Στην Κύπρο, στο χωριό Τραχιάδες, δέκα χρόνια πριν από την άλωση του νησιού (1571), ζούσε κάποιος ανάξιος ιερέας.
Με τη συνεργεία του πονηρού είχε πλανεύει και είχε μάθει στην εντέλεια τη μαγική τέχνη.
Είχε φτάσει μάλιστα στο κατάντημα νά τρώει και νά πίνει σε ιερά σκεύη μαζί με πόρνες!
Ή θεία δίκη όμως σύντομα τον τιμώρησε. Μόλις πληροφορήθηκε ο άρχοντας της περιοχής την πολιτεία του, τον καταδίκασε σε θάνατο. Κι όταν ο μελλοθάνατος οδηγήθηκε στη μέση του αμφιθεάτρου, κάποιος σύμβουλος του άρχοντα τον ρώτησε:
Πες μου, μιαρέ, με τι καρδιά, με τι χείλη, με τι χέρια τολμούσες νά πλησιάζεις τον Αμόλυντο; Δεν έτρεμες μήπως σε κάψει κεραυνός, μήπως σε καταπιεί ή γη; Πώς τολμούσες Εσύ, πού προσκυνούσες το διάολο, νά μεταδίδεις στους χριστιανούς τα θεία Μυστήρια;
Ορκίζομαι στο Θεό πού πρόκειται νά με κολάσει, απάντησε τότε εκείνος, πώς άπ’ την ώρα πού έγινα μάγος και φαρμακός, δεν λειτουργούσα εγώ! Μόλις έμπαινα στο άγιο βήμα, κατέβαινε άγγελος από τον ουρανό, με έδενε πισθάγκωνα στην κολόνα και τελούσε εκείνος τη λειτουργία. Τέλος, αφού κοινωνούσε το λαό, μ’ έλυνε και έφευγα.