«Ο Μοναχισμός διασώζει την εσχατολογική συνείδηση, αποκρούοντας τον μόνιμο κίνδυνο της εκκοσμικεύσεως.
Αποδεικνύεται, έτσι, το συμπαγέστερο και περισσότερο αδιάρρηκτο τμήμα του εκκλησιαστικού σώματος, που διασώζει στον τρόπο ζωής της υπάρξεώς του την ιστορική συνέχεια της εκκλησιαστικής κοινωνίας και τη δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως.
Αυτό συμβαίνει ήδη από τον 4ον αιώνα, όταν ο μοναχισμός επιστρέφει βαθμιαία στην εκκλησιαστική κοινότητα. Από αντίδραση στην προϊούσα εκκοσμίκευση γίνεται υπόδειγμα εκκλησιαστικότητος και εκκλησιαστικός θεσμός, με καθολική αποδοχή, ως τεκμήριο ιστορικό της εν Χριστώ υπάρξεως. Το πνεύμα και το ήθος του μοναχισμού θα διαποτίζει στο εξής τη συνείδηση όλου του εκκλησιαστικού σώματος, η δε μοναστική ζωή αποβαίνει πρότυπο χριστιανικότητος.
Όταν θα κατανοηθεί αυτό από τη βυζαντινή – ρωμαίικη κοινωνία, κυρίως με το τέλος της εικονομαχίας (9ος αι.), ο μοναχισμός θα αποκτήσει τον πνευματικό έλεγχο σύνολου του εκκλησιαστικού βίου. Η μονή γίνεται τύπος της Εκκλησίας, «ιατρείον πνευματικόν» για κάθε πιστό και όχι μόνο για τους μοναχούς. Σε κρίσιμες, μάλιστα, ιστορικές στιγμές πνευματικοί ηγέτες του ορθοδόξου πληρώματος αναδείχθηκαν όχι πατριάρχες και επίσκοποι αλλά μεγάλοι γέροντες και ασκητές.
Μετά τα παραπάνω είναι ευνόητο, γιατί αυτό τον οδηγητικό ρόλο προσέλαβε ο μοναχισμός και στο θέμα της λατρείας. Ήδη στην αποστολική κοινότητα των Ιεροσολύμων η λατρεία κατέλαβε το κέντρο της ζωής της Εκκλησίας. Η λειτουργική σύναξη είναι απ΄ αρχής η «εν τόπω και χρόνω» φανέρωση της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, στην ιστορική πραγματικότητα.
Σ΄ αυτή την παράδοση θα μείνουν πιστοί και οι μοναχοί ως συνεχιστές των «ενθουσιαστικών τάσεων» της αρχαίας Εκκλησίας. Μεγάλοι δε πατέρες, ως λ.χ. ο Μ. Βασίλειος, είναι εκείνοι, που έδωσαν και στο θέμα αυτό τις ορθές, σύμφωνες δηλαδή με το αυθεντικό χριστιανικό πνεύμα, κατευθύνσεις για την υπέρβαση ή συγκράτηση όλων των γνωστών υπερβολών και ακροτήτων».
Μοναχισμός και Λατρεία
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού