Τα φύλλα έπεφταν απ την μεγάλη βελανιδιά στην άκρη του λιβαδιού. Έπεφταν απ’ όλα τα δέντρα. Ένα κλαδί της βελανιδιάς είχε φτάσει ψηλότερα απ τα άλλα και εκτεινόταν πάνω απ το λιβάδι. Δύο φύλλα κρεμόταν απ την άκρη του.
«Δεν είναι όπως πριν» είπε το ένα φύλλο στο άλλο.
Όχι, είπε το άλλο φύλλο, πολλά από μας έχουν πέσει απόψε και είμαστε σχεδόν τα μόνα που έχουν απομείνει στο κλαδί.
«Δεν ξέρεις ποιό θα είναι το επόμενο» είπε το πρώτο φύλλο. «Ακόμα κι όταν κάνει ζέστη και ο ήλιος λάμπει, μια καταιγίδα ή μερικά σύννεφα έρχονται κάποιες φορές και πολλά φύλλα κόβονται κι ας είναι μικρά. Δεν ξέρεις ποιό θα είναι το επόμενο.»
«Ο ήλιος σπάνια βγαίνει τώρα» αναστέναξε το πρώτο φύλλο «και όταν βγει δε μας ζεσταίνει καθόλου. Πρέπει να ζεσταθούμε ξανά.»
«Είναι αλήθεια» είπε το πρώτο φύλλο, «είναι αλήθεια ότι άλλα έρχονται και παίρνουν τη θέση μας όταν πέφτουμε και μετά απ αυτά άλλα κι άλλα περισσότερα;»
«Είναι πραγματικά αλήθεια» ψιθύρισε το δεύτερο φύλλο. «Δεν μπορούμε να το φανταστούμε, είναι πέρα απ τις δυνάμεις μας.»
«Με κάνει να στεναχωριέμαι πολύ» αποκρίθηκε το πρώτο φύλλο.
Έμειναν για λίγο σιωπηλά.
Έπειτα το πρώτο φύλλο αναρωτήθηκε, «Γιατί πρέπει να πέφτουμε;»
Το δεύτερο φύλλο ρώτησε «τι παθαίνουμε όταν πέσουμε;»
«Βυθιζόμαστε κάτω»
«Τι υπάρχει από κάτω μας;»
Το πρώτο φύλλο απάντησε «δεν ξέρω.
Μερικοί λένε ένα πράγμα άλλοι λένε άλλο, αλλά κανείς δεν ξέρει»
Το δεύτερο φύλλο ρώτησε «αισθανόμαστε τίποτα, γνωρίζουμε τίποτα για μας όταν είμαστε εκεί κάτω;»
Το πρώτο φύλλο απάντησε «ποιός ξέρει; Κανείς απ αυτούς που έπεσαν εκεί δεν έχει γυρίσει πίσω για να μας πει.»
Έμειναν ξανά λίγο σιωπηλά. Μετά το πρώτο φύλλο είπε τρυφερά στο άλλο «μην ανησυχείς όμως τόσο πολύ, εσύ τρέμεις!»
«Αυτό δεν είναι τίποτα» απάντησε το δεύτερο φύλλο «το τελευταίο πράγμα είναι ότι τρέμω. Δεν νιώθω σίγουρη ότι κρέμομαι καλά απ το κλαρί όπως ένιωθα.
Ας μη μιλάμε άλλο για τέτοια πράγματα είπε το πρώτο φύλλο.
Τότε το άλλο απάντησε «όχι, ας τα αφήσουμε. Αλλά για τι άλλο να μιλήσουμε;» Σιώπησε λίγο αλλά συνέχισε έπειτα από λίγο «Ποιό από μας θα… ποιο από μας θα πέσει πρώτο;»
«Έχουμε ακόμα πολύ χρόνο για να ανησυχήσουμε γι αυτό», την διαβεβαίωσε το δεύτερο φύλλο. «Ας θυμηθούμε πόσο όμορφα ήταν, πόσο υπέροχα, τότε που ο ήλιος έβγαινε και έλαμπε τόσο ζεστά και νομίζαμε πως θα εκραγούμε από ζωή! Θυμάσαι; Και την πρωινή δροσιά και τις ήρεμες και υπέροχες νύχτες;»
«Τώρα οι νύχτες είναι άσχημες» παραπονέθηκε το δεύτερο φύλλο, «και ατελείωτες»
«Δεν πρέπει να παραπονιόμαστε», είπε το πρώτο φύλλο μαλακά, «Έχουμε ξεπεράσει τόσα, τόσα πολλά.»
«Έχω αλλάξει τόσο πολύ;» ρώτησε το δεύτερο φύλλο ντροπαλά αλλά αποφασιστικά.
«Ούτε στο ελάχιστο» την διαβεβαίωσε το πρώτο φύλλο. «Το σκέφτεσαι αυτό μόνο επειδή εγώ έχω γίνει τόσο κίτρινο και άσχημο. Αλλά είναι διαφορετικά στην περίπτωσή σου.»
«Με κοροϊδεύεις», είπε το δεύτερο φύλλο.
«Όχι, καθόλου!» αναφώνησε το πρώτο φύλλο αμέσως, ¨πίστεψέ με, είσαι τόσο γλυκιά όσο την μέρα που γεννήθηκες. Εδώ κι εκεί μπορεί να υπάρχει κάποιο μικρό κίτρινο σημάδι, αλλά μόλις που φαίνεται και σε κάνει μονάχα όμορφη, πίστεψέ με.»
«Σ ευχαριστώ», ψιθύρισε το δεύτερο φύλλο λίγο συγκινημένο, δεν πιστεύω όλα όσα μου είπες αλλά σ ευχαριστώ που είσαι τόσο ευγενική. Ήσουν πάντα καλή με μένα. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω πόσο καλή ήσουν.
«Σώπασε» είπε το άλλο φύλλο και δε μίλησε, ήταν τόσο ταραγμένη για να μιλήσει.
Τότε σώπασαν και τα δύο. Πέρασαν ώρες.
Ένας υγρός άνεμος φύσηξε, κρύος και δυνατός ανάμεσα απ’τις δεντροκορφές.
«Αχ, τώρα..» είπε το δεύτερο φύλλο, «εγώ θα…»
Και η φωνή της έσπασε. Είχε κοπεί από το κλαρί και έπεφτε κάτω.
Ο χειμώνας είχε έρθει.