Έρχεται στην εξομολόγηση ένας ηλικιωμένος και μου λέει:
Πάτερ βάλε μου έναν σκληρό κανόνα, επειδή δεν μπορώ να αφήσω το κάπνισμα
-Γέρο άσε το τσιγάρο γιατί θα πας στην κόλαση
-Πάτερ το συνήθισα, δεν μπορώ να το αφήσω.
-Γέρο πρόσεχε γιατί ο θάνατος είναι κοντά.
-Θέλω να το αφήσω αλλά δεν ξέρω πως
-Αν δεν μπορείς να αφήσεις την αμαρτία,πώς θα υπομείνεις τις φλόγες της κολάσεως;
-Φοβάμαι την κόλαση αλλά δεν μπορώ να αφήσω το κάπνισμα.
Είχα εκεί κοντά ένα κηροπήγιο και ένα αναμμένο χοντρό κερί
-Έλα εδώ. Κράτα το δάκτυλό σου στο αναμμένο κερί!
-Όχι,όχι δεν μπορώ.
-Κράτα το εκεί
Του πήρα τότε το χέρι και το κρατούσα εγώ
-Δεν μπορώ πάτερ με καίει
-Κράτα το εκεί αδελφέ! Μόλις θα σε πειράξει ο διάβολος θα βάζεις το χέρι σου στο κερί!Θέλεις να πας στην κόλαση; Εκεί δεν έχει κεριά. Έχει ολόκληρους φούρνους, εκατομμύρια φορές πιο δυνατούς από αυτό. Βάλε το χέρι στο κερί μέχρι να καεί. Θα δούμε τότε εάν θα έχεις όρεξη για να καπνίσεις!
-Ναι, πάτερ έτσι θα κάνω. Όσο ζω δεν θα ξαναβάλω τσιγάρο στο στόμα μου.
-Και αν σε υποδουλώσει κανένα άλλο πάθος να μην πάρεις το χέρι σου από την φωτιά μέχρι να θυμηθείς τις φωτιές της κολάσεως. Και ο κανόνας σου είναι ο εξής.
Θα λες Κύριε Ιησού Χριστέ… και θα βάζεις το χέρι σου στο κερί. Να δούμε τότε εάν θα επιθυμείς αυτές τις βρωμιές.