Κυριακή: Ήταν η ώρα δειλινή, όταν η θύρα έκλεισε κι έδυσε η χαρά απ’ τή γή• κι ο βασιλιάς εκάθισε απέναντι, γυμνός, σκυφτός, απελπισμένος, απαρηγόρητα θρηνώντας• «Οίμοι τόν απλότητι γυμνόν, νύν δέ ηπορημένον!».
Μιά τραγική ώρα, η τραγικότερη ώρα τής ιστορίας τού κόσμου. Τότε πού μαύρισε πρώτη φορά ο Ουρανός καί μαύρισε γιά πάντα.
Κυριακή τής Τυροφάγου. Εφέτος, πρώτη Κυριακή τού Μαρτίου. Μιά πονεμένη Κυριακή.
Γιατί πονεμένη;
Διότι «τή αυτή ημέρα, ανάμνησιν ποιούμεθα τής από τού Παραδείσου τής τρυφής εξορίας τού Πρωτοπλάστου Αδάμ». Βασικό περιεχόμενο τής Κυριακής τής Τυροφάγου είναι ακριβώς αυτή η τραγικότατη ώρα, η ανάμνηση τής πτώσεως τών Πρωτοπλάστων – τού ?Αδάμ καί τής Εύας – καί η εξορία τους από τόν Παράδεισο τής ?Εδέμ.
Μελαγχολικοί οι ύμνοι, θρηνητικό καί τό χρώμα τών κειμένων πού ψάλλονται ή αναγινώσκονται στούς ναούς μας• «Εκάθισεν Αδάμ απέναντι τού Παραδείσου καί τήν ιδίαν γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο…». Θρηνών ωδύρετο…
Αυτός είναι ο θρήνος τού Αδάμ• ο πρώτος θρήνος πού ξάφνιασε τή γή καί πού από τότε δέν τήν έχει πιά ποτέ εγκαταλείψει. Είναι τά δάκρυα τού ?Αδάμ, κι οι στεναγμοί καί ο δεινός κλαυθμός τής Εύας. Είναι κι ο πόνος τών πουλιών, τό ουρλιαχτό τών αγριμιών, προάγγελοι τών ποταμών τόσων σφαγών, αιμάτων τόσων, καί τόσων συμφορών.
Δέν καθόρισε τυχαία η ?Εκκλησία μας νά είναι τέτοιο τό περιεχόμενο τής Κυριακής τής Τυροφάγου, μιάς Κυριακής πού βρίσκεται στά πρόθυρα ακριβώς τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ούτε πάλι τό καθόρισε σάν μιά θλιβερή απλώς ανάμνηση ενός απωλεσθέντος ευτυχισμένου παρελθόντος. Η Κυριακή τής Τυροφάγου δέν είναι τό παρελθόν. Η Κυριακή τής Τυροφάγου είναι τό παρόν καί τό μέλλον. Τό παρόν ως αφετηρία. Καί τό μέλλον ως ο ύψιστος στόχος, ως τό έσχατο νόημα τής ζωής.
Καί νά πού εδώ η Μεγάλη Τεσσαρακοστή βρίσκει τώρα τό πλήρες νόημά της. Αυτή δέν είναι πλέον απλώς μία περίοδος προετοιμασίας γιά τόν εορτασμό τού Πάσχα. Είναι καί αυτό. Στήν ουσία της όμως είναι κάτι παραπάνω• είναι περίοδος αγώνα γιά επάνοδο στόν χαμένο Παράδεισο. Αυτό φωνάζει δυνατά η Κυριακή τής Τυρινής.
Καί όχι απλώς στόν χαμένο Παράδεισο τής ?Εδέμ. ?Αλλά σ? αυτόν τόν Παράδεισο πού ξεπερνάει απείρως καί τόν τολμηρότερο ανθρώπινο πόθο. Σ’ αυτόν τόν Παράδεισο, τού οποίου τά αγαθά «οφθαλμός ουκ είδεν καί ούς ουκ ήκουσε καί επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α/ Κορ. β/ 9). Στόν Παράδεισο, όπου ο άνθρωπος έχει κληθεί νά φθάσει όχι ως δούλος, αλλά ως βασιλιάς.
Έχει κληθεί ασφαλώς καί ο καθένας από μάς. Η πρόσκληση μάς παραδόθηκε τήν ώρα πού βυθιστήκαμε τρείς φορές στήν αγία κολυμβήθρα τού Βαπτίσματος. Καί είναι μιά πρόσκληση γραμμένη μέ τό αίμα τού ενανθρωπήσαντος Θεού.
Μιά καί μόνη απλή αλήθεια έχει αποτυπώσει πάνω στήν πρόσκληση αυτή ο Δημιουργός μας. «Έλα», έγραψε στόν καθένα μας. Έλα! Είναι όλα έτοιμα καί σέ προσμένουν. Είναι έτοιμα πρό καταβολής κόσμου. Ελα! Μήν αναβάλλεις καί μήν αφήνεις τήν καρδιά σου νά ψάχνει μάταια τή χαρά μές στίς φθηνές χαρές τής γής.
Εσύ δέν είσαι γιά τή γή, γιά τιποτένια πράγματα φτιαγμένος. Εσύ είσαι βασιλόπουλο καί σέ προσμένει ο θρόνος, θρόνος θεϊκός – δέν είσαι δούλος τών παθών. Σήκωσε λίγο τά μάτια σου ψηλά. Μήν κυνηγάς τίς πρόσκαιρες μικροχαρές τής γής. Αν κυνηγάς τίς χαμηλές χαρές τής γής, δέν θά χαρείς ποτέ τήν άπειρη χαρά τής νέας Εδέμ καί θά ‘σαι εξόριστος γιά πάντα.
Έλα λοιπόν! Έλα εκεί! Εκεί πού ανθίζει η ζωή, πού δέν υπάρχουνε νεκροί, κι είναι ατέλειωτη η χαρά κι ατέλειωτος ο Ουρανός, πού δέν στενάζουν δειλινά, δέν μαστιγώνουν τήν ψυχή θλίψη καί πόνος. Όπου ο «ήχος καθαρός εορταζόντων» καί «όπου αι τών Αγγέλων χορείαι ασιγήτοις φωναίς τήν αδιαίρετον ανυμνούσι Τριάδα».