Ένα βράδυ, ενώ το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και έφεγγε μέσα στο σκοτάδι, ο άγιος Ευθύμιος, ο Μέγας, μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Ναό, και, όπως συνήθιζε, έκανε μια μικρή βόλτα στα παρεκκλήσια της Μονής, για να αποτινάξει τον ύπνο από τα βλέφαρά του και να συνεχίσει έπειτα την αγρυπνία του.
Ξαφνικά μέσα στη γλυκειά ηρεμία της αστροφεγγιάς, βλέπει δύο άνδρες να κλέβουν το σιτάρι της Μονής από τις υπόγειες αποθήκες. Ο ένας έβγαζε από το υπόγειο το σιτάρι και το τοποθετούσε μέσα σε σακιά, ενώ ο άλλος τα έπαιρνε και τα στοίβαζε σε μια γωνιά, που κανένας δεν μπορούσε να τα διακρίνει.
Μόλις όμως ο μεταφορέας εκείνος σιτοκλέφτης είδε από μακριά τον Όσιο να έρχεται, έτρεξε να φύγει και άφησε τον σύντροφό του μέσα στο λάκκο χωρίς βοηθό.
Ο Μέγας Ευθύμιος κατάλαβε τι συνέβαινε, πόνεσε τα πλάσματα του Θεού που βρίσκονταν σε τόση άθλια κατάσταση φτώχειας, ώστε να φθάνουν στη δολιότητα και στην κλεψιά, και πήρε την απόφαση να αναπληρώσει εκείνον που κρύφτηκε από φόβο.
Πράγματι, ο σιτοκλέφτης που έμεινε στον λάκκο και άδειαζε την αποθήκη , χωρίς να αντιληφθεί απολύτως τίποτε από όσα έγιναν, εξακολουθούσε να βγάζει επάνω το σιτάρι, ο δε άγιος Ευθύμιος το παραλάμβανε και το μετέφερε.
Αφού λοιπόν ο άνθρωπος αυτός έβγαλε από το υπόγειο αρκετό σιτάρι και ήθελε να ανέβη επάνω, του είπε ψιθυριστά στο αυτί ο Μέγας Ευθύμιος:
—Θα φύγουμε και θα αφήσουμε εκείνα τα τυριά; Και συγχρόνως του έδειχνε με το δάκτυλο το σημείο που βρίσκονταν.
Εκείνος από το φόβο του δεν είχε ακόμη καταλάβει τι συνέβαινε και του λέει:
—Από πού το ξέρεις εσύ ότι έχει εκεί τυριά;
Άκουσα, του λέει ο Άγιος, πριν από λίγο τον Επίσκοπο να το λέει.
Ο σιτοκλέφτης έψαξε αμέσως και βρήκε τα τυριά. Πήρε όσα νόμιζε ότι του χρειάζονται, τα έδωσε στα χέρια του βοηθού του, του Αγίου Ευθυμίου, και εκείνος τα στοίβαζε στην ίδια γωνιά που ήταν το σιτάρι. Τέλος του έδωσε και το χέρι και τον τράβηξε επάνω.
[irp posts=”396194″ name=”Ο ποντικός και ο καλόγερος”]
Μόλις ο κλέφτης αντιλήφθηκε ποιός ήταν εκείνος που τον τράβηξε επάνω και τον βοηθούσε τόση ώρα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε, κυριολεκτικά, κυριεύτηκε από φόβο, ντροπή και θαυμασμό, μέσα στην ψυχή του ένιωσε υπερβολική συγκίνηση και έπεσε στα πόδια του Αγίου, ζητώντας του συγνώμη.
Ο Άγιος τον σήκωσε επάνω, τον χάιδεψε, τον αγκάλιασε και του είπε:
Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, διότι τα πράγματα αυτά είναι και δικά σου και του Θεού. Και αν πήρες κάτι απ’ αυτά, απ’ τα δικά σου πήρες και όχι από τα ξένα. Και πάλι όταν έχεις ανάγκη, έλα πάλι να πάρεις.
Ο σιτοκλέφτης παρηγορήθηκε με τα λόγια του Αγίου και έμεινε θαυμάζοντας την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία του. Άλλαξε εντελώς από τότε η ζωή του και δεν έπαυσε να διηγείται σε όλους τους φίλους του τι συνέβη.
(«Το ψέμα και η δολιότητα», εκδ. Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2007, σ.75-77)