Μάνα: Θέ μου, νά κάμω σέ Σένα θερμή προσευχή γιά τήν Μάνα!
Θέ μου, η αγάπη Σου άς είν πιό βαθιά, πιό γλυκιά γιά τή Μάνα!
Μέσα της κάμε ν απλώνεται πάντα η δική Σου γαλήνη,
καί στίς πληγές τής καρδιάς της η χάρη Σου βάλσαμο άς γίνη.
Μάνα γλυγύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμιτη Μάνα!
δέ σέ θαμπώνουν απάτες εσένα κι ονείρατα πλάνα.
Πάνω στό χρέος ακοίμητη εσύ, νύχτα-μέρα σκυμμένη,
τ άπειρο ακούς μεσ στά χάη μιά-μιά τίς στιγμές νά σημαίνη.
Τόσο η ψυχή σου είν απλή, πού μιλά μέ τ αμίλητα πλάσματα,
κι ούτε γελιέσαι ποτέ μ όσα φτιάνει τό ψέμα φαντάσματα.
Μάνα, η στοργή σου μεγάλη κι απέραντη όσο κι η πλάση!
Ποιός θά πορέσει ώς βαθιά τήν καρδιά σου ποτέ νά διαβάση;
Μάνα, η στοργή σου πασίχαρη σάν τίς αχτίδες τού ήλιου,
μέσ στή χαρά τού χρυσού προσκαλεί μαγικού σου βασίλειου.
Πώς μέ βελούδινα δάχτυλ αγγίζεις τούς πόνους μας καί τούς γλυκαίνεις
Μάνα γλυκύτατη, όλα τά βάσανα σύ τ απαλαίνεις!
Πάνω απ τό λίκνο μας σκύβοντας, άγγελε -ώ τή χαρά σου!
τά μεταξένια σου απλώνεις φτερά, τά μεγάλα φτερά σου.
Ώ τό γλυκό, τρυφερό σου, μανούλα, κι ολόθερμο φίλημα,
στού βρεφικού μας ονείρου τ αθώο κι απλό παραμίλημα!
Ώ, πώς πονάς όταν βλέπεις εμάς στό κρεβάτι τού πόνου,
καί στούς δικούς μας κινδύνους, καλή, πόσα φίδια σέ ζώνουν!
Πόσες φορές σού τρυπάμε, φτωχή, τήν καρδιά μέ μαχαίρι,
καί πόσες άλλες σηκώσαμε απάνω σου βέβηλο χέρι!
Πόσες φορές σ ανεβάσαμε απάνω σέ ξύλον οδύνης,
δίχως εσύ καί μιά λέξη πικρή παραπόνου ν αφήνης!
Κι ώ, πόσες άλλες φορές στού φριχτού Γολγοθά μας τά σκότη
μόνη σου κλαίς, σ ένα θρήνο βουβό, τή χαμένη μας νιότη!
Όλα μάς τάμαθες, Μάνα γλυκύτατη, ατίμητη Μάνα,
καί μέ τής Πίστης μας τ άγιο μάς έθρεψες κι άφθαρτο μάννα.
Ένα κομμάτι χρυσάφι μάς έκρυψες μέσα βαθιά μας,
νά μπουμπουκιάσουν οι ανθοί λαχταράς τού καλού στήν καρδιά μας.
Μάνα! πού βρήκες τήν τόση στοργή, τήν αγάπη τήν τόση;
Μέσ στήν ψυχή σου απ τό χέρι τού Πλάστη μας έχει φυτρώσει!
Μάνα, πού πήρες απ όλα τά πλάσματ ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μενει κι ανέγγιχτ η δόξα σου μέσα στό χρόνο.
Μέσ στήν αγκάλη σου, ώ θαύμα! κρατάς τό Θεό μας, Μητέρα,
κι είσαι απ τή γή κι απ τούς κόσμους τών άστρων, εσύ, Πλατυτέρα!
(Γ. Βερίτης)