Του πρωτ.Θεμιστοκλή Μουρτζανου
Οι άνθρωποι σε ό,τι κάνουμε σκεπτόμαστε τι κέρδος θα έχουμε, πόσο θα ωφεληθούμε. Η ιδιοτέλεια είναι στοιχείο της μεταπτωτικής μας φύσης. Από τη στιγμή που επιλέγουμε να ζούμε χωρίς το Θεό ως κέντρο και σκοπό της ύπαρξής μας, καθιστώντας τους εαυτούς μας θεούς, αναζητούμε την εκπλήρωση του συμφέροντός μας όχι μόνο στις συναλλαγές με τους συνανθρώπους μας, αλλά και στην ίδια την ουσία της σχέσης μας μ’ αυτούς. Έχω να λάβω; Τότε αξίζει να σχετιστώ με τον άλλο. Έχω να λάβω κάτι περισσότερο από κάποιον άλλο; Τότε εγκαταλείπω τον προηγούμενο και πορεύομαι προς εκείνον που θα μου προσφέρει το παραπάνω.
Το ερώτημα από το οποίο διαφεύγουμε είναι «εμείς τι έχουμε να δώσουμε στους άλλους;». Πόσο είμαστε διατεθειμένοι, αντί να πορευόμαστε με γνώμονα το δικό μας όφελος, να «ζητούμε το του ετέρου». Αλλά και όταν δεν είναι εμφανές το κέρδος από κάποια κίνησή μας, προβληματιζόμαστε αν μας χρειάζεται.
Αυτή η στάση αγγίζει και τη σχέση μας με το Θεό. Λειτουργούμε συνήθως με ιδιοτέλεια και έναντι του «Πατρός ημών του εν ουρανοίς» (Ματθ.6,14). Αυτό δεν σημαίνει ότι Εκείνος μας απορρίπτει εξαιτίας της επικράτησης εντός μας του κινήτρου αυτού. Είναι τόση η συγκατάβαση του Θεού, που δεν αρνείται τη δωρεά της σωτηρίας σε κανέναν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θέτει κάποιες προϋποθέσεις, για να λάβουμε τον μισθό της πνευματικής μας προσπάθειας. Τον μισθό ιδίως για την νηστεία και την μετοχή μας στην εκκλησιαστική ζωή.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι ο συνδυασμός της νηστείας με την συγχωρητικότητα. Η νηστεία είναι οδός προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με την σωματική διάσταση, την παραίτηση από το δικαίωμά μας να τρώγουμε τα πάντα, όσα ο Θεός και οι κόποι μας μάς προσφέρουν την δυνατότητα να έχουμε, και την εκλογή τροφών που δείχνουν την διάθεσή μας για θυσία. Η δεύτερη έχει να κάνει με την πνευματική διάσταση. Με την παραίτηση από το δικαίωμα να έχουμε δίκιο στη ζωή μας και να ζητούμε από τους άλλους να εκπληρώνουν τις δικές μας επιθυμίες ή να φέρονται όπως εμείς προσδοκούμε ή όπως εμείς τους φερόμαστε. Ο Χριστός μάς ζητά να συνδυάσουμε την παραίτηση από το πρώτο δικαίωμά μας, με την εξ ίσου παραίτηση και από το δεύτερο. Και γι’ αυτό ορίζει την συγχωρητικότητα ως την προϋπόθεση για να λάβουμε τον μισθό της νηστείας μας, που δεν είναι άλλος από την άφεση και των δικών μας παραπτωμάτων από τον Επουράνιο Πατέρα.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η σύνδεση της νηστείας και της άσκησης με την ταπείνωση και, την ίδια στιγμή, με την απόρριψη της επίδειξης, της υπερηφάνειας και της υποκρισίας. Η νηστεία είναι για το Θεό και όχι για τους ανθρώπους. Δεν έχουμε ανάγκη από τον έπαινο των ανθρώπων, ούτε από την προσήλωση του ενδιαφέροντός τους επάνω μας. Η πνευματική ζωή είναι η μυστική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού και βιώνεται στην αφάνεια. Είναι στάδιο, στο οποίο ο καθένας μας καλείται να αγωνιστεί όχι για να κερδίσει επαίνους ή την προσοχή των άλλων, αλλά για να ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού για αγάπη και κοινωνία μαζί Του. Γι’ αυτό και η χαρά για την άσκηση είναι εσωτερική, καρδιακή και όχι αφορμή δόξας και αναγνώρισης από τους άλλους. Αν αναγνωρίζουν οι άνθρωποι τον πνευματικό κόπο και δοξάζουν αυτούς που αγωνίζονται, τότε ο μισθός έχει δοθεί επί της γης και ο Θεός δεν χρειάζεται να προσφέρει κάτι.
