και ταραγμένες, σαν τις δικές μας, θέλουν ηρωισμό, γενναιότητα, θάρρος και τόλμη…
Στις μετά τη σπατάλη ισχνές και δύσκολες ημέρες μας ξαναχρειάζεται εγερτήριο σάλπισμα προς μετάνοια, ανόρθωση, ανασυγκρότηση και ορθοστασία. Η εκκοσμίκευση κούρασε, ο μιμητισμός ταλαιπώρησε, ο εκδυτικισμός αλλοίωσε, ο συγκριτισμός εξαπάτησε, ο οικουμενισμός αστόχησε. Χρειάζονται απαραίτητα γενναίες φωνές, ηρωικό φρόνημα, ομολογία πίστεως, πίστη θερμή ως του οσίου Παπουλάκου.