Φώτης Κόντογλου: Τή Λαμπροδευτέρα τό βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρίν νά πλαγιάσω γιά νά κοιμηθώ, βγήκα στό μικρό περιβολάκι πού έχουμε πίσω από τό σπίτι μας, καί στάθηκα γιά λίγο, κοιτάζοντας τό σκοτεινό ουρανό μέ τ άστρα.
Σάν νά τόν έβλεπα πρώτη φορά. Μού φάνηκε πολύ βαθύς, καί σάν νά ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Τό στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τόν Θεόν ημών, καί προσκυνείτε τώ υποποδίω τών ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μού είχε πεί μία φορά πώς κατά τούτες τίς ώρες ανοίγουνε τά ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τά λουλούδια κι από τά αγιοχόρταρα, πού έχουμε φυτέψει. «Πλήρης δ ουρανός καί η γή τής δόξης τού Κυρίου».
Θά στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως τό ξημέρωμα. Σάν νά μήν είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό μέ τή γή. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στό σπίτι καί ανησυχήσουνε πού έλειπα, καί γι αυτό μπήκα μέσα καί ξάπλωσα.
Δέ μέ είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δέν ξέρω άν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, καί βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο μέ αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ήτανε σάν ανοιχτά καί μ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπό του ήτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ όλα τά βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος στό να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, πού δέν κατάλαβα τί ήτανε, καί μέ τ άλλο έσφιγγε τό στήθος του, λές καί πονούσε.
Εκείνο τό πλάσμα μ έκανε ν ανατριχιάσω. τό κοίταζα, καί μέ κοίταζε, δίχως νά μιλήσει, σάν νά περίμενε νά τό γνωρίσω. Καί στ αλήθεια, μ όλο πού ήτανε τόσο αλλόκοτο, σάν νά μού είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τή φωνή, τόν γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε τό στόμα του κι αναστέναξε. Μά η φωνή του σάν νά ερχότανε από πολύ μακριά, σά νά βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πώς βρισκότανε σέ μία μεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τά χέρια του, τά πόδια του, τά μάτια του, όλα φανερώνανε πώς βασανιζότανε. Απάνω στήν απελπισία μου, πήγα κοντά του νά τόν βοηθήσω, μά εκείνος μού κανε νόημα μέ τό χέρι του νά σταματήσω.
Άρχισε νά βογκά, μέ τέτοιον τρόπο, πού πάγωσα. Έπειτα μού λέγει: «δέν ήρθα, μέ στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σέ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ λυπηθεί. Θέλω νά πεθάνω, μά δέ μπορώ. Άχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, πού ήρθες στό σπίτι μου καί μιλούσες γιά θρησκευτικά; Ήτανε καί δυό άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σάν κι εμένα. Εκεί πού μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σάν έφυγες, μού είπανε: Κρίμα, νά χει τέτοιο μυαλό, καί νά πιστεύει στίς ανοησίες πού πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη μέρα, σού είχα πεί όπως καί πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θά πεθάνεις στήν ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, καί πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μού είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο μέ τόν χάρο πώς θά ζήσεις τόσα χρόνια πού θέλεις, γιά νά καλοπεράσεις στά γερατειά σου;». Σού λέγω εγώ: «Θά δείς πόσο χρόνο θά πάγω! Τώρα είμαι εβδομήντα πέντε. Θά περάσω τά εκατό. Έχω εξασφαλίσει τά παιδιά μου, ο γιός μου βγάζει λεφτά πολλά, τήν κόρη μου τήν πάντρεψα μ έναν πλούσιο από τήν Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε καί παραέχουμε.
Όχι σάν κι εσένα, πού ακούς αυτά πού λέν οι παπάδες Χριστιανικά τά τέλη τής ζωής ημών. Τί θά βγάλεις από τά Χριστιανικά τά τέλη; Παρά νά χεις στήν τσέπη σου, καί μή σέ μέλει. Εγώ νά δώσω ελεημοσύνη; καί γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; γιά νά τούς θρέφω εγώ; Άμ βάζουνε εσάς καί ταΐζετε τούς τεμπέληδες, γιά νά πάτε στό Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις πώς είμαι γιός παπά, καί τά γνωρίζω καλά αυτά τά κόλπα. Μά νά τά πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, πού έχεις τέτοια σπουδή, καί νά πάς χαμένος. Εσύ, όπως πάς, θά πεθάνεις πρίν από μένα, θά πάρεις καί στό λαιμό σου τήν οικογένειά σου. μά εγώ, σού λέγω καί σού υπογράφω, σάν γιατρός, πού είμαι, πώς θά ζήσω εκατό δέκα χρόνια».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δώ κι από κεί, σάν νά ψηνότανε απάνω σέ καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από τό στόμα του: «Άχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού!»
Ησύχασε γιά λίγο καί ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μά σέ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα τό στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα!
Σαστισμένος, μία βουλίαζα καί μία ανέβαινα απάνω, καί φώναζα: Έλεος! μά κανένας δέν μ άκουγε. Ένα ρεύμα μέ κλωθογύριζε σάν νά μουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ως τά τώρα, καί τί τραβώ. Τί αγωνία είναι αυτή!
Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. τό κέρδισες τό στοίχημα. Εγώ, τότε πού βρισκόμουνα στό κόσμο πού ζείς, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει νά μιλώ καί νά μ ακούνε, νά κοροϊδεύω τή θρησκεία, νά συζητώ γιά χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πώς χειροπιαστά είναι εκείνα πού τά έλεγα παραμύθια καί χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία πού βρίσκουμε. Άχ! Τούτος θά είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θά είναι ο βρυγμός τών οδόντων!».
Απάνω σ αυτά, χάθηκε από τά μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τά βογκητά του, πού καί κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Μέ πήρε λίγο ο ύπνος, μά σέ μία στιγμή, κατάλαβα νά μέ σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τά μάτια μου, καί τόν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τή φορά ήτανε ακόμα πιό φριχτός καί πιό μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, πού τό κουνούσε από δώ κι από κεί.
Άνοιξε τό στόμα του καί μού είπε: «σέ λίγη ώρα θά ξημερώσει καί θά έρθουνε νά μέ πάρουνε εκείνοι πού μέ στείλανε!» τού λέω:
«Ποιοί σέ στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νά καταλάβω τίποτα. Ύστερα μού λέγει: «Εκεί πού βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά τήν πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οι εξυπνάδες δέν περνούνε παραπέρα από τό νεκροταφείο. Είναι καί κάποιοι άλλοι πού τούς έκανες καλό, κι αυτοί σέ κακολογούσανε. Κι όσο τούς συχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί νά τόν κάνει η καλοσύνη νά χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τόν κάνει νά νοιώθει τόν εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σέ χειρότερη κατάσταση από μένα, καί δέ μπορούνε νά βγούνε από τή σκοτεινή φυλακή τους γιά νά ρθουνε νά σέ βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται μέ τή μάστιγα τής αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ ό,τι τόν βλέπαμε!
Ανάποδος από τήν έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πώς η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας Ψευτιά καί απάτη.
Εσείς πού έχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού γιά σάς ο λόγος του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει ανάμεσα στούς πιστούς καί στούς απίστους, αυτό τό στοίχημα πού τό έχασα εγώ ο ελεεινός, καί χάθηκα, καί τρέμω κι αναστενάζω, καί δέ βρίσκω ησυχία: Αληθινά, στόν Άδη δέν υπάρχει πιά μετάνοια. Αλίμονο σ όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τόν καιρό πού είμαστε απάνω στή γή. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, καί εμπαίξαμε εκείνους πού πιστεύανε στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σάς λέγαμε ανόητους, σάς κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε μέ καλοσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.
Βλέπω καί τώρα πόσο θλιβόσαστε από τό φέρσιμο τών κακών ανθρώπων, αλλά πώς δεχόσαστε μέ υπομονή τίς φαρμακερές σαΐτες πού βγάζουνε από τό στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες καί λαοπλάνους. Άν βρισκότανε, οι δυστυχείς στή θέση πού βρίσκομαι τώρα, καί βλέπανε από δώ πού βλέπω, θά τρομάζανε γιά ό,τι κάνουνε. Θέλω νά φανερωθώ σ αυτούς καί νά τούς πώ ν αλλάξουνε δρόμο, μά δέν έχω τήν άδεια, όπως δέν τήν είχε κι εκείνος ο πλούσιος καί γιά τούτο παρακαλούσε τόν Πατριάρχη Αβραάμ νά στείλει τό φτωχό τό Λάζαρο. Μά καί εκείνον δέν τόν έστειλε, καί τούτο, γιά νά γίνουνε ίδια άξιοι τής καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοί της σωτηρίας όσοι πορεύονται τή στράτα τού Θεού.
«Ο αδικών αδικησάτω έτι, καί ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, καί ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, καί ο άγιος αγιασθήτω έτι».
Μ αυτά τά λόγια, τόν έχασα από μπροστά μου.
Του Φώτη Κόντογλου – Τα Μυστικά Άνθη, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973