Η τρίτη προϋπόθεση η ένταξη της νηστείας και της πνευματικής ζωής στην όλη ζωή του ανθρώπου. Η νηστεία δεν είναι ένα έκτακτο γεγονός, ούτε χρειάζεται επισημότητες. Είναι η φυσική καθημερινότητά μας. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε την αίσθηση ότι αλλάζουμε στη ζωή μας κάποια χρονική περίοδο και στο υπόλοιπο διάστημα του χρόνου ζούμε μακριά από το Θεό. Η νηστεία είναι ένα διαρκές «σήμερον» στην πορεία της ύπαρξης προς την αιώνια ζωή. Νηστεία στα πάθη, στην κακία, στην απόρριψη του συνανθρώπου, στην ήττα από τον εγωκεντρισμό, στην μέριμνα μόνο για τον κόσμο είναι ο καθημερινός αγώνας κάθε χριστιανού. Γι’ αυτό και δεν λυπόμαστε που ήρθε ο καιρός της πιο έντονης προσπάθειας. Ούτε σκεπτόμαστε την διατροφική αλλαγή ως κάτι το ξεχωριστό. Λειτουργεί η υπακοή στην Εκκλησία που μας ωθεί να κάνουμε μια συγκεκριμένη στάση στην πορεία της ζωής μας για να βοηθηθούμε να δούμε καλύτερα τον εαυτό μας, αλλά η νηστεία έχει μισθό όταν δεν λειτουργεί στη λογική του προσκαίρου.
Ο Χριστός μας ζητά να προσδιορίσουμε πού βρίσκεται ο θησαυρός της ζωής για τον καθέναν μας, για να δούμε και πού βρίσκεται η καρδιά μας. Η νηστεία είναι απαραίτητο βοήθημα στη ζωή μας, όταν συνδυάζεται με την συγχωρητικότητα, την ταπείνωση και γίνεται διαρκές παρόν στη ζωή μας.
Και τα τρία στοιχεία αποτελούν υπέρβαση του τρόπου που ο πολιτισμός και ο κόσμος έχουν επιλέξει ως προτεραιότητα και την ίδια στιγμή μάς επιβάλλονται μέσα από ποικίλες πηγές. Το να ασκούμαστε στη νηστεία και την πνευματική προσπάθεια για την εποχή μας δεν είναι αυτονόητη κίνηση. Αν όμως νιώθουμε και ζούμε την ευλογία να είμαστε χριστιανοί, ο μισθός της νηστείας μπορεί να είναι το αρχικό μας κίνητρο. Καθώς θα προχωρούμε στην πνευματική ζωή, διαπιστώνουμε ότι η νηστεία είναι μία κίνηση παράδοσης εν απλότητι στην αγάπη του Θεού, ένα ελάχιστο αντίδωρο ευγνωμοσύνης για ό,τι μας έχει δοθεί από Εκείνον.
Το παιδί περιμένει «ως λαλούν νήπιον» την επιδοκιμασία του πατέρα του, το δώρο που θα δείξει την αποδοχή του γονέα για την προσπάθεια και την πρόοδό του. Καθώς όμως μεγαλώνει, το παιδί δεν περιμένει τίποτα. Εργάζεται με την φυσικότητα ότι υπερέβη την νηπιότητά του και χαίρεται όχι για το ότι πράττει τα αυτονόητα, αλλά γιατί νιώθει ότι μπορεί μέσα από την πρόοδό του να ανταποκριθεί στην αγάπη του γονέα. Και τότε και οι δύο, πατέρας και παιδί, βιώνουν την χαρά της πατρότητας και της υιότητας. Τότε το παιδί έχει ξεπεράσει την ιδιοτέλεια. Και τελικά η χαρά που ανακύπτει είναι και το νόημα και η αξία του μισθού της νηστείας.