Για το αντίδωρο
Αντίδωρο ονομάζεται μικρό κομμάτι άρτου από το αγιασμένο στην προσκομιδή πρόσφορο. Λέγεται έτσι γιατί παλαιότερα προσφερόταν «αντί του δώρου» (της Θείας Κοινωνίας) σε όσους πιστούς δεν κοινωνούσαν. Σήμερα προσφέρεται σε όλους τους πιστούς.
“…Δεν το παίρνομε το αντίδωρο με ένα χέρι όπως κάνετε οι περισσότεροι, με δυο χέρια το παίρνομε το αντίδωρο, έτσι, το δεξί πάνω στο αριστερό. Και όταν μπαίνει το αντίδωρο στη χούφτα, φιλούμε το χέρι. Αν δείτε τους Ρώσους, όταν θέλουν να χαιρετήσουν έναν ιερέα κάνουν έτσι, να τον χαιρετήσουν, να πάρουν την ευχή του, και βάζει εκείνος σταυροειδώς τα δάχτυλα μεσ’ τη χούφτα και την ασπάζονται…”
Ο Κυρ- Γιάννης
“…Χριστιανοί μου, κάποτε μια Κυριακή σαν τη σημερινή, πριν από σαράντα περίπου χρόνια, το 1968, σ’ αυτόν εδώ το Ναό, και μπροστά από τον παλιό Θρόνο, βέβαια είχαμε έναν παμπάλαιο Θρόνο εδώ, δεν ξέρω πόσοι, αν ήταν κανείς εδώ και το θυμάστε και εδώ ήταν όλο βαμμένο μπλε και από τούβλο …; Η Ωραία μας Πύλη εδώ …; Εκκλησιάζετο μπροστά από το Θρόνο ο κυρ-Γιάννης, -ο Θεός να τον αναπαύσει. – Εκείνη την Κυριακή ήταν όρθιος και τον είδα, όταν έβγαινα έξω για να πω εκείνα τα οποία επιβάλλονται από το τελετουργικόν του Όρθρου ή της Θείας Λειτουργίας, τον έβλεπα ιδρωμένο. Κατάλαβα λοιπόν ότι είχε και πυρετό, και θα πρέπει να ήταν και υψηλός, παρά ταύτα όμως, ήρθε να λειτουργηθεί, και να κοινωνήσει στο τέλος. Και πράγματι έτσι έγινε. Με τρεμάμενα τους πόδας απ’ τον πυρετό, ήλθε, κοινώνησε και επέστρεψε εκεί, και έκατσε στην καρέκλα του. Τελείωσα …; τελειώνοντας τη Θεία Λειτουργία, διαπίστωσα ότι έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, και εφαίνετο σα να κοιμόταν. Τελείωσα τη Θεία Λειτουργία και άρχισα να μοιράζω αντίδωρο. Εδώ οι διπλανοί που ήσαν εδώ εκείνη την εποχή, ήθελαν να τον ξυπνήσουν και τους εμπόδισα εγώ και είπα «αφήστε τον, έτσι όπως είναι».
Έφυγαν όλοι και ο κυρ-Γιάννης παρέμεινε στη θέση του, με τα χέρια σταυρωμένα, και τις παλάμες έτσι, όπως δηλαδή παίρνομε το αντίδωρο. Τελείωσε το αντίδωρο, δεν τον έδωσα.. τον άφησα σ’ αυτή τη θέση που ήτανε. Έκλεισα εδώ την Ωραία Πύλη, κατέλυσα, και μαζί με τον τότε νεαρό Ηλία, που σήμερα είναι ο πατήρ-Ηλίας στην Άνδρο, διαβάσαμε και τη Θεία Ευχαριστία, και ήρθα εδώ στο πλάι και άρχισα να ξεντύνομαι. Τότε μπήκε από κει από την Ωραία Πύλη, -η Νοτία όπως λέγεται,- μπήκε μέσα ο κυρ-Γιάννης. Είχε μια έκφραση απεράντου γλυκύτητος, και δεν υπήρχε ούτε ιδρώτας ούτε τίποτα, και εφαίνετο μια χαρά, και με δάκρυα στα μάτια, μου διηγήθηκε τα εξής: «Από την εξάντληση και τον πυρετό,» που είχε μετά τη Θεία Κοινωνία, «κάθισα,» λέει, «στη καρέκλα, έγειρα το κεφάλι μου προς τα κάτω, προς το μέρος της καρδιάς όπως μου έχεις διδάξει, και άρχισα να λέω το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και έτσι να απολαμβάνω την γλυκύτητα της Θείας Κοινωνίας.
Κάποτε» λέει, «έχασα κάθε αίσθηση του χώρου, που βρισκόμουν δηλαδή, του χρόνου, του θορύβου, των ψαλμωδιών,» -θα ήταν τότε οι ψάλτες μας αυτοί.- «των φωνών και τα λοιπά,» Όταν σήκωσε το κεφάλι του, συνήλθε δηλαδή, δεν ήταν μόνος, όλος ο ναός ήταν γεμάτος από την παρουσία της Παναγίας μπροστά του, που ‘χε την αίσθηση ότι είχε ξεκολήσει από δω, όχι από κείνη την πλευρά, συγγνώμη, από δω, και είχε πάει κοντά του, και του έβαλε στην ανοικτή του παλάμη, η Υπεραγία Θεοτόκος, ένα αντίδωρο. Και του είπε, «φάτο παιδί μου». Το έφαγε αλλά έμειναν λίγα ψίχουλα. Και όπως μπήκε μέσ’ το ναό, έτσι, τα είδα τα ψίχουλα. Και έσκυψα και τα ‘γλυψα. Και φώναξα και το νεαρό, τον τότε Ηλία, του λέω «έλα εδώ, έχει ένα δυο ψιχουλάκια, να γλύψε τα απ’ το χέρι του», με κοίταξε έτσι παράξενα, γιατί δεν είχε ακούσει τη συζήτηση, «κάντο, κάντο» λέω Ηλία λέω, «Κατάλαβες τίποτα; », λέει «όχι».
Εγώ όμως είχα τη συναίσθηση ότι ευωδίαζε τούτο το πράγμα, εκείνα τα ελάχιστα ψιχουλάκια, σαν Θεία Κοινωνία. Έτσι ο κυρ-Γιάννης κοινώνησε μια φορά με το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, και τη δεύτερη φορά, με τρόπο υπερφυσικό, στη μορφή του αντιδώρου. Η παράκλησίς του ήτο, να μην το μάθει κανένας, ούτε ακόμα και η οικογένειά του….
π.Στέφανος Αναγνωστόπουλος. (Aποσπασμα απομαγνητοφωνημένου κηρύγματος)