Κάποιος από τους γέροντες διηγήθηκε για ένα μέθυσο γέροντα το εξής:
Αυτός ο γέροντας εργαζόταν όλη την ημέρα φτιάχνοντας ψάθες. Το βράδυ πήγαινε στο χωριό, τις πουλούσε και με τα χρήματα αυτά αγόραζε κρασί και έπινε. Ύστερα από καιρό ήρθε κοντά του σαν υποτακτικός ένας αδελφός και έμεινε μαζί του.
Ο υποτακτικός έπλεκε κι αυτός όλη μέρα ψάθες, τις οποίες πουλούσε ο γέροντας. Με τα χρήματα που εισέπρατε κι από τα δύο εργόχειρα, ο γέροντας αγόραζε κρασί και έπινε, φέρνοντας στον υποτακτικό του αργά το βράδυ μόνο λίγο ψωμί. Επί τρία χρόνια συνέβαινε αυτό, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ο υποτακτικός.
Κάποτε όμως ο υποτακτικός είπε μέσα του: «Να, είμαι εδώ γυμνός και το ψωμί μου το τρώω με μεγάλη στέρηση. Λοιπόν, θα σηκωθώ να φύγω από εδώ». Αλλά πάλι σκέφτηκε: «Και που μπορώ να πάω; Ας καθήσω εδώ που βρίσκομαι, γιατί εγώ για τον Θεό κοινοβιάζω». Αμέσως μετά απ’ αυτές τις σκέψεις εμφανίζεται μπροστά του ένας άγγελος και του λέει:
-Να μην πας πουθενά. Γιατί αύριο θα σε επισκεφθώ.
Την άλλη μέρα ο υποτακτικός παρακάλεσε τον γέροντά του λέγοντας:
-Πάτερ, σήμερα μην πας πουθενά. Γιατί έρχονται οι δικοί μου να με πάρουν.
Όταν όμως ήθρε η ώρα που συνήθιζε ο γέροντας να φεύγει, είπε στον υποτακτικό του:
-Παιδί μου, δεν βλέπω να έρχονται σήμερα οι δικοί σου, έχουν αργήσει…
-Ναι γέροντα, αλλά θα έρθουν οπωσδήποτε.
Και ενώ συζητούσε με το γέροντά του, κοιμήθηκε (αναπαύθηκε στην αιώνια μακαριότητα). Βλέποντας ο γέροντας αυτό το πράγμα άρχισε να κλαίει και να λέει:
-Αλλοίμονο, παιδί μου, γιατί τόσα χρόνια ζω με αμέλεια; Ενώ εσύ, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, έσωσες την ψυχή σου με την υπομονή σου.
Από τότε ο γέροντας σωφρονίστηκε και έγινε δόκιμος.