Ισότητα άνδρα καί γυναίκας.
«Οταν έκαμεν ό Θεός τον άνδρα, γυναίκα εις τον κόσμον δεν ήτον. Εκβαλεν ό πανάγαθος Θεός μίαν πλευράν από τον άνδρα καί έκαμε μίαν γυναίκα… «Ισια την έκαμεν ό Θεός την γυναίκα με τον άνδρα, όχι κατωτέραν. (Α2, 1η 131, 5η 67).
«Ετσι καί εσύ, Χριστιανέ, πρέπει να την χαίρεσαι την γυναίκα σου καί να την αγαπάς ωσάν σύντροφόν σου καί να μην ιήν στοχάζεσαι ωσάν σκλάβαν σου. Διατί καί αυτή πλάσμα Θεού είναι ωσάν καί εσύ. Τον Θεόν Πατέρα τον λέγεις καί εσύ, Πατέρα τον Λέγει καί αυτή. Μίαν Πίστιν έχετε καί οί δύο, ένα Βάπτισμα, ένα Εύαγγέλιον, μίαν άγίαν Κοινωνίαν, έναν Παράδεισον έχετε να απολαύσετε.
Δεν την έχει ό Θεός κατώτερην από εσένα, δια τοΰτο δεν την έκαμεν από τα ποδάρια, δια να μη την καταφρονά ό άνδρας, άλλ” ούτε πάλιν την έκαμεν από το κεφάλι, δια να μην καταφρονά αυτή τον άνδρα, αλλά την έκαμεν από την πλευράν, ήγουν από την μέσην, δια να την έχη σύντροφόν του καί της εμφύσησε καί ιδίαν ψυχήν, ωσάν καί του ανδρός, καί υστέρα ώνόμασε του άνδρα Αδάμ καί την γυναίκα Εύα. (Α2, 1η 164, 5η 100).
. Ό ευλογημένος γάμος.
Να χαίρεστε καί να εύφραίνεσθε χιλιάδες φορές οί παντρεμένες τίμια. Εις τα πολλά καλά, οπού σας έχάρισεν ό πανάγαθος Θεός, σας έχάρισε καί ευλογημένου γάμον. Να κλαίετε δια τους άσεβεΐς καί απίστους- ανάμεσα είς τα πολλά κακά οπού έχουν, έχουν καί καταφρονεμένον γάμον. (Β1, 1η 194, 5η 130).
«Ακουσε, παιδί μου, όταν θέλης να ύπανδρευθής, να ζήτησης πρώτον γυναίκα να μην είναι από συγγένεια σου, οπού το εμποδίζει ό Νόμος της Εκκλησίας• δεύτερον να έχη τον φόβον του Θεού εις την ψυχήν της- καί τρίτον να είναι στολισμένη με την έντροπήν. Επήρες γυναίκα πτωχή; Επήρες σκλάβα. Επήρες γυναίκα πλούσια; «Εγινες εσύ σκλάβος, επήρες ραβδί της κεφαλής σου.
Πρώτον να έξομολογάστε καί να στεφανώνεστε εις την Έκκλησίαν. (Β1, 1η 195,5η 131).
Καί έρωτα ό παπάς τον γαμπρόν: Θέλεις, Ιωάννη, την Μαρία δια γυναίκα σου; Άνίσως καί ειπή: Την θέλω, του δίνει την λαμπάδα. Όμοίως ρωτά καί την νύμφη: Θέλεις εσύ, Μαρία, τον Ίωάννην δια άνδρα; Άνίσως καί τον θέλη, δεν ομιλεί, μόνον σκύφτει την κεφαλήν της. Είδε καί δεν τον θέλει καί είναι χωρίς το θέλημα της, φωνάζει: Δεν τον θέλω. Καί ωσάν εΐπή πώς δεν τον θέλει, ό παπάς να μη βάλη χέρι να τους στεφάνωση, διατί κολάζονται. «Αν είναι με το θέλημα καί των δύο, έτότες να τους στεφάνωση, καί έπειτα από το στεφάνωμα να τους μεταλαμβάνη τα «Αχραντα Μυστήρια, καί άνίσως καί έχουν κανένα εμποδίον, ας τους κοινωνήση το κοινόν ποτήριον. «Υστερα τους παίρνουν ψάλλοντας καί πηγαίνοντας εις το σπίτι κάνει δέησιν ό παπάς, ευλογεί την τράπεζαν καί φεύγει.
Καί ωσάν άπεράσουν τρεις ήμερες, έτότες να σμίγετε το ανδρόγυνο καί να φυλάγεστε τές Κυριακές, Εορτές, με εύγένειαν ωσάν Χριστιανοί. Δεν εδωσεν ό Θεός την γυναίκα δια πορνείαν, αλλά δια παιδία. Καί εσύ ό άνδρας να φεύγης την ξένην γυναίκα, καθώς φεύγεις το φίδι. Καί όχι μόνον την ξένην γυναίκα, αλλά είναι καιρός να φεύγης καί την έδικήν σου. «Ετυχε ή γυναίκα σου καί έχει συνήθεια ή έγγαστρώθη, πρέπει να φυλάγεσαι. «Η έγέννησε καί δεν έσαράντισε, δεν έκαθαρίστηκε. Καί εάν θέλης να σμίξης με την γυναίκα σου, πάρε παράδειγμα- ρώτησε του γεωργόν να ίδής πόσες φορές σπέρνει το χωράφι: τον χρόνον μίαν φοράν καί το αφήνει ως οπού γίνεται καί τότες το θερίζει καί υστέρα πάλιν ωσάν θέλη το ματασπέρνει. Όμοίως καί εσύ, αδελφέ μου, έσμιξες με την γυναίκα σου, έγγαστρώθηκε; Αναχώρησε έως οπού να γέννηση, να σαραντίση, να καθαριστή καί τότες σπέρνεις καί άλλο. Καί κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά.
«Ηθελα να σας ειπώ έναν λόγον, μα είναι αισχρός κομμάτι καί θέλετε να με κατηγορήσετε. Δεν βλέπετε τα ζώα οπού σμίγουν έως να έγγαστρώθη το θηλυκόν καί ωσάν γέννηση έτότες ματασμίγουν; Καί εμείς οί άνθρωποι δεν το ντρεπόμαστε να είμαστε χειρότεροι καί από τα ζώα; Μα πάλιν δεν ήμπορείς να το κάμνης αυτό, σου πέφτει βαρύ; Κάμε άλλο, ταπεινώσου καί είπε πώς είσαι ανάξιος, αμαρτωλός καί χειρότερος από τα ζώα, κατηγόρησε του Λόγου σου καί έτσι ημπορεί να σε σπλαγχνισθή ό Θεός, να σε σώση. Άμή να κόμης την άμαρτίαν, να καυχάσαι, να λέγης πώς είσαι καί άγιος, γίνεται τούτο να είναι;
Τότε εύλογεί ό Θεός τον άνδρα καί την γυναίκα καί τα παιδιά σας καί δεν σας κολλά κανένα πράγμα μήτε μποδέματα, μήτε γητεύματα, μήτε κανένα κακόν. Έτσι άπερνάτε καί εδώ καλά καί πηγαίνετε καί εις τον Παράδεισον να χαίρεστε πάντοτε. Καί πλέον έξουσίαν δεν έχετε να χωρίζεσθε καί μόνον ό θάνατος καί ή πορνεία σας χωρίζει… (Β1, 1η 198, 5η 134).
Για το ανδρόγυνο: «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλάτ. 6, 2).
«Αλλο καλύτερον δεν είναι εις την γυναίκα ωσάν οπού να έχη ϋπομονήν καί ταπείνωσιν. Καί, αν τύχη καί έχη κακόν άνδρα, να ύπομένη καί να ευχαριστά τον Θεόν περισσότερον από τές άλλες, διατί έχει μισθόν πολύν εις την ψυχήν της καί πάντα με γλυκά λόγια να τον παρήγορη καί να στοχάζεται πώς καί αυτός αγανακτεί καί κινδυνεύει την ζωήν ήμέραν καί νύκτα, δια να την φύλαξη. Καί αν έχη καί ό άνδρας κανένα ελάττωμα, να τον ύποφέρη καί να μην τον πικραίνη, άνθρωπος είναι καί αυτός, δεν είναι άγγελος. Καί να ένθυμαται πάντα τές καλωσύνες του καί να συλλογίζεται (Α2, 1η 169, 5η 105) καί τές εδικές της κακωσύνες. Όμοίως καί εσύ ό άνδρας, όταν σου τύχη κακή γυναίκα, πρέπει να ύπομένης καί να ευχάριστος τον Θεόν, διατί έχεις μισθόν μεγάλον εϊς την ψυχήν σου καί, αν σου πταίση καμμίαν φοράν, μη την συνερίζεσαι καί στοχάσου καί τές καλωσύνες της. Ακόμη συλλογίσου καί τα εδικά σου τα ελαττώματα.
Πάλιν εσύ, γυναίκα, έχεις περισσότερον χρέος από τον άνδρα να άνατρέφης τα παιδιά σου καί να τα νουθετάς εις τα καλά έργα. (Α2, 1η 170, 5η 106).
Γονείς καί παιδιά.
«Ενα δένδρο, ωσάν το κόψης, ευθύς ξεραίνονται τα κλαριά, άμή ωσάν ποτίζης την ρίζαν, στέκονται δροσερά τα κλωνάρια. Όμοίως εϊστενε καί οί γονείς ωσάν το δένδρο καί όταν ποτίζεται ό πατέρας καί ή μητέρα, οπού εϊστενε ή ρίζα των παιδιών, με νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, με καλά έργα, φυλάγει ό Θεός τα παιδιά σας. Ωσάν ξεραίνεστε οί γονείς με τές αμαρτίες, θανατώνει ό Θεός τα παιδιά σας καί σάς βάνει εις την κόλασιν μαζί τους.
Είναι μια μηλιά καί κάνει ξινά μήλα. Έμείς τώρα τί πρέπει να κατηγορήσωμε, τη μηλιά ή τα μήλα; Τη μηλιά. Λοιπόν κάμνετε καλά έσεϊς οί γονείς, οπού εϊστενε ή μηλιά, να γίνωνται καί τα μήλα γλυκά.
Δεν είναι κατάρα ή ακουσία άτεκνία, ούτε λόγος διαζυγίου.
Ακόμη να προσέχετε οί άνδρες να μη κοιτάζετε τές γυναίκες σας με άγριον μάτι δια πολλές αιτίες, μάλιστα πώς δεν κάνουν παιδιά καί λέγετε τάχα πώς έχετε κατάραν. Ακούσατε να σας ειπώ: τον πάλαιαν καιρόν ό Διάβολος έβαλε σκοπόν να χαλάση τον κόσμον καί έβανε μίσος εις τα ανδρόγυνα, για να μη κάνουν παιδιά να αύξηση ό κόσμος, καί έτσι οί άνθρωποι δεν έκαναν παιδιά, άλλ” ούτε έφρόντιζαν δια να ύπανδρεύωνται καί έκινδύνευε να σωθή ό κόσμος. Τότε ό Θεός, θέτοντας να λείψη αυτό το διαβολικού κακόν, έπρόσταξεν ότι οποίος δεν κάμη παιδιά εϊναι κατηραμένος. Δια τούτο καί μόνον τον είπεν ό Θεός αυτόν τον λόγον, δια να χαλάση (Α2, 1η 156, 5η 92) τον σκοπόν του κατηραμένου Διαβόλου. Λοιπόν τώρα δεν έχετε κατάρα όσοι δεν κάνετε παιδιά καί μη λυπασθε, αλλά χαίρεσθε, όπου γίνεται το θέλημα του Θεοΰ καί όχι το έδικόν σας καί μάλιστα εκείνοι οπού έχουν παιδιά είναι σκλάβοι καί κατά την ψυχήν καί κατά το σώμα. Καί να φυλάγεσθε να μη κάμετε ωσάν κάποιοι ανόητοι καί τρελλοί, οπού δια να μην έγέννησαν παιδιά οί γυναίκες τους, τές έχώρισαν καί επήραν άλλες. Ό Διάβολος θέλει να χωρίζωνται τα ανδρόγυνα καί όχι ό Θεός. «Ετσι λέγει καί ό Νόμος: Κανένα άλλο αίτιον δεν τους χωρίζει έξω αν ξεπέσουν είς πορνείαν. Καί οποίος δια άλλο αίτιον χωρίζει την γυναίκα του καί πάρη άλλην έχει να κριθή ως μοιχός, χειρότερος από τον πόρνον, καί θέλει πηγαίνει είς την Κόλασιν.
Οικογενειακό Εικονοστάσι καί αγωγή παιδιών.
Να κάμης μίαν εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, να έχη καί τον «Αγιον του παιδιού σου καί όταν το παιδί σου σηκώνεται από τον ϋπνον να σου γυρεύη ψωμί, μην του δίνης, μόνο να πάρης το ψωμί, να το βάλής ομπρός εις την εικόνα του Χρίστου καί νά του εΐπής: Εγώ, παιδί μου, δεν έχω ψωμί, ό Χριστός έχει. Σήκω να κάμης το Σταυρό σου να παρακαλέσωμε τον «Αγιον σου να παρακάλεση τον Χριστόν να σου το δώση. Καί έτσι το παιδίον παρακινεϊται δια την άγάπην του ψωμιού καί ευθύς οπού ξυπνά, τον «Αγιόν του Βλέπει. Βλέποντας τότε ό Διάβολος το παιδίον πώς έχει την ελπίδα του είς τον Χριστόν καί εις τον «Αγιόν του, κατακαίεται καί φεύγει. Κι έτσι να συνηθίζετε τα παιδιά σας, να τα παιδεύετε από μικρά, δια να συνηθίζουν είς τον καλόν δρόμον. (Β1, 1η 187, 5η 123).